Ήμουν εκεί όταν τη ρώτησε πού θα ήθελε να βρίσκεται έπειτα από έναν χρόνο. Την

άκουσα να απαντά πως πρέπει πρώτα να διαλέξει ανάμεσα στην «άνεση» και τη

γνώση. Ρητορικό το δίλημμα. Μάλλον για να κερδίσει χρόνο. Είχε ήδη απορρίψει

την «εύκολη λύση» και το «βόλεμα». Μπορεί να βούλιαζε συχνά στον καναπέ, να

ισορροπούσε στις πιο ανισόρροπες στάσεις και συσπάσεις, αλλά πολύ σύντομα

αντιδρούσε, αηδίαζε, ξεσηκωνόταν.

Ήθελε να ξέρει. Αυτό την άκουσα να λέει. Ήθελε να μάθει τι θέλει και γιατί, τι

έχει πράγματι αξία και τι όχι, πώς αντιδρά και πώς αλλιώς θα μπορούσε να

σπάσει ή να ξεσπάσει. Ήθελε να πάει πολλά βήματα βαθιά κι άλλα βαθύτερα. Ήθελε

να δει τι κρύβεται αρκετά μέτρα πιο κάτω. Να μάθει από το παρελθόν, από τις

ύπουλες σκιές του, που υπονομεύουν πάντα το παρόν και το μέλλον.

Βρέθηκε πολλές φορές μετέωρη. Ακροβατώντας στο κενό κι αφουγκραζόμενη μονάχα

απειλές και κατάρες. Άλλες φορές πάλι, έσπρωξε η ίδια τον εαυτό της προς τα

εκεί – κατά πώς είχε συνηθίσει, κρύβοντας τα «είμαι», τα «θέλω», τα «μπορώ»,

τα «αποζητώ», επιλέγοντας να ζει ως «υπεράνθρωπη» κι εκ προοιμίου μόνη.

Εκείνη τη φορά – μπροστά στο ερώτημα – πήρε το θάρρος να σταθεί και την

απόφαση να βάλει σε σειρά και τάξη. Μίλησε στα ίσια, άνοιξε τα μάτια κι

αναζήτησε όψεις Ηλίου και Σελήνης σε κλίμακες αστρικές και γήινες, με τους

ανέμους κόντρα. Ζήτησε να συστηθεί απ’ την αρχή – μ’ όσους αντέχουν, μ’ όσους

θέλουν. Να πάψει να κολυμπά στην επιφάνεια και να καταδυθεί σε βάθος. Να

φτάσει μακριά επέλεξε και της ευχήθηκα «εν τάχει, μ’ ελευθερία, λογική και

πάθος»…