Περίληψη

H Μαρία-Τερέσα Αλμένδρος, υποκύπτοντας στον εκβιασμό του αδίστακτου

Προέδρου Σαλιβέρι (υποψήφιου πεθερού της), ετοιμάζεται να ριχτεί στην

αναζήτηση ενός σύγχρονου ήρωα που δεν είναι άλλος από τον πατέρα της. Ο

Σαλιβέρι της αποκαλύπτει πως 20 χρόνια τώρα, εκείνος που δεν τον γνώρισε ποτέ,

της έστελνε πολύτιμα δώρα τα οποία κατακρατούσε όμως η Ασφάλεια. Από αυτά,

επειδή προέρχονταν από διαφορετικές χώρες, η κόρη του μπορεί να παρακολουθήσει

τη διαδρομή που ακολούθησε ο Ούγο Αλμένδρος όταν εγκατέλειψε την πατρίδα του.

Ο άνεμος άνοιξε απότομα ένα από τα παράθυρα, φούσκωσε τις κουρτίνες κι έριξε

από τα ράφια τους γύψινους αγίους και τους μεσαιωνικούς πίνακες που

διακοσμούσαν το δωμάτιο της Τερέσα. H νεαρή κοπέλα πετάχτηκε βίαια από ένα

όνειρο με τίγρεις μέσα στον κήπο της και μέλισσες που ζουζούνιζαν ανάμεσα στα

σέιβος, τα δέντρα με τα κατακόκκινα λουλούδια· ξύπνησε και νόμιζε ότι το

δωμάτιο το είχε πάρει σβάρνα κάποιος τυφώνας και βρισκόταν στο έλεος των

στοιχείων της φύσης.

Με μεγάλη δυσκολία προχώρησε μέχρι τη βεράντα, ενώ για να μην πέσει, κάθε τόσο

αρπαζόταν από κάποιο έπιπλο, και μπόρεσε να δει ότι κάποια από τα σεντόνια και

τ’ απλωμένα ρούχα των γειτονικών σπιτιών αιωρούνταν σαν χορός από πανιά

ανεμοδαρμένων ιστιοφόρων.

H μέρα, παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχνε καταιγίδα. Ένας τέλειος ουρανός στο χρώμα

του κοβάλτιου, αμόλυντος από σύννεφα, έμοιαζε να δημιουργούσε το φόντο του

κάδρου: ένα άσπιλο και γαλήνιο σκηνικό που αναχαίτιζε το παραλήρημα της

λατινοαμερικάνικης φύσης.

Απόψε θα λάμβαναν χώρα μόνο τα προεόρτια της δόξας. Λίγοι στενοί φίλοι, τρία

μόνο ζευγάρια πράγματι πιστά και διακριτικά, θα παρακολουθούσαν ανάμεσα σε

τσουγκρίσματα εύθραυστων ποτηριών σαμπάνιας την ίδια και τον Χουάν Μαρίνο

Σαλαβέρι να ανταλλάσσουν τα δαχτυλίδια και να ανακοινώνουν ότι ο επίσημος

γάμος θα γινόταν μόλις ο πατέρας του γαμπρού έδινε τη συγκατάθεσή του. Ήδη

μάντευε το ειρωνικό χαμόγελο να γλιστράει σαν σαύρα στα χείλη των λιγοστών

καλεσμένων τους.

H Τερέσα ήξερε ότι ο ύψιστος δημόσιος λειτουργός, για λόγους που δεν είχε

καταστήσει σαφείς, είχε απειλήσει το γιο του με αποκλήρωση αν ο γάμος γινόταν

κρυφά. Αυτό το τόσο μυστικό κοκτέιλ με τους στενούς φίλους ήταν μια σκανταλιά,

κάτι σαν εξορκισμός ώστε κάποτε να πραγματοποιηθεί η αληθινή ένωση.

Δεν είχε καλά καλά φτάσει στη σκάλα, όταν είδε να ανεβαίνει ο αρραβωνιαστικός

της, ο Χουάν Μαρίνο Σαλαβέρι, κατακόκκινος, ασθμαίνοντας και με τα μαλλιά

ανακατωμένα.

«Καταστροφή!», φώναξε στην κοπέλα προτού ακόμα σκαρφαλώσει στον τελευταίο

όροφο. «Ο πατέρας μου έμαθε για την αποψινή γιορτή».

H κοπέλα τον υποδέχτηκε με ένα αγκάλιασμα που εκείνος ανταπέδωσε σφιγμένος και

ωχρός.

«Πώς το έμαθε;».

«Είναι αδύνατο σ’ αυτή τη χώρα να καλέσεις έστω κι ένα ζευγάρι φίλους χωρίς να

το μάθει η Ασφάλεια του γέρου».

Οι δυο τους απομακρύνθηκαν και πήγαν προς το βεστιάριο, το μόνο μέρος όπου η

βουή του ανέμου δεν θα εμπόδιζε την κουβέντα τους. «Δεν μπορούμε να ακυρώσουμε

την τελετή», είπε εκείνη. «Είναι γρουσουζιά!».

«Θα ακυρωθεί, είτε το θέλουμε είτε όχι. Ο πατέρας μου διέταξε μια διμοιρία

αστυνομικών να χτενίσουν το δρόμο και να απομακρύνουν όποιον έρχεται στο σπίτι

μου».

«Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί το τραβάει τόσο πολύ;».

Ο γιος του Προέδρου έβγαλε έναν σφραγισμένο κίτρινο φάκελο και τον έβαλε στα

χέρια της μνηστής του.

«Ίσως εδώ να βρεις την εξήγηση».

Το εξωτερικό του φακέλου όριζε τον παραλήπτη με μια φράση ιδιαίτερα

δημοσιοϋπαλληλική: «Υπ’ όψιν της Μαρία Τερέσα Αλμένδρος». Έβγαλε το σημείωμα

και διάβασε ολόκληρο το κείμενο με μια μόνο ματιά.

«Θέλει να παρουσιαστώ επειγόντως στο Προεδρικό Μέγαρο».

«Τι θα κάνεις;».

«Θα πάω τώρα αμέσως».

«Θα σε συνοδεύσω εγώ».

H κοπέλα τού πρότεινε το χαρτί και με το δάχτυλο έδειξε τη λέξη «μόνη». Το

αγόρι την αγκάλιασε ξανά, τη φίλησε στα μαλλιά και, πλησιάζοντας τα χείλη του

στο αυτί της, της είπε:

«Φοβάμαι για σένα».

«Δεν θα ‘πρεπε. Ο πατέρας σου πάντα μού φέρεται με σεβασμό».

«Όμως αυτή τη φορά κάναμε κάτι πίσω απ’ την πλάτη του. Το έχει πει χίλιες

φορές ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν κουνιέται ούτε φύλλο χωρίς εκείνος να το μάθει.

Δεν νομίζω να γλιτώσουμε την κατσάδα. Ή ίσως και κάτι περισσότερο».

«Σαν τι;».

«Δε μου ‘ρχεται τώρα. Σκέφτομαι κάτι πιο… δραστικό».

H Τερέσα κατάφερε να βρει μέσα στην ντουλάπα ένα πανωφόρι από χοντρό ύφασμα

για να της προσθέτει κάποιο βάρος. Φοβόταν μη χάσει την ισορροπία της από τον

τυφώνα όταν θα έβγαινε στο δρόμο.

«Καλύτερα να μάθω τώρα αμέσως παρά να το αναβάλω. M’ αγαπάς, Σαλαβέρι; », είπε

μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

«Σ’ αγαπώ, Μαρία Τερέσα Αλμένδρος».

«Κι εγώ που νόμιζα ότι ο άνεμος θα έφερνε καλά μαντάτα!».

H μετάβαση στο Προεδρικό Μέγαρο αποδείχτηκε δύσκολη. (…)Ανάσανε με

ανακούφιση όταν ο φρουρός της εισόδου την αναγνώρισε και της υπέδειξε να

παρκάρει το αυτοκίνητό της στο χώρο στάθμευσης των υπουργών. H Εξοχότητά του

είχε ειδοποιήσει ότι εκείνη ήταν καθ’ οδόν. (…)

Εκείνη πήγε κατευθείαν στον Πρόεδρο, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του

έδωσε, όπως στην Ευρώπη, ένα φιλί σε κάθε μάγουλο κι όχι μονάχα ένα, όπως

συνηθίζεται στη Λατινική Αμερική.

«Πάντα σε θεωρούσα έξυπνο κορίτσι», είπε ο Πρόεδρος σαν να ολοκλήρωνε κάποιους

συλλογισμούς που έκανε εδώ και ώρες, «κι επομένως δεν θα υπάρξει γάμος».

«Πώς από το ένα πράγμα συμπεραίνετε το άλλο;», είπε εκείνη εμβρόντητη.

«Χρόνια τώρα έκανα τα πάντα ώστε ο γιος μου κι εσύ να σταματήσετε να έχετε

επαφή. Πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι αυτή η έλξη θα μπορούσε να καταλήξει σε

γάμο. Και κάτι τέτοιο δεν συμφέρει τη χώρα».

«Γιατί;».

«Γιατί θα άνοιγαν οι ασκοί του Αιόλου».

«Τι θέλετε να πείτε;» (…)

«Ο πατέρας σου είναι ένας μύθος στην πατρίδα μας. Ένας επικίνδυνος μύθος».

«Το ξέρω».

«Εκείνος κι εγώ ήμασταν σπουδαίοι σύντροφοι. Οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου.

Μεγάλο μέρος της επιτυχίας μου τη χρωστώ στην ευφράδεια και το μαγνητισμό που

ασκούσε όταν έβγαζε λόγους για μένα. Του πρότεινα να γίνει υπουργός και δεν

δέχτηκε. Ένα μήνα αργότερα μπάρκαρε από το λιμάνι με μια ομάδα ανδρών που

στρατολόγησε στα μπαρ κι αναχώρησε με άγνωστο προορισμό».

«Αυτή την ιστορία την πρωτάκουσα από την ίδια μου τη μητέρα. Εγώ βρισκόμουν

ήδη στην κοιλιά της όταν το πλοίο έφυγε».

«Πάνε είκοσι χρόνια που ο Ούγο Αλμένδρος δεν έχει εμφανιστεί».

«Κάθε χρόνος που περνάει κάνει όλο και πιο δύσκολη την απουσία του πατέρα

μου».

«Και πριν από είκοσι χρόνια, συμπτωματικά, το ένα τρίτο από τα αποθέματα

χρυσού εξαφανίστηκε από το θησαυροφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας

αποσταθεροποιώντας την οικονομία της χώρας και γεμίζοντας όνειδος την

κυβέρνησή μου. Ο κόσμος, που αγαπούσε τον πατέρα σου, είπε ότι εγώ έστειλα τα

χρήματα μ’ εκείνους τους πειρατές σε κάποια τράπεζα της Μέσης Ανατολής ή της

Ολλανδίας κι ότι στα μισά της διαδρομής έβαλα να σκοτώσουν τον πατέρα σου για

να μην αφήσω ίχνη».

H Τερέσα έπιασε τα χέρια του άνδρα, τα έφερε στο πρόσωπό της κι απόθεσε επάνω

τους ένα τρυφερό φιλί. Χαμογελώντας είπε:

«Ποτέ δεν πίστεψα καμία απ’ αυτές τις ανοησίες».

«Λέγονται πράγματα για τον πατέρα σου που μπερδεύουν τον κόσμο. Μυστηριώδεις

αποστολές σε αραβικές χώρες, κλοπή διαμαντιών στην Αφρική, εξεγέρσεις στην

Ιρλανδία, εμπόριο ναρκωτικών και όπλων στην Ισπανία. Ολόκληρη η κόλαση

ανοίγεται μπροστά του. Οπότε, αν εσύ μπεις επισήμως στην οικογένειά μας μέσω

του γάμου σου με τον Χουάν Μαρίνο θα μπερδευτούν όλοι. Ούτε πολιτικά ούτε

ηθικά μού φαίνεται σωστό. H απουσία του τον προίκισε με μια ισχυρή εικόνα. Ο

κόσμος πιστεύει ότι τα προβλήματα της χώρας θα λυθούν με την απλή επίκληση του

ονόματός του. Οι επαναστατημένες ομάδες περιλαμβάνουν το όνομά του ανάμεσα σε

εκείνα των μεγάλων επαναστατών. Τον έχουν θεοποιήσει. Είναι το πρότυπο ενός

ήρωα σύγχρονου, ληστή, τρομοκράτη, αγίου». (…)

«Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να τον βρούμε! Ο μόνος τρόπος να σκοτώσεις ένα Θεό

είναι να τον κάνεις άνθρωπο. Μαρία Τερέσα Αλμένδρος, αν θέλεις πραγματικά να

παντρευτείς τον Χουάν Μαρίνο Σαλαβέρι, πρέπει να βρεις τον πατέρα σου και να

τον φέρεις για να παραστεί στο γάμο σου. H απουσία του βαραίνει τους ώμους μας

περισσότερο από την ενδεχόμενη παρουσία του. Αν ο Ούγο Αλμένδρος επιστρέψει

στη χώρα μας, όλοι οι μύθοι θα ξεφουσκώσουν κι εγώ θα μπορέσω να κυβερνήσω με

ηρεμία». (…)

AN. ΣΚΑΡΜΕΤΑ

Ποιος είναι

Ο Αντόνιο Σκάρμετα γεννήθηκε στη Χιλή το 1940. Σπούδασε φιλοσοφία και

λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Χιλής και τέχνες στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Υπήρξε στενός φίλος και μαθητής του Πάμπλο Νερούδα. Το πρώτο του βιβλίο, μια

συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ο ενθουσιασμός», κυκλοφόρησε το 1967.

Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων «Γυμνός στη σκεπή» (1973), «Ελεύθερη βολή»

(1973), «Ο ποδηλάτης του Σαν Κριστόβαλ» (1973), «Γαμπροί και μοναχικοί» (1975)

και τα μυθιστορήματα «Ονειρεύτηκα ότι το χιόνι έκαιγε» (1975), «Δεν έγινε

τίποτα» (1980), «H εξέγερση» (1982) και «Ο ταχυδρόμος του Νερούδα» (1985,

κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα), μυθιστόρημα που γυρίστηκε

σε ταινία («Il Postino») και τον έκανε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο.


Έγραψε ακόμη τα μυθιστορήματα «Match ball» (1989), «Ο γάμος του ποιητή» (1999,

κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, φωτό) και «La chica del

trombon» (2001). Μέχρι πρόσφατα κάλυπτε τη θέση του πρεσβευτή της Χιλής στη

Γερμανία.