Δεν υπάρχει πια ποίηση πουθενά, παραπονιέσαι. Ούτε νοσταλγία. Τα γλυκόπικρα

συναισθήματα είναι αντίκα ­ ενίοτε καλόγουστη, συνηθέστερα γραφική. Όλα είναι

τόσο λογικά, τόσο άχρωμα, προβλέψιμα και στεγνά. Ίσως να έχεις δίκιο. Το πάθος

είναι μία λέξη που ξεχειλίζει από παντού, από τραγούδια, από διαφημίσεις για

γιαούρτια και απορρυπαντικά, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά, ενώ

νοσταλγία διακρίνεις μονάχα στις φωνές των ανθρώπων όταν μιλούν για τις

ευκαιρίες που έχασαν, για τις ζωές που πέρασαν.

Είναι εύκολο να καταλήξεις ότι πάθος δεν υπάρχει σε αυτήν την περίεργη εποχή,

εύκολο να το καταδικάσεις σε εξαφάνιση μαζί με όλες εκείνες τις ανάμεικτες και

λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις που σου θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι μια

σειρά από οριζόντιες και κάθετες γραμμές, αλλά ενίοτε διαθέτει και κύκλους και

σπείρες και στιγμές που ξεπερνούν τα θνητά όρια.

Δεν είναι όμως έτσι. Πάθος, αγώνας και κόσμοι ολόκληροι ανείπωτων

συναισθημάτων και ήσυχων ζωών, υπάρχουν. Υπάρχουν όμως εκεί όπου ήδη υπάρχει

ουσία και βάθος. Και η ουσία και το βάθος είναι στοιχεία που δεν κρύβονται

αλλά που προκύπτουν από κάθε μέρα της ζωής.

H ουσία και το βάθος, όμως, είναι αυτά που λείπουν σήμερα. Την αδιαφορία τη

βαφτίζουμε «πάθος» και την μπουρδολογία «ανάμεικτα συναισθήματα». Τι

υποκρισία!

Τους αγαπημένους, τους οικείους και τους φίλους τούς γνωρίζεις από τις πράξεις

τους. Το ίδιο και τους εχθρούς και τους αδιάφορους. Όλα τ’ άλλα, άλλα λόγια ν’

αγαπιόμαστε είναι. Άλλο αν συμφέρει τους κενούς, τους «ξύπνιους» ή τους

ανεπαρκείς να το παίζουν «γλυκόπικρα» και αμφιταλαντευόμενα. Απλώς, να ξέρεις,

μας δουλεύουν. Ο Καρυωτάκης το ‘πε αλλιώς: «Άν τουλάχιστον, μέσα στους

ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς

τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».