Είναι η μόνη απάντηση που ταιριάζει σε μια «Κρυφή Κάμερα» που κάνει τον εξυπνάκια

Ποια ικανοποίηση μπορεί να προσφέρει στο κοινό ένα βίντεο που δείχνει να έχει

κάποιος κολλημένο στο παπούτσι του ένα χαρτονόμισμα, ενώ μια κρυφή κάμερα

καταγράφει τις αντιδράσεις όσων προσπαθούν να τον βοηθήσουν χωρίς να τα

καταφέρνουν. Πόσο αστείες μπορεί να είναι οι σκηνές όπου μια κυρία με βαμμένα

κατακόκκινα χείλη φιλάει όποιον βρει μπροστά της, για να καταγράψει άλλη κρυφή

κάμερα τις αντιδράσεις εκείνων που ανακαλύπτουν τα σημάδια τής, υποτίθεται,

«ένοχης στιγμής».

Στον κόσμο της «Candid Camera» αυτό φαίνεται είναι χιούμορ. Όπως

χιούμορ είναι και τα βίντεο που δείχνουν για παράδειγμα ένα μωρουδάκι να

τρέχει χαρούμενο, να σκοντάφτει, να παίρνει μια θεαματική τούμπα και να

καρφώνεται με το κεφάλι σε έναν κουβά. Ή έναν κύριο που έχει πάρει φόρα για να

βγει στον κήπο και πέφτει με δύναμη στην τζαμαρία. Από τις συνηθισμένες σκηνές

της ζωής που αποδεικνύουν ότι και τα πιο τραγικά γεγονότα έχουν ένα ισχυρό

στοιχείο γελοιότητας.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η κάμερα κάνει «συνένοχο» τον τηλεθεατή. Οι

δυο τους είναι κάτοχοι της «αλήθειας», που το «θύμα» αγνοεί, κάτοχοι της

εξουσίας της εικόνας του παθόντος. Ακριβώς σε αυτά τα στοιχεία βασίζεται η

εκπομπή, που προβάλλεται επί χρόνια σε διάφορες τηλεοράσεις του εξωτερικού –

κατά καιρούς επιχειρήθηκε και στη δική μας -, για να επανακάμψει προσφάτως από

τον ίδιο επίμονο εισαγωγέα του εξυπνακίστικου αυτού τηλεοπτικού είδους, τον

Νίκο Μαστοράκη, ο οποίος την παρουσιάζει στον Alpha.

H «Candid Camera» αποτελεί ένα συγκεκριμένο τηλεοπτικό είδος, όπως η

σαπουνόπερα. Μυστικό της είναι το καρναβαλικό της χιούμορ, η αντιστροφή των

κανόνων, ένα είδος νομιμοποιημένης παρωδίας, αναστροφής του κόσμου από την

τηλεοπτική κάμερα.

Έτσι, στον τηλεθεατή προσφέρεται εκείνη η απόλαυση του υποτελούς ατόμου, που

μπορεί να ξεφύγει για λίγο από τους κανόνες χωρίς να αντιμετωπίσει καμία

απειλή. Είναι η ανακούφιση του ταπεινωμένου, που μπορεί να γελάσει εις βάρος

των ομοίων του με τη βοήθεια μιας κάμερας, η οποία βεβαίως αντιμετωπίζει και

τις δύο πλευρές ως καταναλωτές του κανιβαλισμού της.

Ολόκληρο το πακέτο της εκπομπής είναι βασισμένο στην ίδια ακριβώς ιδέα.

Απελευθερωθείτε, όλοι ίσοι απέναντι στην αδυσώπητη γελοιότητά σας, όλοι

είμαστε γελοίοι στη μικρότητά μας. Πλην ενός, φυσικά, του αθέατου παρουσιαστή

σας. Αυτός καθοδηγεί τον κανιβαλισμό εξαιρώντας την εικόνα του. Μόνο φωνή –

χαρακτηριστικής άγριας βραχνάδας που ξυπνάει διόλου ευχάριστες μνήμες – η

οποία υποδεικνύει το γελοίο. Φτάνοντας σε ρατσιστικές ακρότητες, όπως στην

προβολή βίντεο από αραβική τηλεόραση, όπου το «αστείο» ήταν ο ήχος της

γλώσσας, ενώ υπήρχε υποτιθέμενη μετάφραση που ειρωνευόταν ενδυματολογικά ήθη –

«με την πετσέτα που έχω στο κεφάλι» ή «με την κελεμπία θα αερίζεται ο κ….

μου».

Προς κατανάλωση και η γυναικεία σάρκα, αδυναμία του αθέατου

παρουσιαστή, ο οποίος καθοδηγεί την κάμερα στα γυμνά πόδια των δύο

παρουσιαστριών της εκπομπής ανάλαφρα φυσικά ενδεδυμένων. Γιατί ο

σκανδαλιστικός φτηνός αισθησιασμός είναι το ίδιο απολαυστικός με τον

εξευτελισμό. Και τα δύο στοιχεία απολύτως σωματικά, με την έννοια της

υλικότητας του σώματος, που αποτελεί τη βάση των ενστίκτων – στην ίδια αρχή

βασίζονται άλλωστε και τα βασανιστήρια.

H μία εκ των δύο παρουσιαστριών, μάλιστα, ξένης εθνικότητας, αγωνίζεται τόσο

να μιλήσει την ελληνική, ώστε νομίζεις ότι εκσφενδονίζει τις λέξεις με

αιχμηρούς για τα ακουστικά μας τύμπανα ήχους. Ο συνδυασμός υπερβολικά σέξι

εμφάνισης και δυσκολίας στη γλώσσα, προφανώς στη φαντασία του εμπνευστή του

θεάματος, εγείρει πλήθος αρσενικούς συνειρμούς.

Με άλλα λόγια, επιμένει η εκπομπή σε μια ξεπερασμένη επίδειξη αρσενικής

λιγούρας, προσφιλές μεν τηλεοπτικό θέαμα, με τη διαφορά που όσοι το επιχειρούν

με τον ίδιο απροκάλυπτο τρόπο (π.χ. Θέμος Αναστασιάδης) τουλάχιστον διατηρούν

την εξυπνάδα να αυτοσαρκάζονται.