Για τον μικρόκοσμο της πολιτικής και των MME ο Σεπτέμβριος έχει πάψει, εδώ

και καιρό, να είναι ο μήνας των σχολείων και του τρύγου. H παραγωγή και η

κατανάλωση δημοσκοπήσεων έχει αναγορευθεί σε μείζον πολιτικό γεγονός, το

οποίο, αυτοδίκαια, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Ο φετινός Σεπτέμβριος, ο τελευταίος πριν από τις επόμενες εκλογές, ξεπέρασε

μάλιστα στο σημείο αυτό κάθε προηγούμενο. Μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων

(από τις 13 Σεπτεμβρίου έως τις 2 Οκτωβρίου) δημοσιεύθηκαν επτά διαφορετικές

δημοσκοπήσεις, ενώ περί τα μέσα Οκτωβρίου αναμένεται και μία όγδοη (της MRB),

ώστε να κλείσει πλήρως ο κύκλος των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον

τομέα της πολιτικής έρευνας.

Συγκρίνοντας και αντιπαραβάλλοντας τις επτά μέχρι σήμερα δημοσιευμένες

σεπτεμβριανές δημοσκοπήσεις, διαπιστώνει κανείς μια πληθώρα σημείων στα οποία

συγκλίνουν και τα οποία αναμφίβολα αντανακλούν, με σχετική πιστότητα, το

πολιτικό κλίμα της περιόδου. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να διακρίνει και

ορισμένες σημαντικές αποκλίσεις σε κρίσιμα ζητήματα, τα οποία επηρεάζουν

ευθέως τη μελλοντική έκβαση του εκλογικού ανταγωνισμού.

TA ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σταθερό το προβάδισμα της N.Δ.-Ισχυρή η εικόνα του Κώστα Σημίτη

Τρία είναι τα κυριότερα σημεία στα οποία συμφωνούν όλες (ή περίπου όλες) οι

δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις:

1. Το σταθερό προβάδισμα της N.Δ. στην «πρόθεση ψήφου», το οποίο, ανάλογα

με την έρευνα, κυμαίνεται από 6,1 (Κάπα-R.) έως 7,7 (Rass, V. PRC) ποσοστιαίες

μονάδες. Το μέγεθος αυτό, η περίφημη «ψαλίδα», αποτέλεσε άλλωστε και το

περισσότερο πολυσυζητημένο στοιχείο των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Για τους μεν

η επαναβεβαίωση μιας σημαντικής διαφοράς στην «πρόθεση ψήφου» πιστοποιεί τη

σαφή υπεροχή της N.Δ., ενώ για τους δε η, μείωση της διαφοράς σε σύγκριση με

την άνοιξη (κατά 1 έως 2 ποσοστιαίες μονάδες, σε όλες τις δημοσκοπήσεις),

καταγράφει την απαρχή μιας ανάκαμψης, η οποία θα συνεχιστεί και θα ενταθεί,

καθώς θα ολοκληρώνεται ο κύκλος της τετραετίας (σύμφωνα με το κλασικό μοντέλο

για τη διακύμανση της κοινής γνώμης).

Βέβαια, όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί, το σταθερό προβάδισμα της N.Δ.

στη δημοσκοπική «πρόθεση ψήφου», ήδη από το 1997 (με μοναδική εξαίρεση την

περίοδο που προηγήθηκε των εκλογών του Απριλίου 2000), οφείλεται κατά κύριο

λόγο στην υψηλότατη συνοχή της εκλογικής της βάσης. Ακόμα και σε περιόδους

τελείως απομακρυσμένες από την ημερομηνία των εκλογών, η συσπείρωση των

ψηφοφόρων της N.Δ. καταγράφεται σταθερά στο επίπεδο του 90%, όπως άλλωστε και

στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Πρόκειται για εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (κατά

κανόνα ανώτερο και από αυτό του KKE), το οποίο αντανακλά την ύπαρξη μιας

ισχυρής ταύτισης, παραταξιακού τύπου, η οποία δεν φαίνεται να επηρεάζεται από

τις διακυμάνσεις της συγκυρίας.

Στη σημερινή πάντως συγκυρία, η υψηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων της N.Δ. δεν

αρκεί από μόνη της, για να ερμηνεύσει τη σαφή υπεροχή της. Το κρισιμότερο ίσως

στοιχείο είναι ότι τα δύο τελευταία χρόνια (από το καλοκαίρι του 2001, μετά

την κρίση του Ασφαλιστικού), η N.Δ. προηγείται σταθερά και στο αστάθμιστο

δείγμα των περισσότερων δημοσκοπήσεων, κάτι που ουδέποτε είχε συμβεί κατά την

προηγούμενη δεκαετία (1991-2001). H αλλαγή αυτή υποδηλώνει μια σαφή μεταστροφή

του πολιτικού κλίματος και αντανακλά την αποδυνάμωση της πολιτικής κυριαρχίας

της Κεντροαριστεράς, η οποία (κυρίως υπό την «εκσυγχρονιστική» εκδοχή της)

σφράγισε τις εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου.

H μεταστροφή του πολιτικού κλίματος, καταγράφεται επίσης και σε πολλούς άλλους

δείκτες με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τη συντηρητική στροφή του

εκλογικού σώματος, όταν οι ερωτώμενοι καλούνται να αυτοτοποθετηθούν στον νοητό

άξονα Αριστερά – Δεξιά. H εξέλιξη αυτή που, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να

προσφέρει μια σημαντική ώθηση στη N.Δ., έχει όμως και μια παράπλευρη συνέπεια,

η οποία περιπλέκει τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού. H συντηρητική στροφή

του κοινού συνδυάζεται με μια αντίστοιχη μετατόπιση προς τα δεξιά τής

πολιτικής εικόνας που εκπέμπουν τα δύο μεγάλα κόμματα. H N.Δ., παρά τα δειλά

ανοίγματα προς τον πολυδιαφημισμένο «μεσαίο χώρο», εξακολουθεί να τοποθετείται

(από την κοινή γνώμη) στο δεξιότατο άκρο του πολιτικού φάσματος και, το

κυριότερο, οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της θεωρούν ότι βρίσκεται πολύ δεξιότερα, σε

σύγκριση με τη δική τους αυτοτοποθέτηση. Αντίστοιχα, όμως, και το ΠΑΣΟΚ

τοποθετείται πλέον (τόσο από το σύνολο του κοινού όσο και από τους ίδιους τους

ψηφοφόρους του) σχεδόν στις παρυφές της Κεντροδεξιάς, σαφώς δεξιότερα από την

τοποθέτηση των οπαδών του.

Μια δεύτερη κρίσιμη αλλαγή του πολιτικού κλίματος αφορά τις σημερινές

προτεραιότητες του εκλογικού σώματος, όπου ο εκρηκτικός συνδυασμός ανεργίας

και ακρίβειας υποβαθμίζει τις αναφορές σε οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ή

πολιτικό πρόβλημα. H διάχυτη ανησυχία και απαισιοδοξία που εκφράζονται από την

πλειονότητα των πολιτών για τις οικονομικές εξελίξεις (κυρίως όσον αφορά την

προσωπική κατάσταση των ερωτώμενων), έχει πλήξει την αξιοπιστία της

κυβέρνησης, ευνοώντας, εξ αντανακλάσεως, τον αντιπολιτευτικό λόγο της N.Δ.

Έτσι, σήμερα, οι απαντήσεις του κοινού όσον αφορά την ικανότητα των δύο

μεγάλων κομμάτων να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της οικονομίας, τοποθετούν το

ΠΑΣΟΚ και τη N.Δ. στο ίδιο περίπου (χαμηλό) επίπεδο, γεγονός που συνιστά όμως

επιτυχία για τη N.Δ., η οποία έπασχε (και πάσχει) από έλλειμμα κυβερνητικής

αξιοπιστίας.

2. Το δεύτερο βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις

είναι η ισχυρή πρωθυπουργική εικόνα του K. Σημίτη, ο οποίος διατηρεί το

προβάδισμα σε σύγκριση με τον K. Καραμανλή, όταν τίθεται διαζευκτικά το

ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» (από 0,5 έως 3,5 ποσοστιαίες

μονάδες).

Αυτό το σταθερά επαναλαμβανόμενο «δημοσκοπικό παράδοξο» – η ταυτόχρονη υπεροχή

της N.Δ. και του K. Σημίτη – αντανακλά μια κρίσιμη διάσταση του σύγχρονου

εκλογικού ανταγωνισμού, όπου οι τελικές επιλογές δεν υπακούουν μόνο σε

παραταξιακά, αλλά και σε διαχειριστικά κριτήρια. Και αν στον χώρο τής

παραταξιακά προσδιορισμένης ψήφου η N.Δ. υπερτερεί πλέον αισθητά, σε σύγκριση

με το ΠΑΣΟΚ, στον χώρο της διαχειριστικής ή προσωποποιημένης ψήφου (ιδιαίτερα

διευρυμένο στις νεώτερες και λιγότερο πολιτικοποιημένες ηλικίες), η N.Δ.

υστερεί εμφανώς, τόσο σε αρχηγικό όσο και σε στελεχικό επίπεδο.

Στο σημείο αυτό πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα του

K. Σημίτη, ως προς τον K. Καραμανλή, έχει σήμερα αισθητά περιοριστεί σε σχέση

με παλαιότερες εποχές, όταν το αντίστοιχο προβάδισμα ξεπερνούσε σταθερά τις 10

ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον έχει αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, μια

έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία παραπέμπει σε μια σαφώς ανεστραμμένη

εικόνα, όσον αφορά τη σύγκριση ενός κεντροαριστερού και ενός κεντροδεξιού

ηγέτη: ο K. Καραμανλής προηγείται στα στρώματα με κατώτερο μορφωτικό επίπεδο

κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ υστερεί στους αποφοίτους ανώτερης ή

ανώτατης εκπαίδευσης κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες.

Το κρισιμότερο πάντως στοιχείο στο σημείο αυτό, που αφορά την προσωποποιημένη

αντιμετώπιση της πολιτικής, προκύπτει από τη διαφοροποίηση των απαντήσεων,

όταν η ερώτηση για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» τίθεται με ελεύθερη ή

διαζευκτική μορφή. Στην πρώτη περίπτωση, από τις αυθόρμητες απαντήσεις,

προκύπτει η απαρχή μιας εσωτερικής αμφισβήτησης των δύο ηγετών, οι οποίοι,

αθροιστικά, δεν ξεπερνούν το 60% του συνόλου των προτιμήσεων (έναντι 75% έως

83% στη διαζευκτική ερώτηση). Το φαινόμενο εκφράζεται με εντονότερο τρόπο στο

εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, όπου περίπου το 20% των ψηφοφόρων του δηλώνουν αυθορμήτως

ότι θεωρούν ως «καταλληλότερο πρωθυπουργό» τον Γ. Παπανδρέου.

3. Το τρίτο βασικό συμπέρασμα αφορά τη ρευστότητα ως προς την

«παράσταση νίκης», όπου το προβάδισμα το οποίο διατηρούσε η N.Δ. (πάνω από 30

ποσοστιαίες μονάδες την περασμένη άνοιξη), έχει αισθητά περιοριστεί,

ανεξάρτητα από τις σημαντικές διαφορές που εμφανίζουν στο σημείο αυτό οι

επιμέρους έρευνες. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «παράσταση

νίκης» αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο μέγεθος, το οποίο αποτυπώνει κυρίως

την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία που επικρατεί στα δύο αντίπαλα πολιτικά

στρατόπεδα. Είναι, επομένως, φυσιολογικό η πολιτική και επικοινωνιακή

αντεπίθεση, την οποία άρχισε το ΠΑΣΟΚ από τις αρχές Σεπτεμβρίου, να προκάλεσε

την αναζωογόνηση της αισιοδοξίας και τον περιορισμό της ηττοπάθειας, που

χαρακτήριζε την εκλογική του βάση πριν από μερικούς μήνες.

Όμως, οι σημαντικές μεταβολές ως προς την «παράσταση νίκης», μέσα σε λίγους

μήνες, φανερώνουν και ένα άλλο κρίσιμο χαρακτηριστικό που προσδιορίζει,

τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, την ιδιαιτερότητα των επόμενων εκλογών.

Την ανυπαρξία ενός θετικού πολιτικού ρεύματος που θα τις καθιστούσε εκλογές

κινητοποίησης και ελπίδας και όχι εκλογές απόρριψης ή εξαναγκαστικής επιλογής,

όπως διαφαίνεται ότι θα είναι. H διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το σύνολο των

στοιχείων που καταγράφουν οι διάφορες έρευνες: τη μειωμένη κυβερνητική

αξιοπιστία και των δύο μεγάλων κομμάτων, ένα ενδιαφέρον για τις εκλογές που

είναι κυρίως τηλεοπτικού τύπου, αφού δεν συνδυάζεται με διάθεση κινητοποίησης

και εμπλοκής με την πολιτική, τις εξαιρετικά περιορισμένες προσδοκίες από μια

πιθανολογούμενη κυβερνητική αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου για τους

μισούς ψηφοφόρους, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της N.Δ., οι διαφορές των δύο

κομμάτων στον τομέα της οικονομικής πολιτικής είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Ανοικτό το ζήτημα των διαρροών

Εκτός από τα σημεία, όπου συμφωνούν σχεδόν όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις,

υπάρχουν και ορισμένα άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπου οι καταγραφόμενες αποκλίσεις

δημιουργούν εύλογα ερωτήματα.

Το πρώτο και κυριότερο αφορά τις διαρροές από το ΠΑΣΟΚ προς τη N.Δ., τις

οποίες ορισμένες δημοσκοπήσεις (Κ-Reach, ΔΗΜΕΛ) περιορίζουν στο 4% ή 5% των

ψηφοφόρων του το 2000 – δηλαδή μόλις και μετά βίας στο 2% του συνολικού

εκλογικού σώματος -, ενώ ορισμένες άλλες (Rass, V. PRC) την ανεβάζουν στο

13,5%, δηλαδή σχεδόν στο 6% του συνολικού εκλογικού σώματος. Βέβαια, είναι

γνωστό ότι ο ακριβής δειγματοληπτικός προσδιορισμός μιας μικρής και ειδικής

κατηγορίας ψηφοφόρων παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και εμπεριέχει συχνά

σημαντικά σφάλματα. Όμως το συγκεκριμένο μέγεθος, οι διαρροές από το ΠΑΣΟΚ

προς τη N.Δ., αποτελεί την κρισιμότερη παράμετρο, η οποία θα επιδράσει

καθοριστικά στην έκβαση των επόμενων εκλογών. Γιατί είναι προφανές ότι αν το

ΠΑΣΟΚ κατορθώσει τελικά να περιορίσει τις διαρροές του προς τη N.Δ. στο 2% του

εκλογικού σώματος, τότε η προσεχής αναμέτρηση είναι ενδεχόμενο να κριθεί

κυριολεκτικά στο νήμα (συνυπολογίζοντας κάποια οριακά κέρδη του ΠΑΣΟΚ και

κάποιες οριακές απώλειες της N.Δ. προς το ΛΑΟΣ). Αν όμως, αντίθετα, οι

διαρροές αυτές αγγίξουν το 4,5% (δηλαδή 1 στους 10 ψηφοφόρους του 2000), τότε

καμιά άλλη εκλογική μετακίνηση δεν είναι δυνατόν να εξισορροπήσει αυτό το

(βουβό) ρεύμα.

Και στο σημείο αυτό, η αντιφατικότητα των στοιχείων που παρέθεσαν οι

δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις αφήνει το ζήτημα ανοικτό.

Μια δεύτερη κρίσιμη διαφορά, μεταξύ των διαφόρων δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων,

αφορά την αθροιστική δύναμη του δικομματισμού, η οποία κυμαίνεται από 67% (V.

PRC) έως 79% (ΔΗΜΕΛ). Οι διαφορές αυτές έχουν άμεσες προεκτάσεις στις

εκτιμήσεις που γίνονται, αφενός για τη δύναμη των μικρών κομμάτων και αφετέρου

για την έκταση της «αδιευκρίνιστης ψήφου» (κάτω του 10% για τη ΔΗΜΕΛ, πάνω από

20% για τη V. PRC), δηλαδή ακριβώς για τον χώρο όπου θα επικεντρωθεί ο

εκλογικός ανταγωνισμός τους επόμενους μήνες.

Οι διαφορές ως προς την αθροιστική δύναμη του δικομματισμού επηρεάζουν επίσης

ευθέως τη δημοσιευμένη «πρόθεση ψήφου» για τα δύο μεγάλα κόμματα. H «πρόθεση

ψήφου» για το ΠΑΣΟΚ ξεκινά περίπου από το 30% (Opinion, Rass, V. PRC),

ανεβαίνει περίπου στο 33% (για την Alco, τη Metron και την K-Reach), για να

προσεγγίσει το 36% σύμφωνα με τη ΔΗΜΕΛ. Αντίστοιχα, η «πρόθεση ψήφου» για τη

N.Δ. κυμαίνεται από περίπου 38% (Opinion, Rass, V. PRC) μέχρι 43% (ΔΗΜΕΛ), ενώ

η Alco, η Metron και η Κ-Reach την τοποθετούν περίπου στο 39,5%.

Διαπιστώνοντας τις ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν στην εσωτερική δομή τών

επιμέρους ερευνών, τίθεται το ερώτημα πώς γίνεται να συγκλίνουν όλες ως προς

το επικοινωνιακά κρίσιμο μέγεθος της περίφημης «ψαλίδας». H πρώτη απάντηση στο

ερώτημα αυτό αφορά το σύνολο των υπόλοιπων στοιχείων τής έρευνας, τα οποία,

όπως ήδη αναλύθηκε, καταγράφουν, με εντυπωσιακά παραπλήσιο τρόπο, το

γενικότερο πολιτικό κλίμα. H δεύτερη απάντηση σχετίζεται με την ίδια την

επικοινωνιακή αναγόρευση της «ψαλίδας» σε μείζον πολιτικό διακύβευμα, ήδη από

τα τέλη του καλοκαιριού, δηλαδή πριν αρχίσει καν η διεξαγωγή των ερευνών. H

ανάδειξη των δημοσκοπήσεων σε κορυφαίο διακύβευμα του πολιτικού ανταγωνισμού

και η φετιχιστική ανάγνωση των αριθμών είναι φυσιολογικό να προκαλεί, σ’

αυτούς που καλούνται να τις αξιολογήσουν και να τις παρουσιάσουν, ένα αίσθημα

αυτοσυγκράτησης στα όρια του «πολιτικά ορθού». H στάση αυτή έχει χαρακτηριστεί

διεθνώς ως «δημοσκοπική μετριοπάθεια» (ή, κατ’ άλλους, «δημοσκοπικός

κομφορμισμός»): με σεβασμό στα πρωτογενή στοιχεία της έρευνας, η ανακοίνωση

των αποτελεσμάτων της πρέπει να γίνεται με τη δέουσα αυτοσυγκράτηση, ώστε να

μη συνιστά αφ’ εαυτής μείζον πολιτικό γεγονός. Για να μπορεί κανείς να

μελετήσει τις πολιτικές εξελίξεις είναι αναγκαίο να αποφεύγει, στο μέτρο του

δυνατού, την άμεση εμπλοκή του σε αυτές.