Επιδείνωση της οικονομικής του θέσης αναμένει ένα στα δύο ελληνικά

νοικοκυριά το 2003. Για τον λόγο αυτό σφίγγουν κι άλλο το ζωνάρι, προχωρώντας

σε μειώσεις των δαπανών τους για κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών όπως οι

δαπάνες για διασκέδαση και μεταφορές.

Την απαισιοδοξία τους για την πορεία της οικονομικής τους κατάστασης το 2003

εκφράζουν τα ελληνικά νοικοκυριά. Σύμφωνα με την ερευνά της ICAP «Τα ελληνικά

νοικοκυριά: Εκτιμήσεις για το 2002 και προσδοκίες για το 2003», επιδείνωση της

οικονομικής τους θέσης αναμένουν περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά της χώρας

το 2003 (50,5%), έναντι 44,5% το 2002 και 34,5% το 2001.

Από την έρευνα φαίνεται ότι η αύξηση του κόστους ζωής, την οποία προκαλεί η

ακρίβεια, καθώς και οι δυσμενείς προβλέψεις για την εξέλιξη των εισοδημάτων

κάνουν ένα στα δύο νοικοκυριά να βλέπει με απαισιοδοξία το μέλλον.

H απαισιοδοξία είναι πολύ εντονότερη μεταξύ των συνταξιούχων, τα 2/3 των

οποίων αναμένουν επιδείνωση. Περισσότερο αισιόδοξα είναι τα νοικοκυριά των

επιστημόνων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Την ίδια στιγμή όμως η έρευνα

δείχνει ότι αυξήθηκε από το 15,7%, το 2001 στο 18,7% το 2002 η μερίδα όσων

θεωρούν ότι βελτιώθηκε η οικονομική τους κατάσταση ενώ περισσότεροι είναι όσοι

δηλώνουν αισιόδοξοι σε ό,τι αφορά τις προοπτικές νέων ευκαιριών για απασχόληση.

Οι απαισιόδοξοι

Κύρια πηγή απαισιοδοξίας είναι η αύξηση του κόστους διαβίωσης. H σημασία,

μάλιστα, του παράγοντα αυτού αυξήθηκε κατά την τριετία 2001-2003, καθώς

συνδέεται άμεσα με την αύξηση του πληθωρισμού και λόγω των αυξήσεων στις τιμές

των ειδών διατροφής και των υπηρεσιών, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή του ευρώ.

Ειδικότερα, η διαφορά μεταξύ των νοικοκυριών που αναμένουν βελτίωση της θέσης

τους λόγω μείωσης του πληθωρισμού και αυτών που θεωρούν ότι θα υπάρξουν

μεγάλες ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες, οι οποίες θα επηρεάσουν

αρνητικά τα εισοδήματά τους, διευρύνθηκε σε 61,5% το 2003 υπέρ των δευτέρων,

από 49,1% το 2002.

Τόσο το Χρηματιστήριο όσο και οι μεταβαλλόμενες οικογενειακές ανάγκες

αποτέλεσαν αιτίες επιδείνωσης το 2002. Ωστόσο, η σημασία τους, ιδίως εκείνη

του Χρηματιστηρίου, ήταν περιορισμένη σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Κόβουν από… ψυχαγωγία

Μεταξύ των προσδοκιών για το 2002 και το 2003 δεν υπάρχουν σημαντικές

διαφοροποιήσεις στις προγραμματιζόμενες μεταβολές της καταναλωτικής δαπάνης.

Ωστόσο, ανοίγει συνεχώς η ψαλίδα ανάμεσα σε εκείνους που εκτιμούν ότι θα

υπάρξει αύξηση των δαπανών τους για τρόφιμα και σε αυτούς που προβλέπουν

μείωση. Συγκεκριμένα, αύξηση των δαπανών αυτών προβλέπει το 13,3% το 2003

έναντι 12,1% το 2002).

Από την άλλη πλευρά, αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό εκείνων που προγραμματίζουν

μείωση των δαπανών αναψυχής, εξαιτίας της επιδείνωσης των οικονομικών τους. Το

2002 το 11% των νοικοκυριών δήλωναν ότι θα μείωναν τις δαπάνες τους για

αναψυχή, ενώ για το 2003 το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σε 15,1%. Το γεγονός

αυτό σχετίζεται με τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα νοικοκυριά

το 2002 και με τις απαισιόδοξες προσδοκίες τους για το τρέχον έτος.

Αυξάνουν δαπάνες για Υγεία

Όσον αφορά τη στέγαση, την υγεία και την εκπαίδευση, το ισοζύγιο

αύξησης – μείωσης της προγραμματιζόμενης δαπάνης παραμένει θετικό. Ωστόσο,

ακολουθεί ελαφρώς καθοδική πορεία. Αντιθέτως, στα ποτά και τον καπνό το

ισοζύγιο παρέμεινε αρνητικό καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας 2001-2003, ενώ

στην ένδυση και την υπόδηση έγινε αρνητικό μετά το 2001.

Αμετάβλητες παρέμειναν και οι προθέσεις των νοικοκυριών όσον αφορά τις αγορές

ακινήτων και διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Το μερίδιο αυτών που προτίθενται να

πραγματοποιήσουν δαπάνες για επενδύσεις σε ακίνητα είναι μόλις 10,7%.

H φετινή έρευνα της ICAP επικεντρώθηκε στον αστικό χώρο. Περιελάμβανε 600

νοικοκυριά που επελέγησαν βάσει των σχετικών αναλογιών του πραγματικού

πληθυσμού της απογραφής του 2001. Βασίστηκε σε δομημένο ερωτηματολόγιο, ενώ

έγιναν προσωπικές συνεντεύξεις στις κατοικίες των ερωτωμένων. Διεξήχθη δε κατά

την περίοδο 28 Μαΐου – 30 Ιουνίου 2003.