Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Ικονίου. Σίλλη.

H Σίλλη (τουρκ. Sille) είναι κωμόπολη που βρίσκεται 10 χλμ. ΒΔ του Ικονίου

στις νοτιοανατολικές υπώρειες του ορεινού συγκροτήματος Αλά-Γκεβενλί-Λοράς

ντάγ. Συνδέεται με δημόσιο δρόμο με το Ικόνιο. Την εποχή της Ανταλλαγής είχε

1.518 Έλληνες κατοίκους (βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocites Kemalistes,

Constantinople 1922, σ. 267). H Σίλλη ήταν μουδουρλίκι και υπαγόταν απευθείας

στο βαλελίκι του Ικονίου. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη Ικονίου.



Τι καταλάβαμε που ήρθαμε εδώ;

(Μαρτυρία Γεωργίου Κοπάση, Αθήνα – Αποσπάσματα)

Κόκκινα χαλιά, δάφνες και μυρτιές στην προκυμαία της Σμύρνης, για να περάσει

ο Ελληνικός Στρατός. («Από την Εποποιία στην Καταστροφή»)

O ελληνικός στρατός πλησίαζε στο Άκσεχιρ στην Άγκυρα. Αποφάσισαν οι Τούρκοι να

στείλουν εξορία τους Έλληνες που ήταν κοντά σ’ αυτές τις περιοχές. Ήρθε και η

δική μας η σειρά. Εξόριζαν από τη Σίλλη και το Ικόνιο.

Ήταν το 1921. Έμενα με τους γονείς μου στο Ικόνιο. Κρυβόμουνα οχτώ μήνες στο

σπίτι, για να μη με βρούνε και με στείλουνε εξορία. Με πρόδωσε όμως μια

χανούμισσα που καθόταν απέναντί μας. Τα ‘χαμε χαλάσει γι’ αυτό. Ήμουνα τότε 17

χρονών…

Ήταν κι άλλοι κρυμμένοι στο Ικόνιο σαν κι εμένα. Άλλα δεκαοχτώ πρόσωπα. Μας

έπιασαν όλους.

Στο μεταξύ ήρθε σεφκιάτ* με εξόριστους από το Ναζλί, απ’ εκείνα τα μέρη. Ήταν

τετρακόσιοι νοματαίοι, από 12 ως 80 χρονών. Πεινασμένοι, ψειριασμένοι,

κουρελήδες, αξιοθρήνητοι. Μας βάλανε τους δεκαοχτώ Κονιαλήδες μαζί μ’ αυτούς.

Ξεκινήσαμε για την εξορία από το Ικόνιο, ακριβώς Χριστούγεννα του 1921. Κρύο,

παγωνιά, 1,5 μέτρο χιόνι… Μας βάλανε στο τρένο, κατεβήκαμε στο Ουλούκισλα.

Απ’ εκεί με τα πόδια στη Νίγδη. Μείναμε εκεί μια βραδιά σε χάνια. Την άλλη

μέρα ξεκινήσαμε πεζή για την Καισάρεια.

Αυτοί που είχαν έρθει απ’ το Ναζλί ήταν άντρες, γυναίκες, παιδιά. Περπατούσαν

μέρες στα χιόνια. Από τις κακουχίες είχαν πέσει τα φρύδια και τα μαλλιά τους·

δεν ξεχώριζες αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Σε λίγο θα παθαίναμε κι εμείς τα

ίδια.

Από την Καισάρεια τραβήξαμε στο Σιβάς**. Τη μέρα κάναμε 15-20 χιλιόμετρα·

δεν μπορούσαμε παραπάνω από τα χιόνια και την εξάντληση. Τα βράδια

κοιμόμασταν στα χάνια που βρίσκαμε πάνω στο δρόμο. Δε μας βάζανε στα χωριά απ’

τις ψείρες.

Από την Καισάρεια ως το Σιβάς περπατούσαμε εννιά μέρες συνέχεια. Είχαμε πια

εξαντληθεί. Μείναμε εκεί μια βδομάδα. Μας περιποιήθηκαν καθολικοί καλόγεροι

που είχαν εκεί σχολεία. Μας δώσανε ρούχα καθαρά, τρόφιμα.

Φτάσαμε στη Μαλάτεια. Στο μεταξύ, από τους τετρακόσιους είκοσι νοματαίους που

είχαμε ξεκινήσει από το Ικόνιο, μείναμε οι μισοί. Οι άλλοι είχαν πεθάνει. Καθε

μια δυο ώρες αφήναμε στο δρόμο ένα μισοπεθαμένο πάνω στα χιόνια.

Μια δυο βραδιές μείναμε στη Μαλάτεια. Απ’ εκεί τραβήξαμε στο Ελαζίζ. H

διαδρομή κράτησε τέσσερις πέντε μέρες. Κοντά στα άλλα είχαμε και τη ληστεία

των τζανdαρμάδων***. Κάθε βράδυ στα χάνια δίναμε στους τζανdαρμάδες που μας

συνόδευαν ένα είδος χαρατσιού, το λεγόμενο σελαμέτ παρασί****. Δηλαδή

πουρμπουάρ που μας έφεραν… σώους και αβλαβείς!..

Από το Ελαζίζ πήγαμε στο Σαρικαμίς. Και απ’ εκεί στο Ντιαρμπεκίρ, τέρμα της

εξορίας μας. Εκεί μας παράδωσαν στην τοπική αστυνομία. Είχαμε απομείνει εξήντα

εβδομήντα νοματαίοι…

Στο Ντιαρμπεκίρ δουλεύαμε στα τσιφλίκια των μπέηδων και αγάδων. Αυτοί

κυβερνούσανε στην ουσία. Ήταν ντόπιοι Κούρδοι. Ανυπάκοοι άνθρωποι. Ό,τι θέλανε

κάνανε.

Κάναμε βαριές δουλειές στα τσιφλίκια των μπέηδων. Καθαρίζαμε τους στάβλους.

Τις γυναίκες τις είχαν πάρει υπηρέτριες. Τις όμορφες για ερωμένες…

Δεν υπήρχε ασφάλεια στο Ντιαρμπεκίρ. Μέρα μεσημέρι σε σκοτώνανε για το

παραμικρό, για να σου πάρουν το φέσι ή άλλο ασήμαντο πράμα.

Ένα βράδυ καθώς πήγαινα σπίτι με το μεγάλο μου αδελφό Ευγένιο, 22 χρονών, μας

σταμάτησαν στη μεγάλη γέφυρα, μέσα στο Ντιαρμπεκίρ, ένοπλοι Κούρδοι για να μας

ληστέψουν. Αντισταθήκαμε. Σκότωσαν τον αδερφό μου. Εγώ πρόλαβα και έφυγα.

Μια μέρα κόλλησαν από την κυβέρνηση κάτι χαρτιά στους τοίχους. Ήταν καλοκαίρι

του 1924. Έγραφαν αυτές οι προκηρύξεις ότι θα γίνει Mουbαdελέ, δηλαδή

Ανταλλαγή. Μας κάλεσαν στην αστυνομία, μας πήραν τα στοιχεία και μας εφοδίασαν

με πιστοποιητικά που έδειχναν ότι ήμασταν ανταλλάξιμοι.

Τραβήξαμε προς το Χαλέπι. Κάναμε είκοσι μέρες πεζοπορία. Κάθε βράδυ μάς

ληστεύανε στο δρόμο. Στο Χαλέπι ησυχάσαμε. Ήταν τότε γαλλική κατοχή. Μας

περιποιηθήκανε πολύ στο Χαλέπι, και οι χριστιανοί Σύριοι και οι Άραβες

μουσουλμάνοι. Τέσσερις μήνες μείναμε. Αναλάβαμε, ανακτήσαμε δυνάμεις και το

ηθικό μας.

Απ’ το Χαλέπι πήγαμε στη Βηρυτό. Εκεί μείναμε τέσσερις πέντε μήνες. Έπιασα

δουλειά κοντά σ’ ένα μαύρο μουσουλμάνο Σύριο. Έκανα το γκαρσόνι.

Εκεί, η αλήθεια, μας βοήθησε το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Μας έδωσε ρούχα και

τρόφιμα. Το ελληνικό προξενείο προπαγάνδιζε να πάμε στην Ελλάδα. Εκεί, λέει,

θα μας έδιναν αποζημίωση για τις περιουσίες που είχαμε εγκαταλείψει στην

πατρίδα. Θα μας έδιναν σπίτια. Μας έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Αν θέλαμε,

μέναμε εκεί. Ήταν πλούσιος τόπος η Συρία. Ο ξάδερφός μου έβγαλε του κόσμου τα

λεφτά. Ακόμα έχει και ιδιωτικό αεροπλάνο.

Από τη Βηρυτό φύγαμε το 1925. Μας δώσανε δεκαπέντε ημερών ξηρά τροφή και

ήρθαμε με πλοίο στην Ελλάδα. Με το «Αρχάγγελος» νομίζω. Τι καταλάβαμε που

ήρθαμε εδώ; Δεν πήραμε τίποτα από όσα μας τάξανε.

H αποζημίωση που μας δώσανε είναι ψίχουλα απέναντι στις περιουσίες που

εγκαταλείψαμε.

* αποστολή, ** Σεβάστεια, *** χωροφύλακες, **** το τουρκ. salamet:

υγεία, σωματική ακεραιότητα, και para: χρήματα