Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Νίγδης. Φερτέκι.

Το Φερτέκι (σημερινό Uzumlu) βρίσκεται 111 χλμ. ΝΔ της Καισάρειας και 5 χλμ. Δ

της Νίγδης, στα νοτιοανατολικά κράσπεδα του ανατολικού Mελενdίζ (ορεινό

συγκρότημα Χασάν νταγ – Mελενdίζ νταγλαρί). Οι κάτοικοί του τη στιγμή της

Ανταλλαγής ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (126 οικογένειες – 430 άτομα) και Τούρκοι

(2.500 άτομα περίπου). Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη του Ικονίου. Είχε

σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.



Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς!

(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου, Θεσσαλονίκη)

Άποψη κεντρικού δρόμου της Φιλαδέλφειας, μετά την απελευθέρωσή της.

(Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Τον καιρό του Κεμάλη, δυο χρόνια είχαμε στο Φερτέκι στρατό και κομαντατούρ.

Επιτάξανε τ’ αμπέλια μας και βγάζανε εκείνοι το σπίρτο. Απ’ το στρατό μας ήρθε

το χαμπάρι. Ένας στρατιώτης μου είπε:

– «Γιαγιά, εμείς τώρα θα φύγουμε απ’ το Φερτέκι, όμως κοντεύει να σηκωθείτε κι

εσείς για το Γιουνανιστάν». – «Μάνα μου, πώς λες τέτοιο λόγο;» του είπα. Δεν

τον πίστεψα. Σ’ έξι μήνες μας σηκώσανε απ’ την πατρίδα.

Πρώτα ήρθαν οι πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα. Στα σπίτια μας ίσια τους έστελναν. Δε

σε ρωτούσαν. Άνοιγαν το σπίτι σου και καθόταν καταγής. Δε μιλούσες. Φοβόσουν.

Έμειναν μαζί μας ωσότου φύγαμε.

Έτσι μαυρισμένη σαν την είδαμε την εκκλησιά μας, όλοι κλαίγαμε.

Δεν έγινε κανένα κακό όταν σηκωθήκαμε. Οι παλιοί Τούρκοι μας ερχότανε μας

αγκάλιαζαν. Κλαίγανε: «Αμάν! Γιατί φεύγετε; Ποιος σας σκολάει;». Εμείς 15

Αυγούστου κοινωνήσαμε στου παπαδιού το σπίτι – δεν είχαμε πια εκκλησιά την

είχαμε αδειάσει – και 17 Αυγούστου βγήκαμε στο δρόμο, 1924 ήτανε. 75 χρονώ

είμαι. Πολλά ξέχασα. Αυτές τις χρονολογίες δεν τις ξεχνώ, γιαβρούμ!

Εμείς δεν περάσαμε από τη Νίγδη.

Παρτίδες φύγαμε απ’ το χωριό, κατευθείαν για το Ουλούγισλα. Παρτίδες φτάσαμε

στη Μερσίνα. Και μπήκαμε στα βαπόρια, λίγοι λίγοι, ανακατεμένοι με άλλους.

Μόνο στον Άι-Γιώργη στον Πειραιά, στην καραντίνα στα σύρματα, συναντηθήκαμε

πάλι πολλοί πατριώτες μαζί.

Για τα βαπόρια, για τα σύρματα ζητάς τώρα να σου πω; Αμάν, πολλά τραβήξαμε

στην Ελλάδα! Στα βαπόρια πολύ βασανιστήκαμε. Πολλή ζέστη. Πολύς κόσμος.

Βρώμικα ήταν. Ζέστα, σεφιλίκι*. Αρρωσταίναμε. Πολλοί από δυσεντερία πεθαίνανε.

Χωρίς μετάληψη. Μια πέτρα στο λαιμό τους βάζανε. Στη θάλασσα τους ρίχνανε.

Ντούουμ!… έκαναν. Έκλεινα τ’ αυτιά μου να μην ακούω..

Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά.

Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε.

Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε.

Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε.

Έκλαιγα, φώναζα:

– Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες!

Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα

ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω. Είκοσι μέρες κράτησε.

* Κακοπάθεια

Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε

Από τον Άι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας

φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι

ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε.

Αμάν, ρεζιλίκι!

Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα,

φώναζα, έκλαιγα!

– Εμείς έχομε λεφτά! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε

ζητιάνοι εμείς!

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:

– Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε.

Μετά μας είπαν βρήκαν χωριό για να εγκατασταθούμε. Δεν ήταν χωριό. Τσιφλίκι

παλιό ενός Τούρκου ήτανε. Στην αρχή, δεκαπέντε είκοσι μέρες στα σκηνιά μας

είχανε. Έπειτα μας δώσανε παράγκες. Σιγά σιγά βολευτήκαμε.

Χειμώνα μας ανεβάσανε στα Μαριανά. Ήρθε η άνοιξη. Καλά ήτανε. Έπειτα όμως το

καλοκαίρι, τι κουνούπια ήταν εκείνα! Αμάν! Εμείς αμάθητοι ήμαστε. Σεφιλίκια

περάσαμε, μέσα τα Αυγούστου 15 όλοι στην ψάθα πέσαμε. Πολλοί πεθάναν τότε.

Τότε πέθανε και η μάνα μου. Πολύ φοβηθήκαμε πάλι. Άντε! να φεύγουμε πάλι απ’

τα Μαριανά. Πήρα κι εγώ τα παιδιά μου και ήρθα πίσω στη Θεσσαλονίκη μαζί με

τους άλλους. Όσοι μείναμε ζωντανοί στη Θεσσαλονίκη, μας φέρανε εδώ στην

Τούμπα. Βάλαμε στην ξυλένια εκκλησιά το εικόνισμα του Ταξιάρχη μας. Μπήκαμε κι

εμείς στα θαλάματα*. Έπειτα μας χτίσαν σπίτια.

Όταν πια μπήκαμε σε σπίτι, πολύ χαρήκαμε.

– Αλήθεια, σε σπίτι είμαστε; λέγαμε.

Μέσα στη νύχτα σηκωνόμαστε. Πηγαίναμε στο εικονοστάσι και προσκυνούσαμε. «Δόξα

σοι, ο Θεός!»

Έπειτα κι αυτό το συνηθίσαμε.

* Στρατιωτικοί θάλαμοι

30. 9. 1953