Το παραπάνω εκκλησιαστικό άδεται κατά τις αρτοκλασίες: τα επαγγελματικά

σωματεία την ημέρα που εορτάζει ο άγιος-προστάτης καθενός προσκομίζουν στην

εκκλησία μεγάλους άρτους, ένα πεντανόστιμο μισόγλυκο ψωμί, που τους ευλογεί ο

ιερουργός κληρικός και κατόπιν τους τεμαχίζουν (άρτου κλάσις) και τους

μοιράζουν στα μέλη τους, σε συγγενείς και φίλους.

Γιατί έκανα αυτή την εισαγωγή; την έκανα γιατί η εφημερίδα που με φιλοξενεί

φαίνεται πως μαζί με μισεί: εκεί που έκανα τις ωραίες μου διακοπές, στις

δροσιές μου και στα δέντρα μου, στον ωραίο μου Άγιο Λαυρέντιο, στις 20

Αυγούστου και στη σελίδα 57 δημοσίευσε μια είδηση με τον τίτλο

«Πολυεκατομμυριούχος ένας στους 106 Έλληνες»· έκατσα λοιπόν να την διαβάσω

ολόκληρη – κακό της κεφαλής μου, που λένε στην Κρήτη! Και ποιο είναι το

κριτήριο για να χαρακτηριστεί ο ένας στους 106 Έλληνες πλούσιος; έχει, λέει,

τραπεζικές καταθέσεις τουλάχιστον 250.000 δολάρια, ήτοι τουλάχιστον 250.000

ευρώ.

H σύγχυσή μου, που είχε αρχίσει ήδη από τον τίτλο, άρχισε να φουντώνει: πάνω

από 100.000 Έλληνες έχουν τραπεζικές καταθέσεις τουλάχιστον 250.000 ευρώ. Και,

ασφαλώς, εννοείται: πέρα από σπίτια, ομόλογα, μετοχές, αυτοκίνητα, σκάφη και

ό,τι άλλο. Και γιατί, θα με ρωτήσετε, συγχύστηκα και μάλιστα τόσο πολύ; είναι

απλό: εγώ, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, πανταχόθεν κατονομάζομαι υψηλόμισθος·

μέχρι που να νιώθω ένοχος! πολύ περισσότερο που γνωρίζω ότι στην κατηγορία μου

δεν είμαστε δα και τόσο πολλοί· πώς λοιπόν συμβαίνει εγώ ο υψηλόμισθος να μην

είμαι ένας στους 106; πώς συμβαίνει να μην είμαι ούτε ένας στους 1.060; πώς

συμβαίνει να μην είμαι ούτε ένας στους 10.600, αν συνυπολογίσουμε αυτοκίνητα

(στον πληθυντικό), σπίτια (επίσης), μετοχές, ομόλογα κ.λπ.; – και, βέβαια,

είναι καλύτερα να μη μιλήσω για την άλλη, την πολύ πονεμένη ιστορία, το ύψος

της σύνταξης· εκεί να δείτε ύψος!

Πώς γίνονται λοιπόν όλα αυτά; πώς και πού παράγεται αυτός ο πλούτος, που κάνει

ώστε ένας άλλος και όχι ο υψηλόμισθος λειτουργός του κράτους να είναι ο ένας

από τους 106 «εκατομμυριούχους»; Νομίζω πως το γνωρίζουμε όλοι: αυτός ο

«άλλος» είναι, χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος της αγοράς· της ελεύθερης

λεγόμενης· της θεσμικής, της παραθεσμικής και της παράνομης. Είναι ο άνθρωπος

που εκμεταλλεύεται τις εκατοντάδες μορφές παραγωγής κέρδους στους χώρους της

παραοικονομίας κυρίως και του λεγόμενου μαύρου χρήματος. Γιατί στη θεσμική που

την είπα, τη νόμιμη, αγορά οι αποδόσεις είναι λίγο πολύ προσδιορισμένες –

πρόκειται για θεσμοθετημένες υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα. Αλλά και

εδώ η αγορά προσφέρει επάλληλες και παράλληλες δυνατότητες για πολλαπλασιασμό

των αποδόσεων – ήταν πάντοτε αυτό κεντρικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας της

αγοράς· να παρέχει στον ισχυρό κεφαλαιούχο τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται το

αγαθό-εμπόρυευμα, ό,τι και αν είναι αυτό, σε όλους τους σταθμούς του ταξιδιού

του προς τον τελικό καταναλωτή.

Τα πράγματα γίνονται βέβαια πολύ πιο περίπλοκα – και πολύ πιο κερδοφόρα – όσο

η παγκοσμιοποίηση ισχυροποιείται· όσο δηλαδή εντάσσει σε όλες τις φάσεις

λειτουργίας της αγοράς όλο και περισσότερους χώρους· όσο εντάσσει στην αγορά

όλο και πιο νέα αγαθά-εμπορεύματα. Κυρίως, όμως, το νέο στην παγκοσμιοποιημένη

αγορά είναι αυτά τα νέα, τα αόρατα εμπορεύματα που θα μπορούσαν, αδίκως, να

ονομαστούν τεχνογνωσία· λέω αδίκως γιατί είναι πολλά, με πολλά πλοκάμια –

είναι η αγοραπωλησία του νέου ερωτήματος: πώς το κάνεις· αυτό που κάνεις, αυτό

που θέλεις να κάνεις. Κάτι που παραπέμπει στην αύξηση της παραγωγής και της

διάθεσης στην αγορά νέας τεχνολογικής σκέψης και νέων τεχνοκρατικών ιδεών.

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η αγορά αυτών των προϊόντων και η διακίνηση των παλαιών

εμπορευμάτων, με τους τρόπους που προσφέρει η νέα τεχνογνωσία, είναι οι χώροι

όπου πολλαπλασιάζεται ραγδαία το κέρδος. Πρόκειται για μια διαδικασία που πολύ

δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί, όχι από την κοινωνία – ούτε συζήτηση για τέτοια

δυνατότητα, αλλά από το κράτος· εννοείται: από τα κράτη, για να μη νομίζουμε

ότι ο λόγος αφορά τα ελληνικά πράγματα. Στο πεδίο αυτό βρίσκεται, νομίζω, το

καίριο πρόβλημα: σ’ αυτά τα νέα αγαθά-εμπορεύματα (το εννοώ το «αγαθά», στην

κυριολεξία του μάλιστα) που καταιγιστικά εισέρχονται στην παγκοσμιοποιημένη

αγορά και διαχέουν κέρδη – και πολλά άλλα που δεν είναι της ώρας – με μια

περίπου αόρατη κίνηση, από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη, πώς είναι δυνατό

να οργανωθεί αποτελεσματικός έλεγχος (με την καλή έννοια του όρου) από το

κράτος και, κυρίως, από την κοινωνία; που θα πει, σε τελευταία ανάλυση: πώς

είναι δυνατόν τα τεράστια κέρδη να διοχετεύονται στην ανάπτυξη της κοινωνίας

και η ιδεολογία που παράγεται από όλη αυτήν τη διαδικασία (ούτε αυτό είναι της

ώρας) να οδηγεί σε απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων;

H απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είναι καθόλου απλή, καθόλου εύκολη· ας

θεωρήσουμε ότι σήμερα κατατέθηκαν μερικές σκέψεις. Θα ακολουθήσουν κι άλλες,

γιατί τα ζητήματα για επεξεργασία που έχουν θέσει οι νέες πραγματικότητες δεν

είναι μόνον αυτά που σημείωσα εδώ και όσα άλλα προκύπτουν εμμέσως· η κίνηση,

άλλωστε, της Ιστορίας γίνεται πια με αστρικές ταχύτητες και δεν ξέρω πώς θα

την προλάβουμε. Ελπίζω μόνον να απάντησα γιατί δεν είμαι ο ένας από τους 106,

ούτε από τους 1.060, ίσως ούτε από τους 10.600! Πάντως, για να θυμηθώ τον

τίτλο του σημερινού σημειώματος, δεν κινδυνεύω να «πεινάσω», ούτε να πτωχεύσω,

αφού δεν είμαι «πλούσιος»· αλλά, δυστυχώς, επειδή δεν «εκζητώ τον Κύριον»,

ίσως «ελαττωθήσομαι παντός αγαθού»!

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.