Κάποτε ήταν «ο Ψηλός και ο Κοντός» που είχαν γίνει ο εφιάλτης των τραπεζών.

Τώρα ένα νέο δίδυμο ληστών προκαλεί «πονοκέφαλο» στην Αστυνομία.

Οι ληστές με τη βαριοπούλα έχουν ήδη «χτυπήσει» πέντε φορές υποκαταστήματα

τραπεζών.

Την ίδια ώρα όμως, οι ληστείες εις βάρος τραπεζών έχουν ήδη κάνει ρεκόρ, αφού

στο πρώτο οκτάμηνο του χρόνου φέτος, έγιναν περισσότερες απ’ όσες όλη την

περσινή χρονιά.

Το νέο δίδυμο των ληστών δρα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Το χαρακτηριστικό τους

είναι ότι χρησιμοποιούν μια βαριοπούλα με την οποία σπάνε μια τζαμαρία και

εισβάλλουν στην τράπεζα το μεσημέρι, την ώρα που οι πόρτες έχουν κλείσει για

τους πελάτες και οι υπάλληλοι κάνουν καταμέτρηση των χρημάτων για να κλείσουν

τα ταμεία.

Το δίδυμο εμφανίστηκε τους τελευταίους μήνες και το τελευταίο χτύπημα ήταν στο

υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στους Αγίους Αναργύρους – σε κεντρικότατο

δρόμο μάλιστα. Οι δύο ληστές, που περιγράφονται ως μετρίου αναστήματος και

νεαροί, έσπασαν με τη βαριοπούλα την τζαμαρία της εισόδου, εισέβαλαν στο

κατάστημα, ακινητοποίησαν τους υπαλλήλους με όπλα και εξαφανίστηκαν αφού πήραν

75.000 ευρώ. H Αστυνομία ελπίζει τώρα ότι ίσως καταφέρει να τους εντοπίσει

αφού οι κινήσεις τους έχουν καταγραφεί στο βίντεο ασφαλείας της τράπεζας.

«Σαν… ανάληψη»

Όμως οι ληστείες είναι πλέον υπόθεση ρουτίνας: «Το ίδιο εύκολη υπόθεση όπως

μια ανάληψη» λέει αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.

H αστυνομία μάλιστα, καταλογίζει στις τράπεζες την ευθύνη για τα μέτρα

ασφαλείας, που αν και συμφωνήθηκαν, εντούτοις δεν ελήφθησαν:

«Είναι αδύνατο να φρουρούμε και τα 1.500 υποκαταστήματα. Το κόστος για την

τοποθέτηση συστημάτων ασφαλείας είναι υψηλότερο από μια πιθανή ληστεία. Έτσι,

σε πολλά υποκαταστήματα δεν υπάρχουν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα» λέει

χαρακτηριστικά αξιωματικός.

H περυσινή χρονιά ήταν μια από τις χειρότερες για τις ελληνικές τράπεζες, αφού

έγιναν 130 ληστείες.

Ήδη όμως μέχρι χθες ο αριθμός αυτός ξεπεράστηκε και έφτασε τις 135 εφέτος, ενώ

απομένουν άλλοι τέσσερις μήνες μέχρι το τέλος του χρόνου.

Κανένα μέτρο αστυνόμευσης

Την άποψη της Αστυνομίας συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό και οι τραπεζικοί

υπάλληλοι. Όπως λένε εκπρόσωποι της ΟΤΟΕ, περίπου στο 80% των 1.500 τραπεζικών

καταστημάτων του Λεκανοπεδίου, όπου οι ληστείες τραπεζών αποτελούν καθημερινό

φαινόμενο, τα μέτρα αστυνόμευσης θεωρείται ότι δεν τηρούνται ούτε κατ’

ελάχιστον.

Στο 90% των τραπεζών δεν έχουν τοποθετηθεί οι απαραίτητες θωρακισμένες πόρτες,

απουσιάζουν τα ειδικά αλεξίσφαιρα τζάμια στα ταμεία, ενώ παρά τις

επανειλημμένες συστάσεις των αρμόδιων οργάνων, ακόμα και το σύστημα καταγραφής

με κάμερες λειτουργεί τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικά και ελάχιστα

προσφέρει στον εντοπισμό των δραστών.

Επίσης σε ποσοστό που ξεπερνά το 90% δεν υπάρχουν οι ειδικευμένοι φρουροί που

θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη ληστεία.

«Ο Ψηλός, ο Κοντός» και ο «Γόης»

«Ο Κοντός και ο Ψηλός», ή κατά κόσμον ο Θεόδωρος Βασιλακάκης και ο

Μάριος Χατζής, ήταν οι ληστές που άφησαν εποχή. Μέσα σε ενάμιση χρόνο, από τον

Δεκέμβριο του 1993 έως τον Φεβρουάριο του 1995, λήστεψαν 14 υποκαταστήματα

τραπεζών και υποκατάστημα του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου στην Αττική.

Εξίσου «διάσημος» ληστής ήταν ο «γοητευτικός» Παύλος Μπάτσιος, ο οποίος

συνελήφθη όταν ένας… συνάδελφός του τού έκλεψε το αυτοκίνητό του. Το

χαρακτηριστικό στη δράση του Μπάτσιου ήταν ότι έλεγε «ευχαριστώ» στους ταμίες

των τραπεζών που λήστευε – «τόσα λεφτά μου έδιναν, να μην πω ένα ευχαριστώ;»

είπε μετά τη σύλληψή του -, ενώ πάντα έμπαινε στις τράπεζες με ακάλυπτο

πρόσωπο και καλοντυμένος, με προτίμηση στα ακριβά ρούχα.