Μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της

αποκλειστικά στη σταθερότητα των τιμών, αποτελεί πλέον σημαντικό στοιχείο της

λεγόμενης «οικονομικής αναμόρφωσης». Αυτό έχει ειπωθεί τόσες φορές, που έχει

γίνει τελικά πιστευτό. Όμως οι τολμηρές διαβεβαιώσεις, ακόμη κι όταν

προέρχονται από κεντρικούς τραπεζίτες, δεν πρέπει να υποκαθιστούν την έρευνα

και την ανάλυση.

H έρευνα δείχνει πως αν οι κεντρικές τράπεζες επικεντρώσουν την προσοχή τους

στον πληθωρισμό θα καταφέρουν να τον ελέγξουν. Ο έλεγχος του πληθωρισμού όμως

δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Είναι μόνο ένα μέσο για να επιτυγχάνεται

ταχύτερη και πιο σταθερή ανάπτυξη με λιγότερη ανεργία.

Αυτές είναι οι πραγματικές μεταβλητές που έχουν αξία και είναι λίγα τα

στοιχεία που δείχνουν ότι οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες που

επικεντρώνονται αποκλειστικά στη σταθερότητα των τιμών, τα καταφέρνουν στην

επίτευξη των στόχων σε ό,τι αφορά αυτές τις κρίσιμες μεταβλητές. Ο George

Akerlof, με τον οποίο κερδίσαμε μαζί το Νόμπελ Οικονομίας το 2001, αλλά και οι

συνάδελφοί του επιμένουν πως υπάρχει μια ιδανική τιμή πληθωρισμού που είναι

μεγαλύτερη από το μηδέν. Έτσι, το διαρκές κυνήγι της σταθερότητας των τιμών

βλάπτει, ουσιαστικά, την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Πρόσφατες

έρευνες μάλιστα φτάνουν στο σημείο να αμφισβητούν αν το να κυνηγά κανείς τη

σταθερότητα στις τιμές επηρεάζει – στον βαθμό που πιστεύεται – τη σχέση μεταξύ

πληθωρισμού και ανεργίας.

Μονόπλευρο ενδιαφέρον

Ο Joseph Stiglitz είναι Κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας 2001,

καθηγητής Οικονομικών στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κολούμπια, πρώην επικεφαλής

οικονομικών συμβούλων του προέδρου Κλίντον, πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας

Τράπεζας και συγγραφέας του βιβλίου «Globalization and its Discontents».

Το να επικεντρώνει κανείς την προσοχή του στον πληθωρισμό, ίσως είναι λογικό

για χώρες με μακρά ιστορία πληθωρισμού. Όχι όμως για κάποιες άλλες όπως είναι

η Ιαπωνία. H κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, η FED, έχει εντολή όχι μόνο να

εξασφαλίζει ότι υπάρχει σταθερότητα τιμών, αλλά και να προάγει την ανάπτυξη

και την απασχόληση. Στις ΗΠΑ υπάρχει ομοφωνία στο ότι η κεντρική τράπεζα

πρέπει να προάγει και τα τρία αυτά στοιχεία (σταθερότητα τιμών, ανάπτυξη και

απασχόληση), ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αντίθετα, η ανάπτυξη στην Ευρώπη εξασθενεί σήμερα, επειδή η EKT επιμένει να

επικεντρώνει την προσοχή της μονόπλευρα στον πληθωρισμό, χωρίς να προάγει την

οικονομική ανάπτυξη.

Τεχνοκράτες και «παίκτες» της αγοράς, που ωφελούνται από αυτήν την κατάσταση,

έχουν κάνει εντυπωσιακή δουλειά προσπαθώντας να πείσουν πολλές χώρες για τα

πλεονεκτήματα της πολιτικής αυτής. Όπως επίσης έχουν κάνει καλή δουλειά στο να

πείσουν ότι είναι σωστό να αντιμετωπίζεται η νομισματική πολιτική με

τεχνοκρατικό τρόπο, υπεράνω πολιτικών αποφάσεων. Αυτό θα ήταν σωστό, αν για

παράδειγμα, οι κεντρικοί τραπεζίτες είχαν μοναδικό καθήκον τους να διαλέξουν

ένα πρόγραμμα για υπολογιστές που θα χρησιμοποιούνταν για την εκκαθάριση

πληρωμών.

Ζήτημα πολιτικής

Όμως, οι κεντρικές τράπεζες παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν κάθε τομέα της

κοινωνίας, περιλαμβανομένων των ρυθμών ανάπτυξης και του ποσοστού ανεργίας.

Και επειδή πρέπει πάντοτε να γίνονται κάποιοι συμβιβασμοί, οι αποφάσεις αυτές

μπορούν να λαμβάνονται μόνο ως ένα μέρος μιας πολιτικής διαδικασίας.

Ακόμη κι αν ήταν αδύνατο να μειωθεί η ανεργία κάτω από κάποιο κρίσιμο σημείο

χωρίς να πυροδοτηθούν πληθωριστικές πιέσεις, υπάρχει αβεβαιότητα για το ποιο

ακριβώς είναι αυτό το κρίσιμο επίπεδο. Κατά συνέπεια, είναι αναπόφευκτο να

υπάρχει ρίσκο στις σχετικές αποφάσεις: Όταν η νομισματική πολιτική είναι πολύ

χαλαρή, υπάρχει ο κίνδυνος του πληθωρισμού. Αν είναι πολύ αυστηρή, μπορεί να

προκαλέσει αύξηση της ανεργίας, με όλα τα κακά που αυτό συνεπάγεται.

Το θέμα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ορθότητα των

αποφάσεων και ότι ένας προβλεπόμενος κίνδυνος είναι αναπόφευκτος. Το ποιος

επιβαρύνεται διαφέρει ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτικές, και η απόφαση

αυτή δεν μπορεί – ή τουλάχιστον δεν πρέπει – να αφήνεται στους τεχνοκράτες των

κεντρικών τραπεζών.

Οι εργαζόμενοι, για παράδειγμα, που έχουν πολλά να χάσουν αν η κεντρική

τράπεζα ακολουθήσει ιδιαίτερα αυστηρή νομισματική πολιτική, δεν εκπροσωπούνται

στο τραπέζι των αποφάσεων. Οι αγορές όμως – που δεν έχουν να χάσουν πολλά από

την αύξηση της ανεργίας, αλλά επηρεάζονται από τον πληθωρισμό – συνήθως

εκπροσωπούνται στο τραπέζι αυτό.

Πράγματι, πολλοί στην οικονομική κοινότητα καταλαβαίνουν λίγα πράγματα για το

πώς λειτουργεί το μακροοικονομικό σύστημα – και αυτό αποδεικνύεται από τα λάθη

τους στη διαχείριση του συστήματος αυτού. Για παράδειγμα, οι περισσότερες

υφέσεις στις ΗΠΑ από το 1945 και μετά έχουν προκληθεί επειδή η FED «έπεσε στα

φρένα» νωρίτερα απ’ ότι έπρεπε.

Όποια κι αν είναι τα πλεονεκτήματα του ενιαίου νομίσματος, εκείνοι που

συσκέπτονται στην Ευρώπη για το αν θα πρέπει να υιοθετήσουν το ευρώ, θα πρέπει

να αναλογιστούν αν είναι σκόπιμο να συνδέσουν τις τύχες τους με έναν θεσμό του

οποίου οι αδυναμίες είναι προφανείς. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να

αναλογιστούν, όχι μόνο την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, αλλά και το

ποιος τής δίνει κατευθύνσεις και ποιος την εκπροσωπεί. Χρειάζεται να

ισορροπήσουν τις ανησυχίες για την οικονομική αποτελεσματικότητα και για τη

δημοκρατική ευθύνη.

Πολίτες σε σύγχυση

Σε πολλές νέες δημοκρατίες οι πολίτες είναι μπερδεμένοι. Πρώτα τους εκθειάζουν

τις αρετές του νέου δημοκρατικού συστήματος και έπειτα τους λένε ότι οι

αποφάσεις για τα μακροοικονομικά – για τις οποίες και ενδιαφέρονται

περισσότερο – είναι πολύ σημαντικές για να λαμβάνονται με δημοκρατικές

διαδικασίες. Οι πολίτες προειδοποιούνται για τους κινδύνους του λαϊκισμού (τι

σημαίνει όμως λαϊκισμός – σημαίνει την επιθυμία των πολιτών;).

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Όμως σε περισσότερες χώρες από ό,τι θα έπρεπε

δεν υπάρχει ούτε δημοκρατικός διάλογος για τις εναλλακτικές λύσεις.

Project Syndicate, Ιούνιος 2003

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Γ. Κανελλόπουλος