Στην προηγούμενη επιφυλλίδα για το γεφύρι των Καμαρών και τις γέφυρες της

Βαγδάτης ή καλύτερα (και δικαιότερα) για τη γέφυρα των Καμαρών και τα γεφύρια

της Βαγδάτης – η διαφορά έγκειται σε ποιο χωριό ή χώρα αποδίδεται το

υπομειωτικό εδώ υποκοριστικό, κατά τον αρχικό σχηματισμό, όνομα (γεφύριον>

γεφύρι) – μνημόνεψα το ποίημα «H βάπτιση ή το χελιδόνισμα» της Στέλλας

Αλεξοπούλου από τη σπουδαία συλλογή της «Μουσών 9…» (Πλανόδιον, Αθήνα,

2002). Το ποίημα χωρίς να είναι το αρτιότερο της συλλογής, όσο διαρκούσε ο

φριχτός, αλλά κατά το ηθικό μέτρο οικτρός και ελεεινός πόλεμος κατά του Ιράκ

παρηγόρησε τη σκέψη, τη δική μου και άλλων, καθώς ακούω. Αυτό, είμαι βέβαιος,

δεν οφειλόταν κυρίως στο ότι είχε υπέρ αυτού την «πολιτική επικαιρότητα, που

άλλωστε απώλεσε νωρίς μετά το φιάσκο της δήθεν πολεμικής σύρραξης, για το

οποίο δεν ευθύνεται μόνο η κτηνώδης όσο και γελοιωδέστατη ηγεσία (δεν αποκλείω

καθόλου τη σιωπηρή τουλάχιστον συμπαιγνία και προσυνεννόηση αμερικανικών,

εβραϊκών και ιρακινών κέντρων ή παρακέντρων), αλλά και ένας αδρανής και

απονευρωτικός λαός. Στο ποίημα που θα σχολιάσουμε, έχει κατατεθεί ένας άλλος

«καιρός», αυτός της διαθρησκειακής επαφής λαών και πληρωμάτων που ευνοείται

(αλλά και επηρεάζεται) από την οικουμενικότητα και την κατά τόπους συγκυρία.

Ήρωας του ποιήματος είναι ένας νεαρός Άραβας, ονόματι Ασάφ, οικονομικός

μετανάστης, ιδιαίτερα σεμνός και αξιοπρεπής. Στις τρεις πρώτες στροφές η

ποιήτρια περιγράφει έτσι το παρουσιαστικό και την ομορφιά του προσώπου, ώστε

να αναδίδεται μια λεπτότατη αισθησιακή αύρα αυθεντικά λαϊκού, κατά τον

τροπισμό, εικονισμού, πιθανολογεί την ακριβή καταγωγή («Κούρδος ή Ιρακινός»)

και εικάζει με βεβαιότητα το θρήσκευμά του («Μουσουλμάνος χωρίς αμφιβολία»),

ως εάν η προσήλωση σε ένα κήρυγμα, δόγμα ή λατρεία αποτυπώνεται στην όψη και

στην παρουσία. Το πρόσωπο αυτό με το ανεπίληπτο ήθος και τον ακέραιο ανδρισμό

προκαλεί στην ποιήτρια θαυμασμό όχι άμοιρο έρωτα που εκείνος απορρίπτει με

διακριτικότητα και σεβασμό. Το «θαύμα» τελείται στην επόμενη και αποφασιστική

τέταρτη στροφή. H αφηγήτρια διεγερμένη η ίδια από μια δεύτερη,

συγκεφαλαιωτική, περιγραφή των χαρισμάτων του νέου άντρα, αισθάνεται να σκιρτά

η καρδιά της (και ερωτικά, το δίχως άλλο) και αποφασίζει να τον καλέσει, αλλ’

όχι με το αραβικό όνομά του, μολονότι δεν της ήταν άγνωστο («… σκίρτησε η

καρδιά μου και τον φώναξα/ με τ’ όνομα του Αγίου που γιόρταζε τη μέρα εκείνη:

/ – Χαράλαμπε! Κι αυτός γύρισε και με κοίταξε/ με μάτια Χριστιανού».

Δεδομένου ότι ο θεραπευτής άγιος Χαράλαμπος ή Χαραλάμπης – ο Νικόδημος ο

Αγιορείτης του αφιέρωσε, μεταφρασμένο και στα τουρκικά, παρακλητικό κανόνα «εν

καιρώ λοιμικής νόσου» – εορτάζεται στις 20 Φεβρουαρίου, προσδιορίζεται και η

ώρα του έτους κατά την οποία τελείται το μυστήριο της βάπτισης. Μόνο που εδώ η

«παλιγγενεσία» δεν επέρχεται με λουτρό ύδατος, ούτε και με ραντισμό ή επίχυση,

αλλά με ονοματισμό. H εκφώνηση – αγαπητική και ιμερική είν’ αλήθεια – του

Χριστιανικού ονόματος αρκεί κατά τρόπο σχεδόν μαγικό (;) και πάντως χωρίς η

ανάδοχος να κατηχήσει τον νεοφώτιστο, για την ανακαίνωση του πνεύματος του

απίστου και συνεπώς εμπεριέχει την απόταξη του πονηρού και τους εξορκισμούς

των γοητειών του πειρασμού.

Το ποίημα επιφυλάσσει μια θριαμβική τελευταία στροφή που ποιος δεν θα ευχόταν

να εύρισκε ικανά στηρίγματα στα όρια της ίδιας αυτής στροφής και κυρίως στο

προηγούμενο σώμα του ποιήματος.

Οπωσδήποτε το αρχικό κεφαλαίο της λέξης «Αγάπη» ελάχιστα καθιστά πιο πιστευτή

την αποκατάσταση μιας προπτωτικής πληρότητας και ευδαιμονίας που ευαγγελίζεται

ή μάλλον επιτελεί κατά το παρόν το ποίημα με όρους όχι βέβαια παύλειους αλλ’

έστω παπαδιαμαντικούς, όπως τους εκθέτει ο Σκιαθίτης σε τριτεύον κείμενό του:

«(η λέξη αγάπη)… παραμένει εν τη γλώσση το κατ’ εξοχήν περιπαθές και

εγκάρδιον ρήμα, δι’ ου εκφράζει (ο ελληνικός λαός) πάσαν στοργήν και πάντα

έρωτα και πάσαν αφοσίωσιν («το πάσχα»)».

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.