Περισσότεροι από 10.000.000 τραπεζικοί λογαριασμοί μοιράζονται συνολικές

καταθέσεις που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ. Στο απλό ταμιευτήριο, καταθέσεις

περίπου 60 δισ. ευρώ τοκίζονται με μέσο επιτόκιο 1,05%. Τραπεζικά στελέχη

εκτιμούν ότι περίπου 4 εκατ. καταθέτες λαμβάνουν επιτόκιο λιγότερο από 0,75%,

αφού έχουν κατά μέσο όρο κατάθεση μικρότερη από 3.000 ευρώ, ενώ το 70% των

καταθέσεων ταμιευτηρίου (σχεδόν 40 δισ. ευρώ) κυμαίνονται μεταξύ 2.500 ευρώ

και 30.000 ευρώ. Οι περισσότεροι από αυτούς παίρνουν επιτόκιο 1%. Για όσους

δεν θέλουν να αναλάβουν ρίσκο (π.χ. επενδύοντας σε μετοχές) ή για όσους δεν

διαθέτουν μεγάλα ποσά που μπορούν να δεσμεύσουν για χρόνια (π.χ. επενδύοντας

σε ομόλογα), τα μικρά επιτόκια ταμιευτηρίου δημιουργούν αδιέξοδα. Μάλιστα, αν

λάβει κανείς υπόψη του τον πληθωρισμό, τα επιτόκια αυτά είναι αρνητικά. Οι

προθεσμιακές καταθέσεις μπορούν σήμερα να προσφέρουν ετήσια επιτόκια που

φθάνουν το 2,65% για ποσά άνω των 5.000 ευρώ. Σε προθεσμιακές καταθέσεις

βρίσκονται κεφάλαια που ξεπερνούν τα 29 δισ. ευρώ. Όπως αναφέρουν τραπεζικά

στελέχη, η μεγάλη και παρατεταμένη πτώση στο Χρηματιστήριο αλλά και οι

συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων καταθέσεων, οδηγούν κάθε ημέρα νέους

αποταμιευτές στις καταθέσεις προθεσμίας. Υπολογίζεται ότι από τα τέλη του 2000

μέχρι σήμερα έχουν μεταφερθεί περίπου 2 δισ. ευρώ σε προθεσμιακές καταθέσεις.

Οι αποταμιευτές μπορούν να καρπωθούν υψηλότερα επιτόκια από το ταμιευτήριο

επιλέγοντας την προθεσμιακή κατάθεση. Οι καταθέσεις προθεσμίας μοιάζουν με

καταθέσεις ταμιευτηρίου, με τη διαφορά ότι οι τελευταίες «δεσμεύουν» τον

καταθέτη να αφήσει τα χρήματά του στην κατάθεση για συγκεκριμένο χρονικό

διάστημα που θα συμφωνήσει με την τράπεζα. Έτσι, υπάρχουν προθεσμιακές

καταθέσεις για διάφορες διάρκειες που ξεκινούν από μία ημέρα και φθάνουν

συνήθως το ένα έτος (μερικές τράπεζες προσφέρουν προθεσμιακές καταθέσεις και

για μεγαλύτερη διάρκεια).

Τα κριτήρια

Ο αποταμιευτής, πριν επιλέξει την προθεσμιακή κατάθεση που του ταιριάζει, θα

πρέπει πρώτα να εξετάσει δύο βασικούς παράγοντες:

* Πρώτον, για πόσο καιρό πιστεύει ότι δεν θα χρειαστεί τα χρήματά του.

* Δεύτερον, σε ποιο διάστημα δίνεται το μεγαλύτερο επιτόκιο.

Στις προθεσμιακές καταθέσεις υπάρχει συνήθως και άλλη μία προϋπόθεση: το ποσό

κατάθεσης. Συνήθως, οι τράπεζες δέχονται προθεσμιακές καταθέσεις για ποσά

μεγαλύτερα των 3.000 ευρώ. Μάλιστα, τα επιτόκια διαμορφώνονται ανάλογα με το

ποσό στις διάφορες διάρκειες. Σήμερα, τα υψηλότερα επιτόκια προσφέρονται για

μεγάλα ποσά (συνήθως πάνω από 60.000 ευρώ). Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που

όσο αυξάνονται τα κεφάλαια, μειώνονται τα επιτόκια.

Αυτό συμβαίνει επειδή το επιτόκιο της προθεσμιακής κατάθεσης προκύπτει τόσο

από τα τρέχοντα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς όσο και από τις ανάγκες

ρευστότητας που έχει η κάθε τράπεζα. Αν, για παράδειγμα, μια τράπεζα έχει

ανάγκες για ρευστότητα για μία ημέρα και για έναν μήνα, τα μεγαλύτερα επιτόκια

θα τα προσφέρει γι’ αυτά τα διαστήματα. Για τον λόγο αυτό, τα επιτόκια στις

προθεσμιακές καταθέσεις αλλάζουν καθημερινά, ενώ είναι διαπραγματεύσιμα με τον

πελάτη. Δηλαδή ο πελάτης, ανάλογα με το πορτοφόλι του, τη σχέση του με την

τράπεζα, αλλά και με τις ανάγκες της τράπεζας για ρευστότητα εκείνη την ημέρα,

μπορεί να πετύχει υψηλότερα επιτόκια από αυτά που αναφέρονται επισήμως.

Διακοπή προθεσμιακής

Τι γίνεται, όμως, αν ο αποταμιευτής χρειαστεί τα χρήματά του νωρίτερα από τη

λήξη της προθεσμιακής κατάθεσης; Σε όλες τις περιπτώσεις ο καταθέτης παίρνει

τα χρήματά του πίσω όποτε θέλει, ακόμη κι αν τα έχει «δεσμεύσει» σε

προθεσμιακή κατάθεση για πολλούς μήνες. Όμως, θα επιβαρυνθεί με ένα «πέναλτι»,

το οποίο διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα. Στη χειρότερη περίπτωση το πέναλτι

μπορεί να του αφαιρέσει τους τόκους μέχρι τη στιγμή που «σπάει» την

προθεσμιακή κατάθεση. Ποτέ, όμως, δεν θα του αφαιρεθεί το κεφάλαιο. Συνήθως,

το πέναλτι αυτό είναι ένα ποσοστό που αφαιρείται από τους τόκους για τους

μήνες που δεν άφησε τα χρήματα ο αποταμιευτής στην κατάθεση. H ποινή αυτή

κυμαίνεται στην αγορά μεταξύ 1% και 5%. Σε όλες τις περιπτώσεις ο αποταμιευτής

πρέπει να ζητεί διευκρινίσεις από την τράπεζα σχετικά με το ύψος και τον τρόπο

που υπολογίζεται η ποινή.

Ένα παράδειγμα

Έστω ότι η προθεσμιακή κατάθεση αφορά ποσό 100.000 ευρώ, για έξι μήνες, με

επιτόκιο 1,71%. Ο αποταμιευτής ζητάει τα χρήματά του τον τέταρτο μήνα (δηλαδή

δύο μήνες πριν). Τότε η τράπεζα του δίνει πίσω το κεφάλαιο (100.000 ευρώ) και

τους τόκους που αναλογούν για τους τέσσερις μήνες (570 ευρώ). Από το ποσό αυτό

αφαιρείται η φορολογία 15%. Άρα, οι καθαροί τόκοι είναι 484 ευρώ. Στη

συνέχεια, υπολογίζεται η ποινή (π.χ. 4% στους τόκους για τους υπόλοιπους δύο

μήνες), που είναι 660 ευρώ. H ποινή αυτή αφαιρείται από τους καθαρούς τόκους.

Επειδή, όμως, είναι μεγαλύτερη από τους τόκους, η τράπεζα επιστρέφει στον

καταθέτη το κεφάλαιο (100.000 ευρώ). Αν η ποινή ήταν 2%, ο επενδυτής θα

έπαιρνε το κεφάλαιο (100.000 ευρώ) και τόκο περίπου 200 ευρώ.

Το κόλπο με τις διάρκειες

Για κάθε διάρκεια, η προθεσμιακή κατάθεση προσφέρει διαφορετικό επιτόκιο.

Συνήθως, για μικρότερες διάρκειες τα επιτόκια είναι υψηλότερα. H ύπαρξη

διαφόρων χρονικών διαρκειών προσδίδει στις προθεσμιακές καταθέσεις ένα ακόμα

πλεονέκτημα: η ετήσια απόδοση (για το ίδιο επιτόκιο) είναι μεγαλύτερη για τον

αποταμιευτή όταν τοκίζεται πολλές φορές μέσα στον χρόνο. Για παράδειγμα, το

ετήσιο επιτόκιο 2% που τοκίζεται μία φορά τον χρόνο είναι 2%. Αν τοκίζεται

δώδεκα φορές (π.χ. ο αποταμιευτής διαλέξει μηνιαίες προθεσμιακές καταθέσεις

και τις ανανεώνει συνεχώς με το κεφάλαιο και τον τόκο), το ετήσιο επιτόκιο

είναι 2,2%.

Σημειώνεται ότι οι τράπεζες παρουσιάζουν τα επιτόκια στις διάφορες

διάρκειες των προνομιακών καταθέσεων σε ετήσια βάση (ετήσιο επιτόκιο). Επίσης,

τα επιτόκια είναι συνήθως ονομαστικά, δηλαδή πριν από τους φόρους. Οι

προθεσμιακές καταθέσεις φορολογούνται με συντελεστή 15%.