Δεν χρειάζεται να αναφερθεί κανένας αναλυτικότερα στα Ομηρικά Έπη, στην

Μπαχαβαράτα των Ινδών, στο έπος Καλεβάλα των Φινλανδών. Στο άσμα του Ρολάνδου,

στα άσματα των Νιμπελούνγκεν και πίσω στην Αινειάδα, στον Όσιαν κ.λπ. Από την

άλλη οι Αιγύπτιοι, αρχαίος λαός, δεν έχουν ένα ανάλογο αφηγηματικό άσμα, αλλά

το υποκατέστησαν με την έξοχη αφηγηματική τους ζωγραφική και τη μνημειώδη

γλυπτική, όπου σε πολύπτυχα αποτύπωναν, π.χ., τις μεγάλες επικές μάχες στο

Καντές, αποκρούοντας τους «λαούς της θάλασσας». Σ’ αυτόν εδώ τον τραγικό τόπο

χρειάστηκε τουλάχιστον τρεις φορές να πραγματώσουμε τη γοητευτική και

σχηματική υπόθεση ότι κάθε λαός διανύει την επική, τη λυρική και την τραγική

του περίοδο. Η δεύτερη αναδίπλωση του μοντέλου ήταν τα Ακριτικά Έπη, όταν το

γένος μας άρχισε να αρθρώνει νέο λόγο και να βιώνει νέα ήθη, εγκαινιάζοντας τη

νεοελληνική του περίοδο. Προσωπικά και ενστικτωδώς θεωρώ πως με τον

«Ερωτόκριτο» επιχειρήσαμε μια τρίτη στροφή, της οποίας την τραγική απόληξη

βιώνουμε διανύοντάς την ΤΩΡΑ.

Πράγματι, μετά την επική και ηρωική του περίοδο, ένας λαός, αφού καταλήγει σ’

ένα «ταξίδι» αυτογνωσίας, μπαίνει στον λυρισμό. Χωρίς να εμπλακώ στο ακανθώδες

πρόβλημα πόσοι και ποιοι ή ποιος ο ποιητής των Ομηρικών Επών, δεν μπορώ να

αγνοήσω πως το ήθος των ανθρώπων της «Ιλιάδας» διαφέρει τελείως από το ήθος

του οδυσσειακού ανθρώπου. Στον κλειστό κόσμο της «Ιλιάδας» κυριαρχεί μια

αλαζονεία, ένα πείσμα φιλότιμου, ευθιξίας, αυτάρκειας, ενώ στον ανοιχτό χώρο

της οδυσσειακής περιπλάνησης κυριαρχούν η πολυπραγμοσύνη, ο αυτοσχεδιασμός, τα

τεχνάσματα, οι τεχνικές προσαρμογής στις συνθήκες, οι στρατηγικές διαφυγής, το

ατομικό συμφέρον και, εντέλει, η πάση θυσία και με όποιο τίμημα επιβίωση.

Η «Οδύσσεια» είναι το στοίχημα του ανθρώπου με τον κόσμο, η αποθέωση

του ατομισμού, ο αγώνας της αυτοβεβαίωσης και της διακύβευσης, άρα ο

προθάλαμος του λυρισμού.

Ο λυρισμός είναι ένα φίλτρο που καθαρίζει τις ποικίλες και συχνά συγκεχυμένες

περιπλανήσεις, τις συγκρούσεις, τα αδιέξοδα του οδυσσειακού ταξιδιού και της

εμπειρίας του «έξω» κόσμου. Βιωματικός, συναισθηματικά φορτισμένος, γνωμικός,

διδακτικός, ο λυρισμός είναι εντέλει ιζηματικός. Ηρωισμοί και παλικαριές,

θυμοί και κτηνωδίες, δίψα πλούτου, πλιάτσικο, βιασμοί και από την άλλη η

γνωριμία με πολλά άστεα και η γνώση των «νόων» καθιζάνουν, κατασταλάζουν, όπως

στη ζύμωση του μούστου και, αφού μείνει στον πάτο του βαρελιού η τρυγία, ο

οίνος λαμπικαρισμένος κρατάει τις ουσίες, τη γεύση, το άρωμα της γης και των

ιχνοστοιχείων του αμπελώνα. Ο οίνος είναι η ανάμνηση των ριζών του. Έτσι και ο

λυρισμός – άλλοτε αφρώδης, άλλοτε μπρούσκος, άλλοτε γλυκός – μεταφέρει στις

αισθήσεις το άρωμα και τη γεύση, τη μνήμη των ημερών. Η καλλιέργεια της

αμπέλου είναι μέριμνα πολλών, η απόλαυση όμως του κρασιού είναι προσωπική και

καθένας για το ίδιο βαρέλι έχει διαφορετική γευστική εμπειρία.

Όταν ο Παλαμάς την επομένη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου καλούσε τους Έλληνες να

μεθύσουν «με τ’ αθάνατο κρασί τού ’21» θεωρούσε πως καθένας ξεχωριστά και όλοι

μαζί, ανεξάρτητα από ιδεοληψίες, ιστορικές εκτιμήσεις, γωνίες λήψης και

πρόληψης, είχαμε μια κοινή και αποδεκτή «γεύση» του απελευθερωτικού και, ως εκ

τούτου, μεθυστικού κρασιού της ιδρυματικής πράξης της νέας φάσης της εθνικής

μας συνείδησης.

Όλα όσα προηγήθηκαν είναι για να στρέψω την προσοχή μας σε μια ποιητική κατ’

αρχάς στροφή της ποίησης του καιρού μας (και μένω στην ελληνική, προσιτή στον

έλεγχο καθενός) προς μια σχεδόν νοσηρή ιδιωτεία. Πάντα ο λυρισμός είχε

τουλάχιστον δύο διακριτές εκδηλώσεις. Μια γνωμική, διδακτική, προτρεπτική που

απευθυνόταν ο ποιητής-πολίτης στους συμπολίτες του, είτε να τους διδάξει, να

τους φρονηματίσει, να τους προβάλει πρότυπα, σύμβολα, θεμέλια, αρετές,

σωσίβια, αγαθές μνήμες ή οικεία κακά, να τους επαινέσει, να τους μαλώσει, να

τους χειραγωγήσει ή να τους αποτρέψει από λάθη, να υποδείξει τα επικίνδυνα, τα

αμαρτωλά, τα διαλυτικά ελαττώματα, να στιγματίσει το κοινωνικό κακό, την

αδικία, να προβάλει όραμα κοινό βίου ή να περιγράψει παρηγορητικούς

παραδείσους ή μεταθανάτιες σωτηρίες ή τιμωρίες.

Υπάρχουν βέβαια και οι ατομικές εσωστρεφείς φωνές που δημοσιοποιούσαν

προσωπικά βάσανα, ματαιώσεις, προδοσίες, ερωτικούς χειμάρρους και επώδυνους

χωρισμούς, βάσανα της ξενιτιάς, εξομολογήσεις ενώπιον του τετελεσμένου, φόβους

θανάτου και λυτρωτικές απογειώσεις. Από τη μια ο Σόλων, ο Πίνδαρος, ο Αλκμάν

και από την άλλη η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, ο Ανακρέων. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο

Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Παπατσώνης, αλλά από την άλλη ο Καβάφης,

ο Καρυωτάκης.

Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, με τις μεγάλες κυρίως συνθέσεις τους,

απευθύνθηκαν στον ιστορικό Έλληνα και στη συνείδηση του πολίτη. Ένα μεγάλο

μέρος, όμως, της ποίησής τους ανήκει στον λυρισμό της προσωπικής εμπειρίας. Το

ίδιο συμβαίνει και με πολλούς από τους μεταπολεμικούς μας ποιητές: ο

Αναγνωστάκης, ο Παπαδίτσας, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος απευθύνονται στο συλλογικό

υποσυνείδητο των συμπολιτών τους και όταν καταφεύγουν στον κλειστό κόσμο του

υποκειμένου δεν αποκλείουν ταυτόχρονα και την επικοινωνία.

Μετά το ’60, και με σημαντική πύκνωση την τελευταία εικοσαετία, ο

ιδιωτικός καημός, η περίκλειστη, σχεδόν μυστική, τελείως προσωπική εμπειρία

είναι η ύλη του λυρισμού. Σημαντικότατοι ποιητές με κατεκτημένα τα εκφραστικά

εργαλεία, απαλλαγμένοι από τις γλωσσικές ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και

φανατισμούς του παρελθόντος, χειριστές ποικίλων στυλ, από την ανειμένη έκφραση

έως τις αρχαιότερες και δοκιμασμένες φόρμες της παράδοσης, καταθέτουν μια

λυρική φωνή ειρωνική, υπονομευτική, καρυωτακικής καταγωγής, αλλά με σύμβολα

αμφίσημα, ασαφή, με νύξεις αινιγματικές και εμπειρίες αμετάδοτες. Η ποίηση

αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη (γνώμη ενός φανατικού αναγνώστη της ποίησης

κι όχι ενός ειδικού), έτσι όπως είναι ακοινώνητη (με όλες τις σημασίες αυτής

της λέξης – εκτός του κοινωνείν, εναντίον του κοινωνείν, αποκλείοντας

συνειδητά κάθε επικοινωνείν) προοιωνίζεται κάτι, κατά τη γνώμη μου πάντα,

συνταρακτικό. Θύοντας στη μοναξιά, στην απομόνωση, στην αποξένωση και στο

ατομικό σωσίβιο, προοιωνίζεται την είσοδο στην επερχόμενη τραγική περίοδο του

πολιτισμού μας.