Από ψυχιατρικά τεστ θα περάσουν την ερχόμενη πενταετία 50 χιλιάδες Έλληνες

αστυνομικοί! Ο λόγος; Να διαπιστωθεί ποιοι «φρουροί του νόμου» είναι ικανοί να

οπλοφορούν. Ο στόχος; Να αποτελέσουν παρελθόν οι… εκπυρσοκροτήσεις

υπηρεσιακών περιστρόφων και οι υπερβάσεις καθήκοντος.

Αυτό προβλέπει σχέδιο νόμου του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, με το οποίο

θεσπίζονται αυστηρότεροι κανόνες, περιορισμοί, αλλά και ποινικές κυρώσεις για

τη χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς. Σύμφωνα με αυτό, στο εξής

απαγορεύεται ρητά στους αστυνομικούς να πυροβολούν εναντίον:

* Ανηλίκων (εκτός κι αν απειλείται εξαιτίας τους η ζωή άλλων ατόμων).

* Ατόμων τα οποία δεν δέχθηκαν να υποβληθούν σε νόμιμη εξέταση και

προσπάθησαν να διαφύγουν.

* Ένοπλων ομάδων (διαδηλωτών), όταν υπάρχει κίνδυνος να πληγούν πρόσωπα

που διαδηλώνουν ειρηνικά.

* Δραστών, όταν υπάρχει κίνδυνος να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή αμέτοχων

προσώπων.

Με την προώθηση ενός σύγχρονου σχεδίου νόμου που εκπόνησαν υπηρεσιακοί

παράγοντες και ειδικοί πανεπιστημιακοί επιστήμονες, το αρμόδιο υπουργείο

επιχειρεί για πρώτη φορά να ορίσει με «απόλυτη σαφήνεια» τις συνθήκες και τις

προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες ένας αστυνομικός μπορεί να κάνει χρήση του

όπλου του.

«Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη μετάλλαξη του εγκλήματος προς τις

βιαιότερες μορφές και ταυτόχρονα να διασφαλίσουμε την προστασία των

δικαιωμάτων των πολιτών από κάθε υπερβολή και κατάχρηση των αστυνομικών

οργάνων», επισήμανε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης,

«εκσυγχρονίζουμε το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο αποτελεί ένα νομικό

απολίθωμα που ισχύει από την περίοδο της γερμανικής κατοχής»!

Διάκριση στη χρήση

Για πρώτη φορά γίνεται διάκριση στη χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς,

έτσι ώστε να λειτουργούν «ανάλογα με τη σοβαρότητα τής κάθε περίπτωσης». Έτσι,

ορίζεται ως πρώτη ενέργεια του αστυνομικού ο πυροβολισμός για εκφοβισμό και

ακολούθως ο πυροβολισμός κατά πραγμάτων. Στην περίπτωση που υπάρχει άμεσος

κίνδυνος, ο αστυνομικός πυροβολεί με αποκλειστικό στόχο την ακινητοποίηση του

δράστη. Η ύστατη λύση της εξουδετέρωσης επιτρέπεται μόνο για τις περιπτώσεις

κατά τις οποίες ο αστυνομικός βρίσκεται σε αυτοάμυνα ή για την προστασία

τρίτων προσώπων.

Επειδή, ωστόσο, η εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων απαιτεί την άρτια

εκπαίδευση των αστυνομικών, το αρμόδιο υπουργείο, με το σχέδιο νόμου

προσβλέπει στη συστηματική εκπαίδευση των αστυνομικών καθ’ όλη τη διάρκεια της

υπηρεσίας τους. Αυτό επιτυγχάνεται με ετήσιες και περιοδικές εκπαιδεύσεις.

Προς αυτή την κατεύθυνση, επίσης, οι Έλληνες αστυνομικοί, για πρώτη φορά στο

σύνολό τους, θα κληθούν να δώσουν τα δικά τους… πιστοποιητικά «ψυχικής

καταλληλότητας», τα οποία θα καθορίζουν εάν είναι ικανοί να φέρουν τον

υπηρεσιακό τους οπλισμό. Η διαδικασία ελέγχου του συνόλου του αστυνομικού

προσωπικού θα διαρκέσει πέντε χρόνια και για τον λόγο αυτό το αρμόδιο

υπουργείο πολύ σύντομα προτίθεται να προχωρήσει στη στελέχωση των Υγειονομικών

του υπηρεσιών με 55 ψυχολόγους και 3 ψυχιάτρους.

Βαριές «καμπάνες» και αφαίρεση του όπλου

Τον «αφοπλισμό» μιας μεγάλης κατηγορίας αστυνομικών προβλέπει μεταξύ άλλων το

νέο σχέδιο νόμου.

Στην κατηγορία των αστυνομικών που δεν επιτρέπεται να οπλοφορούν

περιλαμβάνονται οι αστυνομικοί των γραφείων, αυτοί που βρίσκονται σε

αναρρωτική άδεια ή σε διαθεσιμότητα για πειθαρχικούς λόγους. Δίνεται ακόμα το

δικαίωμα στους ιεραρχικά προϊσταμένους να αφαιρούν το όπλο του αστυνομικού

όταν εκτιμούν ότι γίνεται κακή χρήση για λόγους υγείας ή παραβιάζονται οι

κανόνες για την ασφαλή φύλαξή του.

Στο νέο σχέδιο νόμου καθορίζονται και οι προϋποθέσεις κατοχής και οπλοφορίας

και για τα ιδιωτικά όπλα των αστυνομικών. Οι διατάξεις γίνονται αυστηρότερες

και απαιτείται άδεια αγοράς και άδεια κατοχής και οπλοφορίας. Στις περιπτώσεις

που ο αστυνομικός υποχρεούται να παραδώσει τον υπηρεσιακό οπλισμό του,

ανακαλείται και η άδεια κατοχής και οπλοφορίας και υποχρεούται να παραδώσει

και το ατομικό του όπλο. Αυστηρές είναι οι ποινικές κυρώσεις για την πλημμελή

φύλαξη του όπλου και για την παράνομη παράδοσή του σε άλλον. Η πλημμελής

φύλαξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.