Σκηνές σαν κι αυτή θα βλέπουμε στις προσόψεις των κτιρίων στο μέλλον. Οι

Diller-Scofidio προτείνουν μια οθόνη-μεγεθυντικό φακό, στην οποία προβάλλονται

επεισόδια που καταγράφουν βιντεοκάμερες στο εσωτερικό του συνεδριακού κέντρου

Κατά έναν περίεργο τρόπο οι απανωτές συλλήψεις των μελών της 17 Νοέμβρη ήρθαν

να συμπληρώσουν το αφόρητο κενό νοήματος, στο οποίο βρέθηκε η λέξη από τα

ηλίθια φληναφήματα που συνόδεψαν την προβολή τού «Big Brother».

Ψήγματα και των δύο αυτών εκδοχών μπορεί να συναντήσει κανείς στην έκθεση

«Μεγάλος Αδελφός: Αρχιτεκτονική και Παρακολούθηση», που παρουσιάζεται στο

δραστήριο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με την επιμέλεια του Μέμου

Φιλιππίδη. Η αναφορά στο διάσημο τηλεοπτικό reality show είναι ήδη

αναγνωρίσιμη στον τίτλο, ενώ «υποψήφιο θύμα της τρομοκρατικής οργάνωσης» είναι

ο υποθετικός πελάτης της «διασκορπισμένης κατοικίας» που σχεδίασε ο Χρήστος

Παπούλιας και συμπεριλαμβάνεται στα εκθέματα.

Εντούτοις, αν μας ενδιαφέρει πράγματι το θέμα, πρέπει να πάρουμε τα πράγματα

με τη σειρά τους. Το 1785 ένας ευγενής Βρετανός, αφοσιωμένος στη φιλοσοφία του

Δικαίου, ο Τζέρεμι Μπένθαμ, επινόησε ένα πρότυπο φυλακής, το περιβόητο

«Πανοπτικόν», που προκάλεσε μακροσκελείς και πολύχρονες συζητήσεις. Ο σκοπός

του, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν ευρύτερος: η ανανέωση των εκπαιδευτικών και

εργασιακών θεσμών, έτσι ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα και να

εξευρεθεί «ένας νέος τρόπος κυριαρχίας ενός μυαλού πάνω σε ένα άλλο». Αξίζει

να περιγράψουμε πώς ήταν το «πανοπτικό» σύστημα του Μπένθαμ. Στο κέντρο της

ακτινωτής διάταξης των κελιών βρισκόταν ένας κεντρικός πυργίσκος. Κάθε κελί

διέθετε δύο ανοίγματα, ένα εξωτερικό – που αναλάμβανε τον ρόλο της φωτεινής

πηγής – και ένα εσωτερικό, τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στον φύλακα του

πυργίσκου να ελέγχει συνεχώς τις κινήσεις, τις χειρονομίες και τη συμπεριφορά

κάθε κρατουμένου.

Εύκολα διαπιστώνουμε ότι η «πανοπτική» μηχανή τού Μπένθαμ μετατόπισε, στα τέλη

του 18ου αιώνα, το σωφρονιστικό ενδιαφέρον από τη βίαιη ακινητοποίηση του

ανθρώπινου σώματος στην «κυριαρχία πάνω στο μυαλό». Σήμερα, βέβαια, η

συμβολική σημασία ενός τέτοιου συστήματος είναι εύγλωττη, από τη στιγμή που οι

κοινωνίες που ακολούθησαν δοκίμασαν με άλλους τρόπους την εσωτερίκευση του

βλέμματος του επιτηρητή στην οποία στόχευε ο Μπένθαμ. Στ’ αλήθεια φαντάζεστε

κάποιον αποτελεσματικότερο τρόπο «κυριαρχίας ενός μυαλού πάνω σ’ ένα άλλο» από

τα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας;

Η αντιστροφή είναι προφανής, όπως και προφητικός χαρακτήρας της μελέτης

του Μπένθαμ, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τη σημασία της φωτεινής πηγής τόσο στην

«πανοπτική» μηχανή του Μπένθαμ όσο και στον τηλεοπτικό διάδοχό της. Στο

πέρασμα του χρόνου τα συστήματα ελέγχου μεταμορφώθηκαν ριζικά, άρχισαν να

διαχέονται, όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό χώρο, με τρόπο

λαθραίο και αλαζονικό, μόλυναν τα πεδία της επικοινωνίας, συστήνοντας μια

«αρχιτεκτονική του φόβου».

Ένα τέτοιο ερεθιστικό θέμα ήταν φυσικό να συγκεντρώσει εδώ και δεκαετίες το

ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών, ερευνητών αλλά και στοχαστών, όπως ο Μισέλ

Φουκό, ο οποίος το 1975 έγραψε ένα διαφωτιστικό βιβλίο, τη «Γέννηση της

φυλακής: Επιτήρηση και τιμωρία». Κοινός στόχος μοιάζει να είναι η

«μικροφυσική» και οι μηχανισμοί των διαφόρων μορφών ελέγχου και επιτήρησης που

υφιστάμεθα.

Ο Thomas Υ. Levin επιμελήθηκε πριν από μερικούς μήνες μια μεγάλη έκθεση στο

Κέντρο για τις Τέχνες και τα Media (Zkm) της Καρλσρούης, με το γενικό τίτλο

«Control Space: Οι ρητορικές της παρακολούθησης από τον Μπένθαμ στον Μεγάλο

Αδελφό». Μολονότι ο Levin αποτελεί ιδεώδη συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στις δύο

εκθέσεις (συμμετέχει με κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης των Αθηνών), οι

διαφορές είναι επίσης φανερές: με ανθρωπολογικό ορίζοντα και πιο

πολυσυλλεκτική η έκθεση της Καρλσρούης (συμπεριλαμβάνει καλλιτέχνες,

φωτογράφους, σκηνοθέτες και αρχιτέκτονες)· πιο «ενσωματωμένη» στις

τεχνολογικές φαντασιώσεις και αμιγώς αρχιτεκτονική η έκθεση του Εθνικού

Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Αν και μοιάζει ανόητο να συγκρίνει κανείς δύο εκθέσεις με διαφορετικές

προδιαγραφές, δυνατότητες και πόρους, το επιχειρώ απλά και μόνο για να

επισημάνω ότι οι περισσότεροι από τους περιορισμούς της έκθεσης της Αθήνας

προέρχονται από τους περιορισμούς της αρχιτεκτονικής κουλτούρας, η οποία

μοιάζει να κινείται βραδύτερα. Χωρίς να λείπουν ευφυείς υποθέσεις (όπως η

διάφανη συμπλήρωση του ακρωτηριασμένου κτιρίου Φιξ από την ομάδα Tessera),

ακόμη και η αξιοποίηση του πολιτικού υποστρώματος του θέματος (όπως το σπίτι

του υποψήφιου θύματος της τρομοκρατίας), υπερέχει ο παροξυσμός των άυλων

τεχνολογιών, οι οποίες προαναγγέλλουν το μέλλον της «αρχιτεκτονικής των 24

ιντσών».

«Πανοπτικό» σύμπαν

Το πραγματικό θέμα της έκθεσης δεν είναι τόσο η σχέση της αρχιτεκτονικής με

την «παρακολούθηση», αλλά το θάμβος του ψηφιακού σύμπαντος, το οποίο έχει εξ

ορισμού «πανοπτικό» χαρακτήρα. Το ζήτημα είναι βέβαια γενικότερο. Είναι, για

παράδειγμα, διάχυτη η εντύπωση ότι υπολογίσιμο και εκλεκτό κομμάτι μιας

νεώτερης γενιάς αρχιτεκτόνων στρέφεται περισσότερο στον άκτιστο ψηφιακό κόσμο

απ’ ό,τι στην υλικότητα του κτισμένου. Ο Μέμος Φιλιππίδης έστησε την έκθεση με

σαφήνεια, για να δείξει ακριβώς ότι η αρχιτεκτονική σήμερα οδηγεί στο έπακρον

τις μεταστάσεις της τεχνικής που καλλιέργησε ο μοντερνισμός, με πρώτη απ’ όλες

τη θεαματική γοητεία των media.

INFO

«Μεγάλος Αδελφός: Αρχιτεκτονική και Παρακολούθηση», ΕΜΣΤ, Λ. Καλλιρρόης και

Φραντζή, μέχρι 25 Αυγούστου 2002: protocol@emst.culture.gr

Ctrl [Space]: «Rhetorics of Surveillance from Bentham to Big Brother»: http: //ctrlspace.zkm.de

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας