Α’

ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

Βιαζόταν πάντα και δεν περίμενε καθώς οι άλλοι ήσυχα – ήσυχα τον

θάνατό του. Φαίδρος Μπαρλάς [Αυτόχειρ]

Ακούστηκαν πολλές απόψεις όταν αυτοκτόνησε αναπάντεχα πέρυσι τον χειμώνα.

Ανάμεσά τους ήταν και ετούτη η φράση που δημοσιεύτηκε σε ένα πρωτοσέλιδο

εκείνων των ημερών: «Ένας δυστυχισμένος νέος, που – όμως – δεν μόχθησε για

τίποτε στη ζωή του».

Είναι αλήθεια. Η οικογένειά του είχε οικονομική άνεση. Εκείνος θα μπορούσε να

είχε τα πάντα. Και είναι επίσης αλήθεια πως, αφότου πέθανε, το ίχνος του

έσβησε γρήγορα και πολύ σύντομα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Τον

ξεχάσαμε πολύ γρήγορα εκείνον τον ευκατάστατο νεαρό αυτόχειρα.

Ακόμα και τώρα, όμως, νομίζω ότι σε ένα πράγμα στάθηκε τυχερός. Πέρασε το

τέρμα με ευκολία. Και μπροστά σε αυτό που εμείς διστάζουμε, εκείνος μας

προσπέρασε με μιαν αστόχαστη δρασκελιά.

***

Β’

Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΒΙΒΛΙΑ

Get stewed: Books are a load of crap. Philip Larkin [Study of Reading

Habits]

Ήταν μανιακός αναγνώστης. Διάβαζε απείθαρχα και χωρίς σύστημα ό,τι έπεφτε στα

χέρια του. Δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία, στις εφημερίδες,

στα γυναικεία περιοδικά, στα διαφημιστικά φέιγ-βολάν. Ήταν πειθαρχημένος

συλλέκτης. Ό,τι διάβαζε, έπρεπε οπωσδήποτε να κρατηθεί στο ακέραιο. Συσσώρευε

βουνά ολόκληρα από άχρηστα χαρτιά. Μέχρι και μια αφίσα στον δρόμο αν διάβαζε,

έπρεπε να την ξεκολλήσει από τον τοίχο. Τα αριστουργήματα της παγκόσμιας

λογοτεχνίας έβοσκαν στα ράφια του ανάμεσα σε αυτοκόλλητα διαφημιστικά

κλειδαράδων, σε ενοικιαστήρια και σε αποδείξεις αγορών.

Το διαμέρισμά τους έμοιαζε με σουρεαλιστικό σκηνικό. Ολόγυρα ορθώνονταν παντού

στοίβες παλιόχαρτα, βιβλία και περιοδικά. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με παλιά

ημερολόγια και αφίσες καρφιτσωμένες η μία πάνω στην άλλη, που σε μερικά σημεία

δημιουργούσαν ένα στρώμα πάχους κάμποσων εκατοστών. Μύριζε μούχλα.

Η παραμικρή απρόσεκτη κίνηση σήκωνε ένα πυκνό, στεγνό και στυφό στη γεύση

νέφος σκόνης, που αιωρείτο ακίνητο για πολλές ώρες, μια και τα παράθυρα του

σπιτιού παρέμεναν ερμητικά κλειστά.

Το κακό απλωνόταν σαν εξανθηματική αρρώστια. Το ακριβοθώρητο υλικό του αρχικά

στοιβαζόταν στους διαδρόμους. Αργότερα κατέκλυσε όλα τα δωμάτια του σπιτιού,

εκτός από την κρεβατοκάμαρα, που εξακολουθούσε να την υπερασπίζεται με σθένος.

Εις μάτην του φώναζαν πως η κατάσταση είχε παραγίνει και πως πολύ σύντομα δεν

θα μπορούσε πια να τα βγάλει πέρα με την πληθώρα των εντόμων που ευημερούσαν

τρώγοντας τα πολυκαιρισμένα χαρτιά.

Είχε παγιδευτεί σε έναν τρομακτικό φαύλο κύκλο. Τον κατάτρεχε ένας

ψυχαναγκαστικός φόβος, μια απελπισία, που όσο πιο πολύ διάβαζε, τόσο

περισσότερο τον τρομοκρατούσε.

Στα δεκαεννιά του είχε μπερδευτεί τόσο, που σχεδόν δεν μπορούσε να σκεφτεί.

Ξεκινούσε να μιλήσει και οι αντικρουόμενες απόψεις, οι διαψεύσεις, οι λογής

δημοσιοποιημένες γνώμες, οι αναφορές, ξεπηδούσαν εκρηκτικά από το μυαλό του

και έφτιαχναν ένα νεφέλωμα που οδηγούσε σε μακρινούς, ακροβατικούς συνειρμούς,

έτσι που καμιά σκέψη ποτέ να μην τελειώνει, να μην αποκρυσταλλώνεται σε

συμπέρασμα, αλλά να παραδέρνει στο διηνεκές από το ένα βιβλίο στο άλλο, από

τον έναν συγγραφέα στον άλλον, από το άρθρο μιας εφημερίδας στη διαφήμιση

κάποιου καλλυντικού, και μετά σε ένα άλλο βιβλίο, και σε καινούργιους

συγγραφείς, και συνέχεια, στο άπειρο…

Τότε διάβασε τη βιογραφία του Ναθαναήλ Χώθορν. Μια παραδειγματική ζωή τού

αποκαλύφθηκε. Όπως και ο αναχωρητής Αμερικανός λογοτέχνης, έτσι και εκείνος θα

έπρεπε να αυτοεγκλειστεί στο δωμάτιό του. Και όπως ο συγγραφέας του Άλικου

Γράμματος παρέμεινε για χρόνια στο «απαίσιο δωμάτιο όπου κατάκτησε τη

δόξα», έτσι και εκείνος θα έπρεπε να παραμείνει κλειδωμένος στο σπίτι χωρίς να

βλέπει κανέναν παρά μόνο τη μητέρα του, και αυτή χωρίς να μιλούν, παρά να

διατηρούν την επικοινωνία τους στο ελάχιστο δυνατό, και μόνο όταν θα είναι

απολύτως απαραίτητο, τότε να συνεννοούνται με νοήματα. Κλείστηκε λοιπόν στο

σιωπηλό σπίτι. Αποφάσισε να ενδυθεί τον μανδύα του ασκητή και να αφοσιωθεί

στην ανάγνωση συναξαρίων. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Τη μητέρα του δεν ήθελε να

την βλέπει. Το διαμέρισμά τους είχε μεταβληθεί σε ερημητήριο. Αντί για

ανθρώπους, εκείνος ζούσε συντροφιά με τις φριχτές ζωές των αρχαίων αγίων.

***

Η σκήτη του ήταν έξι χιλιόμετρα μακριά από το μοναστήρι. Σε ένα

ύψωμα πάνω από τον ποταμό Σαρόβκα, καμωμένη από στρογγυλά

κούτσουρα, κρυβόταν ανάμεσα στα αιωνόβια έλατα η φτωχική καλύβα

του. Το μοναδικό δωμάτιο είχε για επίπλωση μια εικόνα στη μια

γωνιά, μια θερμάστρα στην άλλη, ένα κούτσουρο για κάθισμα και

μια στάμνα.

Τρεφόταν μόνο μ’ ένα χόρτο που λεγόταν αιγοπόδιο…

Νηστεύοντας έτσι, έλεγε, το σώμα του νηστευτή γίνεται διάφανο

και ανάλαφρο, η εσωτερική ζωή τελειοποιείται και εκδηλώνεται με εξαίσια

οράματα, οι εξωτερικές αισθήσεις είναι σαν να καταργούνται και ο νους

εγκαταλείποντας τη γη, ανυψούται προς τον ουρανό και βυθίζεται στη

θεωρεία του πνευματικού κόσμου.

Χίλιες μέρες και χίλιες νύχτες κάτω από τον ουρανό, γονατιστός πάνω

σε μια πλατιά πέτρα κραύγαζε προς τον κρυμμένο Κύριο.

Ποιος ξέρει πόσους στεναγμούς άκουσαν τα άγρια πουλιά, πόσες κραυγές

τα αγρίμια, πόσα δάκρυα θείας αγάπης θα ήπιε η θλιμμένη γη.

[Ο βίος του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ]

***

Γ’

Η ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

The scene is turn’d, my joys are gone; Robert Burton. [The Anatomy of

Melancholy]

Τον θυμήθηκα σαν μια συμπτωματική ανάμνηση που αναδύθηκε στο μυαλό μου

στιγμιαία. Το υπόλειμμα κάποιας ξεχασμένης εντύπωσης του περασμένου χειμώνα.

Μια αδικαιολόγητη περίπτωση κρυπτομνησίας χωρίς σημασία, και κάτι λίγα

σπαράγματα από εφημερίδες και λόγια του δρόμου.

Είχα μπει στο ζαχαροπλαστείο την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Η σιγή ακουγόταν σαν

μουσική υπόκρουση του απογεύματος. Μόνοι πελάτες δύο καλοβαλμένες γραίες,

κάθονταν σιωπηλές. Και η μια σιωπή άκουγε την άλλη. Αναγνώρισα το πρόσωπο της

μητέρας του. Ήταν αμίλητη και η μορφή της θύμιζε ακατέργαστο χωμάτινο

προσωπείο. Την είδα να σκύβει αργά και να κινεί τα ρυτιδιασμένα χείλη της

κοντά στο πρόσωπο της γριάς που καθόταν αντικρυστά στο μαρμαρένιο τραπεζάκι.

Έτσι – φαντάστηκα – θα ακουγόταν και η δική του φωνή. Σαν ξέπνοος αχός.

***

Δ’

ΟΤΑΝ ΠΛΕΟΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΗΤΑΝ ΑΧΡΗΣΤΑ

Ι cannot sit and think. Books think for me. Charles Lamb [Detached

thoughts on books and reading]

Έμεινε κλεισμένος στο σπίτι για δεκατρείς μήνες, από τη στιγμή δηλαδή εκείνη

που αποφάσισε να καταδυθεί στον κόσμο των σελίδων. Το διαμέρισμα ήταν

σκοτεινό, ο αέρας ήταν βαρύς, υγρός. Πρωτόγνωρη αποφορά πολιόρκησε τα

ρουθούνια τους όταν πέρασαν το κατώφλι της εξώπορτας. Μούχλα, σαπισμένο χαρτί

και ξινίλα πτωμαΐνης. Δεν άναψαν τα φώτα. Προχώρησαν προσεχτικά, χωρίς μιλιά.

Είχαν παγώσει. Απέφυγαν όσο μπορούσαν τους τοίχους που ήταν κατάστικτοι από

χαρτιά, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων καρφιτσωμένα στον εύθρυπτο σοβά.

Προχώρησαν ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων, ψηλές ως το ταβάνι. Ο διάδρομος θύμιζε

δίοδο νεκρικού θαλάμου. Τα χαρτιά ήταν φαγωμένα, διάτρητα, ενώ κάτω από τις

σόλες των παπουτσιών έτριζαν τα περιττώματα των ποντικών. Παντού η ίδια

εικόνα. Ρυπαρά όρη από κιτρινισμένο χαρτί, που έφτιαχναν περίεργες σκιές και

βρωμοκοπούσαν. Αισθάνθηκαν σαν να εξερευνούσαν ξεχασμένη κρύπτη αιγυπτιακής

πυραμίδας.

Στάθηκαν μπροστά στην πόρτα του υπνοδωματίου του. Η χαραμάδα έχασκε φωτεινή

μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού. Η μητέρα του έκλαιγε σιωπηλά κρατώντας την

παλάμη στο στόμα. Πήραν μια βαθιά ανάσα, κοιτάχτηκαν και έσπρωξαν την πόρτα.

Ήταν σκυμμένος πάνω στο γραφείο και διάβαζε στο φως του λαμπατέρ με έναν

τεράστιο μεγεθυντικό φακό. Τους αναγνώρισε αμέσως. Σηκώθηκε αργά. Ήταν

κάτωχρος. Το δέρμα του είχε λεπτύνει και, άτριχο όπως ήταν, είχε πάρει

μεταξένια υφή, ήταν σχεδόν διάφανο και οι φλέβες φέγγιζαν μέσα του μαβιές σαν

ηλεκτρικά καλώδια. Ήταν πολύ αδυνατισμένος. Οι ώμοι του σχεδόν τετράγωνοι, τα

πόδια του κάτισχνα. Η κοιλιά του κρεμόταν πλαδαρή. Ήταν μισόγυμνος. Τα μαλλιά

του ήταν ακατάστατα, αλλού μακριά και φουντωτά, αλλού άτσαλα κομμένα, του

έδιναν απόκοσμη όψη. Είχε γίνει ένα σκιάχτρο, ένα αερικό. Ήταν χλωμός, τα

μάτια του σε άθλια κατάσταση, πρησμένα, κατακόκκινα, με θολές κόρες και

στεφανωμένα από μαύρους κύκλους που τα έσπρωχναν βαθιά στις κόγχες του

κρανίου. Στάθηκαν σαστισμένοι μπροστά του. Τότε εκείνος κάθησε με δυσκολία

στην καρέκλα του και άρχισε να τους διαβάζει σηκώνοντας τον μεγεθυντικό φακό

μπροστά στο δεξί του μάτι. Η φωνή του είχε και αυτή γεράσει πρόωρα.

***

Τα μεσάνυχτα αρκούδες, λύκοι, λαγοί και αλεπούδες,

σαύρες και ερπετά μαζεύονταν γύρω από το ερημητήριο. Ο π.

Σεραφείμ, Θεός κατά χάριν, τούς ήταν προσιτός όπως άλλοτε ο

Αδάμ στον Παράδεισο. Σαν τέλειωνε τον κανόνα του, έβγαινε ο

ασκητής με την τρυφερή καρδιά και τάιζε τους φίλους του.

Την 1η Ιανουαρίου 1883, ημέρα Κυριακή, ο ερημίτης πήγε στον

ναό και κοινώνησε στη Θεία Λειτουργία. Ασπάστηκε τους αδελφούς,

τους ευλόγησε και αποσύρθηκε στο κελί του σέρνοντας με βία τα πόδια

του.

Στις έξι περίπου το πρωί ο αδελφός Παύλος αισθάνθηκε μια μυρωδιά καπνού να

‘ρχεται από την είσοδο. Βγήκε τότε μέσα στο σκοτάδι και άρχισε να

φωνάζει.

Έτρεξαν τότε οι αδελφοί και σπρώχνοντας με βία την πόρτα όρμησαν μέσα στο

κελί. Ένα κερί έκαιγε αργά κάτι βιβλία και κομμάτια από πανί.

Ψηλαφώντας μέσα στο σκοτεινό κελί, οι αδελφοί μοναχοί έφτασαν κοντά

στον γέροντα. Έφεραν ένα καντηλέρι. Μέσα στο ιλαρό φως είδαν τον

άνθρωπο του Θεού γονατιστό. Μπροστά του ανοιχτό το Ευαγγέλιο και τα

χέρια του σταυρωμένα στο στήθος κάτω από τον μεγάλο χάλκινο σταυρό, τη

μητρική ευλογία. Δοκίμασαν να τον ξυπνήσουν, τα μάτια του όμως

παρέμειναν κλειστά. Ο γέροντας Σεραφείμ είχε κοιμηθεί εν Κυρίω.

[Ο βίος του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ]

Δεν διάβασε άλλο. Φαινόταν χαμένος. Ίσως είχε καταλάβει πως όλα τέλειωσαν. Δεν

έφερε καμιά αντίσταση. Τον πήραν σαν παιδί από το χέρι. Οι νοσοκόμοι είπαν πως

ήταν υπάκουος και σιωπηλός σαν αρνί. Ήταν ήσυχος μέσα στη ρόμπα του. Δεν

μιλούσε. Δεν κοιτούσε κανέναν στα μάτια. Είχε στυλωμένο το βλέμμα και κουνούσε

αργά τα μάτια, σαν να διάβαζε κάτι στον αέρα. Είπαν πως σύντομα θα

θεραπευόταν.

***

Ε’

ΧΩΡΙΣ ΒΙΒΛΙΑ

My Dear One is mine as mirrors are lonely. W.Η. Auden [The Sea and the

Mirror]

Τα πιο ακριβά σπίτια περιτριγυρίζουν την κεντρική πλατεία. Εκεί υψώνονται και

οι πολυτελείς πολυκατοικίες. Ψηλές μέχρι και οχτώ πατώματα. Με φαρδιά

μπαλκόνια, με ωραίες ξύλινες εισόδους.

Πέθανε μέσα σε μια τέτοια νεόχτιστη, κάτασπρη, ψηλή πολυκατοικία. Είχε έναν

θάνατο σιωπηλό. Σκοτώθηκε με μιαν αποφασιστική, αδιάφορη κίνηση, χωρίς να

αφήσει πίσω του εξήγηση, απολογία ή αποχαιρετισμό. Δεν είναι μικρό πράγμα να

σκοτώνεται ένας νέος με τέτοιον τρόπο. Άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια

λεπτομέρειες από τη ζωή του. Κάποιος σχολίασε αποφθεγματικά: «Περίεργο παιδί

ήταν αυτός…».

Είναι σίγουρο πως αλλιώς το εννοούσε, μα αυτή η φράση θα ταίριαζε όμορφα σαν

λεζάντα σε μια τόσο δυσεξήγητη περίπτωση: «Η αυτοκτονία, ως μια ύστατη πράξη

περιέργειας». Κι από πάνω το σοβαρό ασπρόμαυρο πορτρέτο του νεκρού.