Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί την κυριότερη πρόκληση της

ελληνικής διπλωματίας. Το κοινοτικό μοντέλο είναι από καιρό ένα sui generis φαινόμενο.

Συνυπάρχουν και διαπλέκονται σύνθετα και ιδιόμορφα χαρακτηριστικά μιας

αναδυόμενης ομοσπονδιακής δομής, η οποία, παραδόξως, υπερκαλύπτεται και

διοικείται από ένα εδραίο διακυβερνητικό θεσμικό εποικοδόμημα όπου τα έθνη –

κράτη είναι, όσο ποτέ άλλοτε, κυρίαρχοι συντελεστές του συστήματος. Αναδύεται,

έτσι, ένα πρωτόγνωρο σύστημα υπερκρατικής – διακυβερνητικής και ταυτόχρονα

υπερεθνικής διακυβέρνησης. «Εντολείς» είναι τα έθνη – κράτη, «εντολοδόχοι» οι

υπερεθνικοί θεσμοί, και «παρεμβαλλόμενες μεταβλητές», πλήθος ενδιάμεσων

κανονιστικών δομών μεικτού χαρακτήρα, αναρίθμητες επιτροπές, το

Ευρωκοινοβούλιο, τα εθνικά Κοινοβούλια, διπλωμάτες τρίτων ή υποψήφιων κρατών

και θεσμοί αμιγώς διακυβερνητικού χαρακτήρα που είναι τόσο διαχειριστές

δύσκολων υποθέσεων όσο και προωθητική δύναμη περαιτέρω βημάτων συνεργασίας.

Όλα στροβιλίζονται δυναμικά για να δημιουργήσουν ένα εξεζητημένο, πολύπλοκο,

πολυεπίπεδο και ρευστό σύστημα «πολυεθνικής διακυβέρνησης». Αυτό το

περιβάλλον, όμως, δεν είναι ειδυλλιακό: Όσο διογκώνεται το σύστημα

διακυβέρνησης τόσο περισσότερο αυξάνεται το έλλειμμα άσκησης λαϊκής

κυριαρχίας. Η εξάλειψη του δημοκρατικού ελλείμματος, εξάλλου, δεν είναι

τεχνικό αλλά εξόχως κοινωνικοπολιτικό ζήτημα. Απαιτεί, πλέον, ξεκάθαρες

απαντήσεις σε έσχατα ηθικοκανονιστικά και κοσμοθεωρητικά ερωτήματα για τον

«κοινοτικό κατ’ αλήθεια βίο» και τον συλλογικό ευρωπαϊκό «τρόπο ζωής».

Επιπλέον, η επιτυχία του κοινοτικού μοντέλου, παραδόξως, δημιουργεί πολλές

παγίδες και αδιέξοδα: Η κάλυψη του δημοκρατικού ελλείμματος με ισχυρούς

ευρωπαϊκούς νομοθετικούς και εκτελεστικούς θεσμούς προσκρούει στην εθνική –

κρατική κοσμοθεωρητική ετερότητα. Πολλαπλές ταχύτητες, διευθυντήρια και

πολιτικές παρασυναγωγές, αναιρούν σταδιακά την αφετηριακή «κοινοτική λογική»,

με κίνδυνο να μετατρέψουν την αλληλεξάρτηση σε μέσο αδιαφανούς δυναστικής

εξουσίας και τη «διακυβέρνηση» σε εργαλείο ηγεμονίας των ισχυρών. Όσο ποτέ

άλλοτε, εξάλλου, το σύστημα κατατρύχεται από τις αντιφάσεις που δημιουργούν τα

αντιθετικά αιτήματα διεύρυνσης και εμβάθυνσης. Τέλος, ΟΝΕ χωρίς πολιτική ένωση

σημαίνει μετατροπή της οικονομικής ολοκλήρωσης από χώρο κοινοτισμού –

αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης σε αρένα όπου ισχύει η αρχή της

αυτοβοήθειας χωρίς να αποκλείεται, αν κάποιος δεν αντέξει στον αδυσώπητο

ανταγωνισμό, «να τον φάνε τα άγρια θηρία».

Πάντως, ομολογουμένως, μέχρι στιγμής, «έξω πάμε καλά»: Τουλάχιστον,

ενστικτωδώς, αφήνουμε το ρέμα να μας οδηγεί προς τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή

τη συμμετοχή σε μία από τις σημαντικότερες διακρατικές συσπειρώσεις του

ιστορικού γίγνεσθαι. Χωλαίνουμε όμως ως προς ένα καίριο ζήτημα, το οποίο

μακρόχρονα θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο: Η κυρίαρχη συμβατική αντίληψη για το

ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι συνεχίζει να είναι αναχρονιστική. Συνεχίζει να

νεφελοβατεί διεθνιστικά – κοσμοπολίτικα κτίζοντας βουνά ψευδαισθήσεων για μια

φανταστική Ευρώπη, ηθικοφιλοσοφικά ελευθεριάζουσα: Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες,

πιστεύεται, έπαθαν ιστορική αμνησία και εγκατέλειψαν τις εθνικές τους

ταυτότητες, τα ευρωπαϊκά κράτη μετατράπηκαν σε απονευρωμένα αδιαφοροποίητα

ανθρώπινα σύνολα χωρίς εθνική συνείδηση και ταυτότητα, ενώ, επήλθε, δήθεν,

οριστική και ανεπίστροφη ρήξη με την παράδοση, τη θρησκεία και την πίστη –

νομιμοφροσύνη στα εθνικά ιδανικά. Αν και κυρίαρχη στην Ελλάδα, αυτή η θεώρηση

είναι εν τούτοις εξόφθαλμα λανθασμένη. Μακρόχρονα, για να κερδηθεί το στοίχημα

της ελληνικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό και διεθνές σύστημα και για να

εναρμονιστούμε πλήρως με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, απαιτείται να

επικρατήσουν συγκεκριμένες «ορθολογικές» κοσμοθεωρητικές παραδοχές: i) Το

έθνος – κράτος δεν είναι αναλώσιμο στο βωμό οποιασδήποτε σκοπιμότητας. ii)

Στην Ευρώπη, όσο και ευρύτερα, εδραία ­ ώριμα εθνικά ­ κρατικά κοσμοθεωρητικά

στηρίγματα και ισχυρή κρατική κυριαρχία θεωρούνται απαραίτητα ερείσματα

αποτελεσματικής συμμετοχής – διαπραγμάτευσης με τους υπόλοιπους συντελεστές

του συστήματος. iii) Στον επερχόμενο αδυσώπητο ανταγωνισμό επιβιώνει μόνο

όποιος με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση θα συσπειρώσει την «ομάδα» του, όποιος

δεν θα αμφιταλαντεύεται κοσμοθεωρητικά και όποιος θα εγκαταλείψει τελεσίδικα

παρωχημένες κοσμοπολίτικες δοξασίες και αναχρονιστικά διεθνιστικά ιδεολογήματα

που αντιμάχονται και αποδυναμώνουν την εθνική – κρατική του ύπαρξη.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean

Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.