«Ο μόνος Ινδιάνος που μου αρέσει είναι ο νεκρός Ινδιάνος», έλεγε ο

στρατηγός Σέρινταν, ένας από τους πρώτους σφαγείς των ερυθροδέρμων. Πού να

είχε γνωρίσει και τους δικηγόρους τους.

Καθιστός Ταύρος: γελοιοποίησε τον στρατηγό Κάστερ στο Λιτλ Μπιγκχόρν, για να

φυλακιστεί στη συνέχεια στο Φορτ Ράνταλ και να σκοτωθεί από προδότη των Σιου

το 1890

Όταν εξοντώθηκαν και οι τελευταίες ελεύθερες φυλές των Ινδιάνων, από τους

Τσερόκι στο Νότο μέχρι τους Σεγιέν και τους Σιου στο Βορρά, οι αμερικανικές

αρχές αποφάσισαν να κλείσουν όσους είχαν απομείνει σε ρεζέρβες. Γρήγορα όμως

άλλαξαν γνώμη, και με τη συνθήκη του 1887 κατέσχεσαν τα δύο τρίτα της γης που

τους είχαν δώσει και τους περιόρισαν στην υπόλοιπη. Όταν συνειδητοποίησαν ότι

ακόμη και σ’αυτά τα εδάφη υπήρχε πλούτος που μπορούσαν να τον εκμεταλλευθούν,

επέβαλαν στους εξαντλημένους και παραιτημένους Ινδιάνους μια νέα συμφωνία: θα

παραχωρούσαν την εκμετάλλευση αυτών των εδαφών σε μεγάλες εταιρείες και θα

κατέθεταν τα κέρδη σε έναν ειδικό λογαριασμό στ’όνομά τους. Η κυβέρνηση θα

λειτουργούσε δηλαδή ως τραπεζίτης για περίπου 300.000 Ινδιάνους από 300 φυλές.

Είτε το ήθελαν είτε όχι.

Θα ήταν βέβαια αφελές να περιμένει κανείς ότι οι αμερικανικές αρχές θα

τηρούσαν την υπόσχεσή τους ­ πολύ περισσότερο που τον έλεγχο του Indian Trust

Fund είχαν οι ίδιοι οι Ινδιάνοι, άνθρωποι αλκοολικοί, αναλφάβητοι και μιας

τελείως διαφορετικής νοοτροπίας. Το 1999, τα έσοδα από την εκμετάλλευση των

ινδιάνικων εδαφών είχαν φτάσει τα 230 δισεκατομμύρια δρχ. τον χρόνο. Απ’αυτά

δεν κατέληγαν ποτέ στη ρεζέρβα των Σιου, στο Πάιν Ριτζ, περισσότερες από 8.000

δρχ. τον χρόνο…

Θα χρειάζονταν πολλά χρόνια και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να μπουν

σε τάξη τα λογιστικά βιβλία του Ταμείου, έκριναν οι τρεις δικαστές του

Ομοσπονδιακού Εφετείου που κλήθηκαν αυτή την εβδομάδα να εξετάσουν την υπόθεση

έπειτα από προσφυγή που έκανε εξ ονόματος του Εθνικού Συμβουλίου των Φυλών το

Γεράκι της Ηχούς, ένας Αραπάχο με σπουδές Νομικής. Οι εποχές, βλέπετε,

άλλαξαν. Οι σημερινοί Ινδιάνοι δεν είναι πια οι καχεκτικοί πολεμιστές του

Τρελού Αλόγου, που είχαν υποταχθεί ανταλλάσσοντας τον οπλισμό τους με μερικές

στρατιωτικές κουβέρτες. Ούτε τα τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα που σκέπαζαν τα

πρόσωπά τους για να μη βλέπουν τις σφαίρες στη σφαγή του Λαβωμένου Γονάτου.

Ωρίμασαν. Απέκτησαν πείρα. Κατάλαβαν ότι η δικαιοσύνη δεν περνά πια από τα

τόμαχωκ, αλλά από τις αίθουσες των δικαστηρίων. Έκαναν τους υπολογισμούς τους.

Και κατέφυγαν στη δικαιοσύνη διεκδικώντας διαφυγόντα κέρδη ύψους «τουλάχιστον»

10 δισεκατομμυρίων δολαρίων (3,7 τρισεκατομμύρια δρχ.)

Το περίεργο είναι ότι έπεσαν σε φιλότιμους δικαστές. Που είχαν διαβάσει

προφανώς ιστορία. Που τους είχαν μείνει ορισμένες ευαισθησίες. Που τους

άκουσαν χωρίς ειρωνικά χαμόγελα. Και πείστηκαν ότι το χρέος της αμερικανικής

κυβέρνησης απέναντι στους απογόνους των πρώτων Αμερικανών ανέρχεται

«τουλάχιστον» σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι απόγονοι του Καθιστού Ταύρου

και του Κόκκινου Σύννεφου που ζουν στη Νότια Ντακότα, την πιο φτωχή ζώνη των

Ηνωμένων Πολιτειών μαζί με το Δέλτα του Μισισιπή, ασφαλώς δεν θα πλουτίσουν.

Ίσως να νιώσουν μόνο ότι οι πρόγονοί τους μπορούν επιτέλους να αναπαυθούν.