Ένα από τα ζητήματα που θα πρέπει να τεθούν στο γενικό πλαίσιο των εργασιών

που θα πραγματοποιηθούν τον Μάιο στην Αθήνα με στόχο την επεξεργασία των όρων

και των μέτρων για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος, και

ειδικότερα, στο πλαίσιο των συζητήσεων αναφορικά με την ανανέωση του

συνδικαλισμού, είναι και το ζήτημα των ειδικών δυσκολιών και περισπασμών που

αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις στο σημερινό

«παγκοσμιοποιημένο» περιβάλλον.

Πράγματι, η «παγκοσμιοποίηση» ­ αν με αυτόν τον όρο εννοούμε όχι μόνο την

ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών, κάτι που δεν είναι ουσιαστικά πρόσφατο, αλλά

ένα σύνολο πιέσεων συμμόρφωσης και διαταγμάτων προερχομένων από διάφορες

διεθνείς οικονομικές και πολιτικο-γραφειοκρατικές εξουσίες, μια πραγματική

νεοφιλελεύθερη επανάσταση που πλήττει το σύνολο των κοινωνιών ­ εγκαθιδρύει

ένα είδος «διεθνούς» της συντήρησης, η οποία ηγεμονεύει τους περισσότερους

διεθνείς θεσμούς και περιφρουρείται σε κάθε χώρα από πολυπληθείς δυνάμεις.

Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα δεν αρκεί να συνειδητοποιήσουν τους μηχανισμούς που

διέπουν τον καταμερισμό του έργου της διεθνούς κυριαρχίας ως αποτέλεσμα της

κατάστασης που έχει διαμορφωθεί. Οι κανόνες του παγκόσμιου οικονομικού και

κοινωνικού παιχνιδιού έχουν αλλάξει, εξοβελίζοντας όσες δυνάμεις αρνούνται να

«προσαρμοστούν». Ωστόσο, η απαίτηση για «προσαρμογή», που αναδύεται στο

σημερινό συγκείμενο, δεν σημαίνει αδιαμφισβήτητη κατακύρωση του νέου

συσχετισμού δυνάμεων· αντίθετα, υπαγορεύει από την πλευρά των συνδικαλιστών τη

δημιουργία των απαραίτητων εκείνων προϋποθέσεων για μια συνολική ανταπάντηση,

αν όχι αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση των οικονομικών και

πολιτικο-γραφειοκρατικών εξουσιών.

Σε όλη του τη μακρά παράδοση ο ευρωπαϊκός συνδικαλισμός έδωσε μέχρι σήμερα

προτεραιότητα στους αγώνες και τις διαπραγματεύσεις σε εθνικό, δηλαδή τοπικό

επίπεδο. Η ίδια η οργάνωση των συνδικάτων καθορίζεται από τις εκάστοτε εθνικές

ιδιαιτερότητες, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση το σύστημα των επιμέρους

σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, τις ιδεολογικές παραδόσεις και τις

ιστορικές αναφορές που κάθε φορά ανακύπτουν. Έτσι, ενώ οι συντηρητικές

δυνάμεις κατόρθωσαν να συσπειρωθούν γύρω από συγκεκριμένες λέξεις-προτάγματα

(από «μεταρρυθμιστικά» σχέδια και θεωρητικές αναφορές) πείθοντας μάλιστα ένα

μέρος των παλαιών, μετανοημένων πλέον, «προοδευτικών» δυνάμεων, οι

συνδικαλιστές και οι δημοκρατικές δυνάμεις τείνουν να περιπέσουν, από την ίδια

τους την ιστορία, σε ολοσχερή αδυναμία και αδράνεια σε παγκόσμια κλίμακα.

Λιγότερο εφοδιασμένοι με κάθε είδους κοινωνικές πηγές ενέργειας, οι

συνδικαλιστές δεν διαθέτουν εκείνο το απαραίτητο διεθνές κεφάλαιο που

αποκτάται πλέον στα business schools και τις σχολές εξουσίας: γνώση ξένων

γλωσσών, γνώση των πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των διαφόρων χωρών και των

εθνικών, πνευματικών και επιστημονικών παραδόσεων, ικανότητα επεξεργασίας

λόγων και προγραμμάτων με διεθνείς προδιαγραφές, που θα μπορούσαν να

λειτουργήσουν ως δρώσες δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν χωρεί μεγάλη διαφωνία ότι σήμερα οι μόνες πραγματικά «διεθνιστικού»

χαρακτήρα δυνάμεις είναι πιθανότατα οι δυνάμεις της συντηρητικής και

νεοφιλελεύθερης επανάστασης. Ο «εργατικός διεθνισμός» παραμένει ακόμη μια

ουτοπία, λόγω της ελλείψεως ενός πραγματικά διεθνούς συνδικαλιστικού

κινήματος. Οι κοινωνικοί λόγοι που αναχαιτίζουν την πορεία προς αυτή την

κατεύθυνση πρέπει στο εξής να αποτελέσουν ειδικά προς μελέτη προβλήματα, που

αναζητούν ολοταχώς και επιτακτικά νέες λύσεις: δημιουργία σχολών για την

κατάρτιση ευρωπαϊκών συνδικαλιστικών στελεχών, συστηματική ανάπτυξη των

συναλλαγών μεταξύ των εθνικών συνδικαλιστικών φορέων, οριζόντια ενσωμάτωση των

εθνικών συνδικαλιστικών κινημάτων, ικανή να καταρρίψει τη συγκεντρωτική και

τεχνοκρατική λογική που χαρακτηρίζει τις σημερινές μορφές συνεργασίας… Μόνο

με αυτές τις προϋποθέσεις ο ευρωπαϊκός συνδικαλισμός θα μπορέσει ίσως να

συμβάλει αποφασιστικά στην ενεργοποίηση των αναγκαίων αντεξουσιών που θα

αναχαιτίσουν τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων.

Σ’ αυτή την προοπτική, η συμβολή των ερευνητών μπορεί να αναδειχθεί

κεφαλαιώδης· αρκεί να εγκαινιαστεί μια νέα μορφή οργάνωσης της συνεργασίας

τους με τους συνδικαλιστές, η οποία ξεπερνώντας κυρίως τόσο τον αριστοκρατικό

συντηρητισμό των μεν όσο και τον συγκαταβατικό λαϊκισμό των δε ­ πηγές

πρόκλησης δομικών παρανοήσεων και «ασυγγενειών» ­ θα μπορέσει να οδηγήσει,

μέσα από ένα συλλογικό έργο κριτικής και επεξεργασίας προτάσεων, σε νέες

μορφές συντονισμένης κινητοποίησης και δράσης.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο

Πανεπιστήμιο της Κρήτης.