Μπορεί και να με περιμένει να περάσω, δεν ξέρω. Ή μπορεί να είναι πάντα εκεί,

ο παππούς, περιμένοντας τους περαστικούς, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του.

Οι δρόμοι μας συναντιούνται σε ένα σταυροδρόμι του χρόνου. Αυτός ρωτάει για το

σήμερα κι εγώ ρωτάω για το χθες. Μου λέει ιστορίες από τον πόλεμο, την κατοχή,

το χωριό του κι εγώ του λέω ιστορίες από τη δουλειά μου, από το χθεσινοβραδινό

σινεμά, από τη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Δεν παραπονιέται. Αν τον

ρωτήσεις μήπως χρειάζεται τίποτε, η απάντηση είναι η ίδια: «Τι να χρειάζομαι

κόρη μου; Μόνον ανθρώπους χρειάζεσαι όταν φτάσεις στην ηλικία μου».

Μόνον ανθρώπους χρειάζεται ο παππούς. Μόνον ανθρώπους χρειάζεται και η κυρία

Νίκη που με παρακαλάει κάθε φορά που θα συναντηθούμε στον δρόμο: « Πάρε με ένα

τηλέφωνο. Δεν ξέρεις πόσο θα χαρώ». Κι εγώ το υπόσχομαι, αλλά ακόμη να το

κάνω…

Και ο κύριος Θωμάς, από την Κηφισιά, που ο σεισμός τον έκανε για τρίτη φορά

πρόσφυγα στα 83 του, γράφει ποιήματα, κι ας μην ήρθε ακόμη η επιδότηση του

ενοικίου, κι ας ακρίβυνε το πετρέλαιο.. Τον περασμένο Οκτώβριο μου έστειλε ένα

γράμμα:

«Όμως εμείς, σε πείσμα των καιρών, επειδή χρόνια τώρα «στηρίξαμε το ένα μας

πόδι έξω από τη Γης» ­ παλιά κόκαλα γαρ ­ και παρ’ όλο που το άλλο είναι ήδη

μέσα σ’ αυτήν, εξακολουθούμε να συγκινούμεθα απ’ την ομορφιά του κυκλάμινου

που ανθίζει στο νοτισμένο χώμα το οποίο, όπου να ‘ναι, θ΄ ανοίξει να δεχτεί

και τα δύο μας πόδια».

Ανθρώπους χρειαζόμαστε όλοι. Μα είναι κάποιοι που περιμένουν απλώς ένα

τηλεφώνημα. Ή μια κουβέντα…