Κοιτάζω τις στοίβες, έτσι όπως υψώνονται, με μελαγχολία και ενοχή. Δεν χωράνε

πια πουθενά όλα τούτα τα βιβλία που αχόρταγα μάζεψα τόσα χρόνια. Οι τοίχοι

έχουν γεμίσει με διπλοσειρές και τριπλοσειρές στα ράφια, στα δωμάτια των

παιδιών το ίδιο αδιαχώρητο, η καλή μου Βασιλική, που μας φροντίζει πάνω από

είκοσι χρόνια, μουρμουρίζει πως «οι κρεβατοκάμαρες είναι για να κοιμούνται οι

άνθρωποι, όχι για να γεμίζουν βιβλιοθήκες». Όμως «επένδυσα» στα βιβλία ώρες,

μήνες, χρόνια, δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω τα ελάχιστα «άχρηστα πια», να κάνω το

λεγόμενο ξεσκαρτάρισμα. Και, το χειρότερο, δεν λέω να σταματήσω ν’ αγοράζω,

σημειώνω από εφημερίδες και έντυπα καινούργιες εκδόσεις και τις αναζητώ, χαράς

ευαγγέλια αν τις έχει ο Κώστας ο βιβλιάς που κάθε τόσο έρχεται φορτωμένος στο

γραφείο. Ψάχνω να βρω ­ άλλος καημός ­ και χρόνο να διαβάσω. Μυστήριο πώς

έβρισκα άλλοτε περισσότερο. Τα αδιάβαστα βιβλία πληθαίνουν, σε κάποιες

μετακινήσεις τους, εδώ κι εκεί, τα μισοδιαβασμένα μπερδεύονται, συγχύζομαι ­

«σ’ αυτό το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ τάξη», όπως δεν υπήρξε ποτέ και τραπέζι

δίχως στοίβες. Και περίεργο πώς τόσες φορές, αντί να πιάσω τα καινούργια,

γυρίζω πίσω, στα παλιά, στα ξαναδιαβασμένα, αναζητώντας τις σκέψεις που με

συγκίνησαν ή τις άλλες που με σταμάτησαν για ώρα μ’ εκείνη την αλλόκοτη

αίσθηση αναγνώρισης του οικείου και συνάμα θαμπού.

Καθώς οι στοίβες ψηλώνουν κάνω τη σκέψη πως χρειάζεται πια «κράτει», έτσι όπως

πάει θα πρέπει να διαβάζω και… στην άλλη ζωή. Ποιος ξέρει, τότε μπορεί να

‘χω όσο χρόνο θέλω. Έπειτα, το χούι είναι χούι.