Σήμερα, διαμορφώνει ο καθένας μας την πεποίθηση, όταν ακούει ή διαβάζει τις

απόψεις πολιτικών στελεχών και δημοσιογράφων, ότι το πρόβλημα της κρίσης

αξιοπιστίας των σύγχρονων κομμάτων οφείλεται στην έλλειψη εσωτερικής

δημοκρατίας.

Το επικείμενο συνέδριο της Ν.Δ. και οι αντιθέσεις στον χώρο του κυβερνώντος

κόμματος τροφοδοτούν ­ και θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν ­ με επιχειρήματα αυτή

την άποψη.

Είναι ωστόσο τα κόμματα σήμερα λιγότερο δημοκρατικά; Σε όλες τις χώρες της

Ευρώπης (και, σ’ ένα βαθμό, στην Ελλάδα) η τάση που κυριαρχεί κατά την

τελευταία δεκαετία είναι η ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών. Η επιλογή

του ηγέτη έπαψε ­ ή παύει ­ να είναι το αποκλειστικό προνόμιο μιας κλειστής

ομάδας στελεχών όπου το ποιος θα είναι ο νέος «εκλεκτός» αποφασιζόταν εκ των

προτέρων στον «μυστικό» κόσμο ενός μικρού αριθμού ανθρώπων. Τα εκλεκτορικά

σώματα έχουν παντού διευρυνθεί και ο λόγος των μεσαίων και κατώτερων στελεχών,

αλλά και των απλών μελών, μετράει περισσότερο, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός

ότι δεν μετράει αρκετά. Ο ανταγωνισμός (περισσότεροι του ενός υποψήφιοι για

την ηγεσία) εμφανίζεται σχεδόν παντού, γεγονός που βοηθάει στο άνοιγμα του

δημοκρατικού παιχνιδιού. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή των υποψήφιων

βουλευτών, επιλογή που δεν ελέγχεται απόλυτα από το κομματικό κέντρο και

αφήνει πολλά περιθώρια επιρροής και δράσης στις τοπικές και περιφερειακές

κομματικές οργανώσεις. Τα κόμματα είναι περισσότερο «δημοκρατικά» από ποτέ

και, βέβαια, περισσότερο διαιρεμένα από ποτέ.

Οι μεταβολές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, η διάδοση της εκπαίδευσης, η

δυναμική είσοδος στις κομματικές οργανώσεις των μεσαίων τάξεων επέφεραν μια

σημαντική αλλαγή στις αξίες και στην κουλτούρα των οργανώσεων. Τα μέλη που

προέρχονται από τις μεσαίες τάξεις διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και

προσωπικό ή οικογενειακό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων (που οφείλεται ακριβώς στην

κοινωνική καταγωγή τους), το οποίο τους προσφέρει δυνατότητες για μεγαλύτερη

αυτονομία απέναντι στην ηγεσία. Τα μέλη των σημερινών οργανώσεων έχουν

ατομικιστικές αξίες, εντάσσονται συχνά στο κόμμα στη βάση «κινήτρων

ανταλλαγής» (με την ευγενή και με τη χυδαία έννοια του όρου) και είναι

λιγότερο πειθήνια. Ο σημερινός ηγέτης δεν είναι πλέον η κεφαλή και η ενσάρκωση

μιας συνεκτικής κοινωνιολογικά και ιδεολογικά κοινότητας ούτε το ζωντανό

σύμβολο των αξιών της. Η μοίρα του εξαρτάται από την εκλογική

αποτελεσματικότητά του. Επίσης, η λογική της τηλεοπτικής προσφοράς, θέτοντας

στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα πρόσωπα ­ και όχι τις «αφηρημένες

μετριότητες» των προγραμμάτων ­ συμβάλλει σημαντικά στην ανάδυση του νέου

οργανωτικού πνεύματος και στον εσωτερικό κατακερματισμό. Τα σημερινά κόμματα

είναι ανοιχτά και η νομιμοποίηση της διχόνοιας είναι αναπόσπαστο στοιχείο της

ταυτότητάς τους.

Το αληθινό πρόσωπο της κομματικής εξουσίας, έγραφε στις αρχές του αιώνα ο Ρ.

Μίχελς, είναι ολιγαρχικό. Ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», αν και λιγότερο

«σιδηρούς» απ’ ό,τι στο παρελθόν, εξακολουθεί και σήμερα να ισχύει ­ και σε

όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, βέβαια, ισχύει λίγο περισσότερο

(αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο καταστατικό της Ν.Δ.). Ωστόσο, η κρίση

των κομμάτων δεν οφείλεται σε αυτόν.

Τα κόμματα υπάρχουν εν όψει κάποιου σκοπού, είναι θεσμοί προσανατολισμένοι

στην επίλυση προβλημάτων. Η σημερινή αναξιοπιστία τους δεν συνδέεται τόσο με

το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας όσο με το έλλειμμα οικονομικής και

κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η κρίση των

κεϋνσιανών πολιτικών, η διεθνοποίηση των αγορών και των οικονομικών

καταναγκασμών έχουν μειώσει την πολιτική ικανότητα των κομμάτων, δηλαδή τη

δυνατότητά τους να επηρεάζουν την εξέλιξη της κοινωνίας και να την

προσανατολίζουν σύμφωνα με τους σχεδιασμούς τους. Τα κόμματα είναι «ένοχα» όχι

τόσο γιατί δεν είναι δημοκρατικά (οφείλουν να είναι) όσο γιατί δεν εμπόδισαν

τη «μεταβολή κλίμακας» ή δεν προσάρμοσαν τη δράση τους σ’ αυτήν. Σε συνθήκες

που αναδεικνύουν σταδιακά την Ευρώπη σε «μια νέα βαθμίδα άσκησης πολιτικής»,

το πρόβλημα της διατύπωσης αποτελεσματικών οικονομικών και κοινωνικών

πολιτικών και το πρόβλημα της αξιοπιστίας των κομμάτων είναι σχεδόν ταυτόσημα.

Χωρίς απάντηση στο ένα, δεν υπάρχει απάντηση στο άλλο.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.