Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τα βλήματα ουρανίου στο Αιγαίο ­ αποτέλεσμα

των ασκήσεων του Πολεμικού Ναυτικού ­ μας αναγκάζουν να σκεφτούμε για άλλη μια

φορά τις συνέπειες από την κούρσα των εξοπλισμών· να αναλογιστούμε τους

κινδύνους που απορρέουν από τις επικίνδυνες επιλογές όσων υποστηρίζουν μια

επιθετική στρατηγική εναντίον της Τουρκίας.

Το «σύνδρομο των Βαλκανίων» με οδυνηρό τρόπο υποδεικνύει ότι η μόνη

ενδεδειγμένη επιλογή είναι η συστηματική επιδίωξη της ειρήνης, στην περίπτωση

του Αιγαίου μίας ζώνης ειρήνης και ασφάλειας για τις δυο παράκτιες χώρες. Μόνο

έτσι οι κρίσεις, οι δαπανηρές και ρυπαντικές ασκήσεις, οι επικίνδυνες και

πολυέξοδες αεροπορικές παραβιάσεις – αναχαιτίσεις και οι πιθανότητες θερμού

επεισοδίου ή και πολέμου θα είναι αδιανόητες. Είναι λοιπόν απαραίτητο να

συνεχιστεί και να ενθαρρυνθεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος, τόσο σε κυβερνητικό

– διπλωματικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών. Επιπλέον, να

προκριθεί η ειρηνική επίλυση όλων των διαφορών στο Αιγαίο με δικαστικές αλλά

και πολιτικές μεθόδους που θα στοχεύουν σε αμοιβαία συμφέρουσες λύσεις.

Κλειδί για τα παραπάνω βήματα είναι η εγκατάλειψη της ευρέως διαδεδομένης

θέσης στην Ελλάδα ότι το Αιγαίο είναι αποκλειστικά ελληνικό, «ελληνική λίμνη»,

και ότι η άλλη παράκτια χώρα δεν μπορεί να έχει κανένα απολύτως δικαίωμα στη

θάλασσα και στο υπέδαφός της πέρα από τα έξι ναυτικά μίλια. Αν τόσο οι Έλληνες

όσο και οι Τούρκοι αφήσουν κατά μέρος την εθνοκεντρική στάση και την οπτική

του «μηδενικού αθροίσματος» (δηλαδή ότι στο Αιγαίο μπορεί να υπάρχει μόνο

κερδισμένος και χαμένος), τότε θα είναι δυνατόν να βρεθούν λύσεις λογικές,

δίκαιες και συμφέρουσες, χωρίς απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας ή βλάβη στην

εθνική τιμή.

Ως εδώ, σημειωτέον, δεν πρωτοτυπούμε. Πρόκειται για τοποθέτηση αποδεκτή από

όλους τους αναλυτές που έχουν ασχοληθεί σοβαρά με την επίλυση των

ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι διαφορές αυτές (υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα,

εναέριος χώρος, FIR Αθηνών, στρατικοποίηση νήσων κ.λπ.) είναι όλες επιλύσιμες.

Αυτό που τις καθιστά άλυτες μέχρι σήμερα δεν είναι οι διαφορές καθαυτές αλλά

πάνω απ’ όλα το τεράστιο ψυχολογικό φράγμα που χωρίζει τις δύο χώρες, ο φόβος

και η αμοιβαία αντίληψη απειλής που εδράζονται στις ιστορικές μνήμες, στην

καχυποψία, στην αμοιβαία δαιμονοποίηση. Αυτά επιτείνονται από την πρωτοφανή

για γείτονες άγνοια ­ σχεδόν αδιαφορία ­ που αμφότεροι έχουν για τον άλλο. Οι

μεν Έλληνες δεν φαίνεται να έχουν καν τη διάθεση να γνωρίσουν και τις άλλες

γειτονικές τους χώρες. Τις κοιτάνε όλες αφ’ υψηλού· ίσως θα ήθελαν η Ελλάδα να

ήταν γεωγραφικά κάπου αλλού. Οι Τούρκοι πάλι, πιο παρανοϊκοί (λόγω και των

στρατιωτικών), θεωρούν ότι όλοι οι γείτονές τους (πλην του Αζερμπαϊτζάν) τους

εχθρεύονται και τους επιβουλεύονται (αυτό οφείλεται και στο τραύμα από τη

συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)· η δε Ευρώπη τους σνομπάρει ενώ οι

ίδιοι επιθυμούν (ή υποτίθεται ότι επιθυμούν) διακαώς να γίνουν Ευρωπαίοι ­ η

Τουρκία «να πάει προς δυσμάς» κατά την επιταγή του Μουσταφά Κεμάλ ­ και όχι να

λογίζεται ασιατική χώρα, με παρέα τους μη αρεστούς σ’ αυτούς Άραβες.

Η ελληνική απορριπτική στάση που είχε επικρατήσει ειδικά κατά τη δεκαετία του

1980 στηριζόταν στη θέση ότι δεν υπάρχουν καν διαφορές προς επίλυση στο

Αιγαίο. Η θέση αυτή δεν διευκόλυνε στη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο

χωρών, ούτε βέβαια εξαφάνισε τις διαφορές ως διά μαγείας. Επιπλέον, εμφάνισε

την Ελλάδα αρνητική και αδιάλλακτη. Το κλίμα πολώθηκε με τη διπλωματική

αντιπαράθεση στα διεθνή fora και με τα ελληνικά εμπόδια στην ευρωπαϊκή

προοπτική της Τουρκίας.

Συνοψίζοντας, οι δύο χώρες δεν χρειάζονται μεσολαβητές ή κάποιον «από μηχανής

θεό» (π.χ. την Ευρωπαϊκή Ένωση). Δεν έχουν ανάγκη «επιδιαιτητές» για να

συμμορφώνουν τα «άτακτα παιδιά» που συνεχώς τσακώνονται. Ελλάδα και Τουρκία,

αν είναι ώριμα κράτη και έχουν υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες με αυτοπεποίθηση

και δεν παρασύρονται από τα ανεύθυνα κελεύσματα της εθνικιστικής πλειοδοσίας,

θα βρουν ένα modus vivendi και μάλιστα υποδειγματικό, όπως έχουν βρει και τόσο

άλλοι ιστορικοί εχθροί.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.