Μια δεύτερη ευκαιρία για όσους δεν τα κατάφεραν στο παρελθόν… Γι’ αυτούς

που γύρισαν τις πλάτες τους στο σχολείο γιατί τους προκαλούσε οργή και

απογοήτευση. Όσοι εγκατέλειψαν την υποχρεωτική εκπαίδευση τότε, μπορούν σήμερα

να ξαναπροσπαθήσουν σ’ ένα σχολείο διαφορετικό. Και το 90% όσων ήδη φοιτούν,

δηλώνουν ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα…

Ντρέπονται να πουν ότι θέλουν να ξαναπάνε σχολείο αυτοί που δεν τελείωσαν το

Δημοτικό ή το Γυμνάσιο. Αλλά η κ. Κασσιανή Καραθανάση δεν δίστασε να γραφτεί

και να μην το κρύβει από κανέναν. «Δεν ξέρουν τι χάνουν», λέει

Οι περισσότεροι έχουν πια δουλειές και οικογένειες και είναι… λίγο

μεγαλύτεροι από τους συνηθισμένους μαθητές στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Έως

σήμερα το είχαν σκεφθεί πολλές φορές, αλλά δεν τολμούσαν να το πουν στον

κόσμο. Ότι λίγο μετά τα 35 τους αποφάσισαν ότι θέλουν να ξαναπάνε στο σχολείο.

Άλλοι στο Δημοτικό και άλλοι στο Γυμνάσιο, ο καθένας για να κλείσει τους

ανοιχτούς λογαριασμούς του μ’ ένα παρελθόν που είχε την πικρή γεύση της

αποτυχίας.

«Στην αρχή με κορόιδευαν, επειδή ξαναπηγαίνω σχολείο. Αλλά είμαι πολύ

υπερήφανη που έρχομαι εδώ. Βέβαια, είναι κούραση, γιατί το πρωί δουλεύω και το

απόγευμα έρχομαι στο σχολείο, αλλά μόλις μπω στην τάξη τα ξεχνάω όλα και το

χαίρομαι το μάθημα, γιατί οι καθηγητές είναι πολύ καλοί», λέει η η 44χρονη

Βάσω Μανουσάκη, μία από τις πρώτες μαθήτριες του μοναδικού στη χώρα μας

Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας που ξεκίνησε την πρώτη του σχολική χρονιά τον

Σεπτέμβριο και βρίσκεται στο Περιστέρι.

Αξίζει τον κόπο. Παρά τις δύο δουλειές του και τα δύο του παιδιά, ο 30χρονος

Κωνσταντίνος Δεμερτζής δεν έχει μετανιώσει για την απόφασή του να ξανακαθήσει

στα θρανία. Το ήθελε από καιρό. Κι ας κουράζεται λίγο παραπάνω…

Στη Δυτική Αθήνα μένουν όμως και οι περισσότεροι μαθητές, 40 στο σύνολό τους.

Η Βάσω, μητέρα ενός 13χρονου αγοριού, που δουλεύει τα πρωινά ως κομμώτρια, δεν

χάνει ούτε μία ώρα από τα μαθήματά της στο σχολείο. Ούτε κι οι άλλοι μαθητές,

όπως ο 30χρονος Κωνσταντίνος Δεμερτζής, πατέρας δύο παιδιών, ο οποίος κάνει

δύο δουλειές για να ζήσει. «Μόλις έμαθα ότι το σχολείο είναι απογευματινό,

υπέβαλα αίτηση γιατί με βόλευε με τις πολλές δουλειές που κάνω. Κουράζομαι,

βέβαια, γιατί πρέπει να διαβάζω στο σπίτι, αλλά αξίζει τον κόπο να έρθει

κανείς», λέει ο Κωνσταντίνος.

Ένα σχολείο διαφορετικό. «Δεν έχει καμία σχέση με το εσπερινό. Οι καθηγητές

και οι μαθητές έχουν αμοιβαία σχέση μάθησης και η πρωτοβουλία ανήκει στους

δεύτερους. Αλλά και η αξιολόγηση δεν γίνεται μόνο με βάση τις γνώσεις, αλλά

και τις υπόλοιπες ικανότητες των μαθητών», λέει ο διευθυντής του πρώτου

Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας στην Ελλάδα, Γιώργος Ζαφειρακίδης (φωτό κάτω)

Ο μέσος όρος ηλικίας των μαθητών στο σχολείο είναι 36-37 έτη και όπως

επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής, κ. Γιώργος Ζαφειρακίδης, «το 80% των

μαθητών είναι εργαζόμενοι και το το 45% διαμένουν στη Δυτική Αθήνα. Οι

περισσότεροι μαθητές είναι οι ίδιοι οικογενειάρχες και μάλιστα γυναίκες».

Ωστόσο, η ντροπή είναι το συναίσθημα που εμποδίζει τους περισσότερους να

πάρουν την απόφαση να επιστρέψουν στα θρανία.

Σε τι διαφέρει όμως το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας που στεγάζεται στο 14ο

Λύκειο Περιστερίου, από ένα εσπερινό σχολείο; Όπως εξηγεί η κ. Άννα Κοντονή,

επιστημονική υπεύθυνη στο Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΙΔΕΚΕ), το

οποίο υλοποίησε το πιλοτικό πρόγραμμα του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας για

λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης (αυτές τις ημέρες

μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων), «κατ’ αρχάς είναι

ένα σχολείο στο οποίο τα μαθήματα γίνονται 4.30 – 8.30 το απόγευμα, δηλαδή

συμπληρώνει 21 διδακτικές ώρες την εβδομάδα. Η φοίτηση διαρκεί δύο εννεάμηνα,

όσα χρειάζεται για να πάρει κανείς τίτλο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ισότιμο με

απολυτήριο Δημοτικού ή Γυμνασίου. Αυτή είναι και η διαφορά από τα αντίστοιχα

ευρωπαϊκά, που δεν παρέχουν στους μαθητές τίτλο ισότιμο με αυτούς της

υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπως και το γεγονός ότι εδώ μπορεί να υποβάλει

αίτηση οποιοσδήποτε είναι άνω των 18 ετών και δεν έχει συμπληρώσει την

εννεάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, αρκεί να είναι κάτοικος Αττικής. Στην

Ευρώπη, το όριο είναι τα 25 έτη.

Αυτό που κάνει το σχολείο να διαφέρει από τα εσπερινά, αλλά και απ’ όλα τα

σχολεία της τυπικής εκπαίδευσης δεν είναι ούτε οι ώρες διδασκαλίας ούτε η

ηλικία των μαθητών. Είναι το πρόγραμμα σπουδών και ο τρόπος διδασκαλίας. Τα

μαθήματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: μαθήματα βασικών δεξιοτήτων, όπως η

ελληνική γλώσσα και τα μαθηματικά, μαθήματα διασυνοριακής επαγγελματικής

κατάρτισης, όπως η πληροφορική και τα αγγλικά, και μαθήματα κοινωνικών

δεξιοτήτων.

Στην τρίτη κατηγορία μαθημάτων βρίσκεται η «καινοτομία» του νεοσύστατου

σχολείου, σύμφωνα με την κ. Κοντονή. «Μιλάμε για μαθήματα κοινωνικής

εκπαίδευσης, όπως είναι η πολιτισμική αισθητική αγωγή, η περιβαλλοντική αγωγή

και ο επαγγελματικός προσανατολισμός. Πρόκειται για μαθήματα που ασχολούνται

με τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του πολίτη, τη διεθνή κοινότητα, τη συμβίωση

στα πλαίσια μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας».

Αλλά και ο τρόπος διδασκαλίας θεωρείται πρωτοποριακός, αφού «εγκαινιάζεται

στην Ελλάδα η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, η λειτουργία της τάξης σε ομάδες,

τάση εκπαιδευτική που αναπτύσσεται και στην Ευρώπη στα πλαίσια του

ομαδοσυνεργατικού τύπου εργασίας που επιβάλλει η εποχή. Το βάρος πια περνάει

από τις γνώσεις στις κοινωνικές δεξιότητες, όπως είναι η επικοινωνιακή

δυνατότητα του υποψήφιου εργαζομένου, η οργανωτικότητά του, η δυνατότητά του

να λειτουργεί οριζόντια και όχι κάθετα σε μία επιχείρηση», τονίζει η κ.

Κοντονή.

Αυτό ζητούν και οι καθηγητές από τους μαθητές του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας.

Να παίρνουν πρωτοβουλίες. «Είναι η εξατομικευμένη μάθηση, δηλαδή η ευθύνη της

μάθησης περνάει στο ίδιο το άτομο. Και σ’ αυτό το πνεύμα θα γίνει και η

αξιολόγηση που θα είναι συμμετοχική. Δεν θα αφορά μόνο τις γνώσεις, αλλά και

την αποδοτικότητα στις κοινωνικές δεξιότητες. Πέρα από κάποια τεστ που θα

γίνονται για να αξιολογηθεί το επίπεδο των βασικών γνώσεων, θα υπάρχει και ένα

portfolio, ένας φάκελος υλικού που θα περιέχει γραπτές εργασίες, κασέτες με

συνεντεύξεις και φωτογραφικό υλικό, τα οποία θα παρέχουν αρκετές πληροφορίες

για τη μαθησιακή πορεία του εκπαιδευομένου», καταλήγει η κ. Κοντονή.

Σύμφωνα με την κ. Κοντονή, η οποία ανήκει και στην Επιτροπή του υπουργείου

Παιδείας για την διά βίου εκπαίδευση, «το υπουργείο σκοπεύει να επεκτείνει τον

θεσμό μέσα από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, ώστε μέχρι το 2006 να

λειτουργούν στην Ελλάδα 12 Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας».

Links

http: //www.europa.eu.int/comm/education/2chance/evaluation­en.html

http: //www.europa.eu.int/comm/education/2chance/report.pdf

http: //www.europa.eu.int/comm/education/2chance/reppart­en.pdf

http: //www.europa/eu.int/comm/education/2chance/reppeda.pdf

– http: //www.pedia.gr

http: //www.hnioxos.ee.auth.gr/~lits/selides/ypaideia/970923nm.html

Επίτευγμα χαρακτηρίζουν τον θεσμό οι αξιολογητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας για την

αξιολόγηση των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι

αξιολογητές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που επισκέφθηκαν συνολικά 13 σχολεία

Δεύτερης Ευκαιρίας, στη χώρα μας, στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την

Ισπανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ολλανδία

και τη Δανία ­ από το 1997 έως το 1999 που είναι και τα τρία πρώτα χρόνια

λειτουργίας του πιλοτικού προγράμματος ­ κάνουν λόγο για «επίτευγμα».

Όπως προκύπτει από την έρευνά τους, τα 13 αυτά σχολεία κατόρθωσαν όχι μόνο να

φέρουν πίσω στα θρανία 4.000 μαθητές, αλλά και να τους κάνουν να αλλάξουν

γνώμη για το σχολείο, το οποίο μέχρι σήμερα θεωρούσαν πως είναι χώρος που

προκαλεί συναισθήματα δυστυχίας, απογοήτευσης και αποτυχίας. Το 90% μάλιστα

των μαθητών των 13 σχολείων που αποτέλεσαν το δείγμα της έρευνας, απάντησαν

ότι έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τότε που φοιτούν στο σχολείο.

Λιγότεροι από 150

Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι το 50% των σχολείων έχει λιγότερους από 150

μαθητές, καθώς και ότι σε όλα τα σχολεία όπου έγιναν επισκέψεις διαπιστώθηκε

πως με τις μεθόδους διδασκαλίας που εφαρμόζονται, οι εκπαιδευόμενοι γίνονται

υπεύθυνοι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι. Στην ίδια έρευνα αξιολογήθηκαν και οι

καθηγητές, οι οποίοι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, είναι άνθρωποι με μεγάλες

επικοινωνιακές ικανότητες και επιτελούν διπλό ρόλο: δασκάλου και παιδαγωγού. Ο

διπλός αυτός ρόλος φαίνεται πως βοηθά και τους μαθητές, οι οποίοι εκτιμούν το

γεγονός ότι έχουν απέναντί τους ανθρώπους που τους πλησιάζουν ηλικιακά κι έτσι

μελετούν και μαθαίνουν με μεγαλύτερη ευκολία.