Όταν περνούσαν τα παλιά αεροπλάνα, οι Ντακότες, η γειτονιά σηκωνόταν στο πόδι

και οι πιτσιρικάδες χειροκροτούσαν. Στους δρόμους και στις μικρές αυλές των

σπιτιών της Κοκκινιάς δύσκολα μετακατοχικά χρόνια, τα παιδιά έκαναν όνειρα.

Ένα απ’ αυτά ήταν να ταξιδέψουν κάποτε μ’ αεροπλάνο. Ο Μάκης Γερμενής,

μαθητευόμενος τορναδόρος, πραγματοποίησε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι φανταζόταν

αυτό το όνειρο. Στα 16 του χρόνια. Όταν μεταγράφηκε από την Αμφιάλη στον

Ολυμπιακό, το 1951, ταξίδεψε ως μέλος της αποστολής των ερυθρολεύκων στη Ρόδο,

με αεροπλάνο. Ήταν για μένα όνειρο ζωής, τότε, έλεγε ο ίδιος ο παλαίμαχος

ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και της Προοδευτικής, καθώς τσούγκριζε το ποτήρι

του με τους παλιούς καλούς φίλους του σ’ ένα τραπέζι, στο πεζοδρόμιο της

ιστορικής λαϊκής ταβέρνας του «Κουμπούρα», στα όρια Νίκαιας – Κορυδαλλού.

Κουβέντιαζαν για την κατρακύλα του Ολυμπιακού αλλά και για τις θαυμάσιες

εμφανίσεις της Προοδευτικής, που φαίνεται να ξαναμπαίνει στο κλαμπ της Α’

Εθνικής. Το θέμα της συζήτησης άλλαξε κάποια στιγμή, όταν δύο πελάτες, ο

Μουρίκης και ο Βασιλακόπουλος, μαζί με τον 82χρονο μπαρμπα-Σταμάτη, θυμήθηκαν

παλιές εικόνες από το οινοπωλείο που στήθηκε πριν από 44 χρόνια, στο σημείο

ακριβώς όπου βρίσκεται σήμερα. Στη γωνία των δόμων Κύπρου και Σωκράτους, πίσω

από το γήπεδο της Προοδευτικής. Η ταβέρνα του «Κουμπούρα», συμφωνούν και οι

τρεις της παρέας, έχει τη δική της ξεχωριστή ιστορία, που αρχίζει από τον

προπολεμικό Πειραιά. Λειτουργούσε στην οδό Γούναρη, στο υπόγειο της «Μακράς

Στοάς». Μετά τον βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς κατακτητές

διαλύθηκε. Και το 1952, ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος, πατέρας του σημερινού

ιδιοκτήτη Ανδρέα Θεοδωρόπουλου, κάτω από το σπίτι του έφτιαξε έναν χώρο με

βαρέλια και πουλούσε ρετσίνα.

Έβγαζε και μεζεδάκι, κι από το 1954 το μαγαζί λειτουργούσε κανονικά, σαν

οικογενειακή ταβέρνα. Η ονομασία «Κουμπούρας» προέρχεται από το παρατσούκλι

που είχε ο παππούς του Θεοδωρόπουλου, ο οποίος ήταν κατασκευαστής όπλων στη

Δημητσάνα, που τα χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές του ’21. Ο Γιάννης Μουρίκης με

τον Μήτσο Βασιλακόπουλο θυμούνται ακόμη τους ηθοποιούς που διασκέδαζαν στου

«Κουμπούρα» μετά τις παραστάσεις που έδιναν οι θίασοι – μπουλούκια στα θερινά

σινεμά της περιοχής ­ «Έλλη» και «Κορυδαλλός».

Εκεί πήγαινε ο Φραγκίσκος Μανέλης με τον θίασό του και τραγουδούσαν όλοι, με

τη συνοδεία της μικρής ορχήστρας του Γιάννη Λαουτάρη, θετού πατέρα της

τραγουδίστριας Δούκισσας. Πριν πέσει ακόμη το μπετόν, η περιοχή γύρω από του

«Κουμπούρα», στα τέλη του ’50, ήταν ανοιχτή. Ρέματα, χωματόδρομοι,

δενδροστοιχίες. Οι αμαξάδες, οι νερουλάδες και οι μανάβηδες ξέζευαν τ’ άλογά

τους και κάθονταν στην ταβέρνα. Έπιναν με τα νεροπότηρα ρετσίνα, έφτιαχναν

κεφάλι και μετά τραγουδούσαν: «Βάλε να πιούμε ένα κρασί, που κάνει τη ζωή

χρυσή».

Σήμερα, η ταβέρνα μπορεί να καλύπτεται από σπίτια γύρω γύρω, όμως δεν έχει

χάσει την παλιά της φυσιογνωμία. Δέκα (αριθμημένα) βαρέλια, βαμμένα κόκκινα

στο μπροστινό τους μέρος, γεμάτα ρετσίνα κεχριμπαρένια. Και πάνω τους οι

φωτογραφίες με τον μέγιστο λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος

βρίσκει νηφαλιότητα σ’ αυτό το στέκι και περνά ευχάριστες στιγμές. Και η

κουζίνα σερβίρει μεζέδες και κρασί. Μάστορας στη μαγειρική ο Αντρέας (αφού

ήταν 10 χρόνια μάγειρας στα καράβια), ετοιμάζει: νοστιμότατο τας κεμπάπ με

φρέσκια ντομάτα, γίγαντες, μπιφτέκι με κρεμμύδι και μαϊντανό, γίδα βραστή και,

ορισμένες φορές, πατσά. Πλούσιες σαλάτες και ορεκτικά, πατάτες τηγανητές

ζεστές και ψωμί ψημένο στη σχάρα, με λάδι. Για κύριο πιάτο: παϊδάκια με το

κιλό και κρέατα της ώρας με το κιλό. Τις Κυριακές κλειστά. Όταν έχει

καλοκαιρία, βγάζει τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο.

Κοντά στον Αντρέα, η συμπαθέστατη σύζυγός του Γιώτα, που πάντα βρίσκει να πει

δυο καλά λόγια για τους πελάτες.

Ο «Κουμπούρας», Κύπρου και Σωκράτους γωνία (στα όρια Κορυδαλλού – Νίκαιας,

πίσω από το γήπεδο της Προοδευτικής). Τηλέφωνο: 4972.194.