Λέγοντας repos ονομάζουμε την πώληση, από μια τράπεζα προς τους πελάτες της,

τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της, με ταυτόχρονη

συμφωνία για την επαναγορά τους ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα.

Ο όρος REPOS είναι η συντομογραφία των REPURCHASE AGREEMENTS, που στα ελληνικά

αποδίδονται ως «συμφωνίες επαναγοράς». Η συμφωνία επαναγοράς αφορά την πώληση

ενός βραχυπρόθεσμου χρεογράφου, με τον όρο όμως ότι έπειτα από συγκεκριμένη

χρονική περίοδο ο αρχικός πωλητής θα το ξαναγοράσει σε προσυμφωνημένη τιμή.

Συνήθως, οι συμφωνίες αυτές γίνονται επί χρεογράφων του Δημοσίου.

Η υψηλή απόδοση και το αφορολόγητο των κερδών στα προϊόντα repos, καθώς και η

ενίσχυση της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι της δραχμής, έχουν συγκεντρώσει

το τελευταίο διάστημα το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων των επενδυτών. Όπως

ανακοινώθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της

Ελλάδος, στο διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου υπήρξε μεγάλη αύξηση του αριθμού

των επενδυτών που προσανατόλισαν τις επενδυτικές τους κινήσεις προς την

κατεύθυνση αυτή. Στα προϊόντα repos, μάλιστα, καταγράφηκε μεγάλο ποσοστό

τοποθετήσεων, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις χρεογράφων με δικαίωμα επαναγοράς να

αυξηθούν κατά 2,734 τρισ. δραχμές για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου –

Αυγούστου του τρέχοντος έτους.

Η άνοδος των αποδόσεων, που για μεγάλο χρονικό διάστημα απολάμβαναν οι

επενδυτές που είχαν τοποθετηθεί στο Χρηματιστήριο αλλά και σε προϊόντα τα

οποία είχαν άμεση σχέση με αυτό, είχε μειώσει κατά πολύ το ενδιαφέρον για

προϊόντα repos. Σε αυτό είχε οδηγήσει και η φορολόγηση των προϊόντων αυτών.

Όμως, η πτώση του Χρηματιστηρίου αλλά και η κατάργηση της φορολόγησης των

repos τα έφερε και πάλι στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να

είναι ιδιαίτερα δημοφιλή. Και όχι άδικα, αφού οι αποδόσεις τους, ιδιαίτερα για

διάρκεια μικρότερη από ένα μήνα, είναι από τις υψηλότερες, συγκρινόμενες με

εκείνες άλλων επιτοκιακών προϊόντων, όπως αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων και

οι προθεσμιακές καταθέσεις. Η αλήθεια είναι ότι η συνήθης πολιτική των

τραπεζών θέλει οι επενδύσεις σε προϊόντα repos να απευθύνονται σε μεγάλα

χρηματικά ποσά και μάλιστα άνω των 10 εκατομμυρίων δραχμών. Πάντως, το

τελευταίο διάστημα έχουν κάνει την εμφάνισή τους προϊόντα της κατηγορίας

αυτής, που απευθύνονται σε μικρότερες επενδυτικές δυνατότητες, δίνοντας σε

περισσότερους επενδυτές την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τις αποδόσεις των

«συμφωνιών επαναγοράς».

Οι αποδόσεις

Όταν αγοράζει κάποιος ένα repos, στην ουσία πραγματοποιεί την αγορά μέρους

ενός τίτλου του Ελληνικού Δημοσίου, συνήθως ομολόγου, για ένα συγκεκριμένο

χρονικό διάστημα. Μετά τη λήξη της διάρκειας του χρονικού αυτού διαστήματος, η

τράπεζα έχει την υποχρέωση να επαναγοράσει το προϊόν αυτό στην ημερομηνία που

έχει προσυμφωνηθεί ανάμεσα στην τράπεζα και τον επενδυτή. Η διαφορά του repos

από ένα άλλο επενδυτικό προϊόν (όπως, για παράδειγμα, έντοκο γραμμάτιο του

Ελληνικού Δημοσίου), είναι ότι, ενώ τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου μπορεί

ο επενδυτής να τους αγοράσει ανά πάσα στιγμή από την ημερομηνία έκδοσής τους,

αντίθετα είναι υποχρεωμένος να τους κρατήσει έως τη λήξη τους και να τους

εμφανίσει στην τράπεζα, από την οποία τους προμηθεύτηκε, για να πληρωθεί την

ονομαστική αξία τους. Στην περίπτωση των προϊόντων repos, ο ενδιαφερόμενος

επενδυτής μπορεί να αγοράσει μέρος του τίτλου του Ελληνικού Δημοσίου και να

τον κρατήσει για όσο διάστημα αυτός επιθυμεί, έχοντας συμφωνήσει προσωπικά με

την τράπεζα το χρονικό αυτό διάστημα. Με απλά λόγια, δεν τον υποχρεώνει ο

τραπεζοπιστωτικός οργανισμός να τον κρατήσει έως τη λήξη του, όπως θα έκανε σε

περίπτωση που το προϊόν ήταν τίτλος του Ελληνικού Δημοσίου με συγκεκριμένη

χρονική διάρκεια.

Οι αποδόσεις των επενδύσεων σε repos είναι κυμαινόμενες. Ακολουθούν, κατά

κανόνα, τη διατραπεζική αγορά, τη ρευστότητα μιας τράπεζας και γενικότερα τη

ρευστότητα της αγοράς. Για τον λόγο αυτό – και σε περιόδους χαμηλής

ρευστότητας – τα repos έχουν ιδιαίτερα αποδοτικά επιτόκια. Αυτό που θα πρέπει

να γνωρίζει ο υποψήφιος επενδυτής είναι ότι όσοι σκοπεύουν να επενδύσουν στα

repos, θα πρέπει να διαθέτουν ορισμένου ύψους κεφάλαια. Και αυτό, γιατί οι

περισσότερες τράπεζες συνήθως προσφέρουν repos από ορισμένα χρηματικά ποσά και

άνω.

Όμως, ειδικά για μικρά χρονικά διαστήματα επενδύσεων, οι αποδόσεις των repos

είναι υψηλότερες από άλλες, ενώ σημαντικός παράγοντας είναι ότι τα repos έχουν

διαπραγματεύσιμο επιτόκιο. Επίσης, όσο μεγαλύτερο είναι το επενδεδυμένο

κεφάλαιο, τόσο καλύτερο επιτόκιο μπορεί να επιτευχθεί. Υπάρχουν πάντως και

repos με ορισμένο επιτόκιο, για ορισμένο ύψος κεφαλαίων και διατίθενται σε

περιορισμένο αριθμό.

Η ρευστοποίηση

Η ρευστοποίηση των repos γίνεται στη λήξη τους. Υπάρχουν, όμως, και

περιπτώσεις που τα repos μπορεί να έχουν τρίμηνη διάρκεια, με επιτοκισμό ανά

μήνα. Τότε, στη λήξη κάθε μήνα, ο επενδυτής μπορεί να παίρνει τον τόκο που

αναλογεί για το διάστημα που τελειώνει και εφόσον χρειάζεται τα χρήματά του να

προχωρήσει σε ρευστοποίηση χωρίς επιβάρυνση. Αυτό γίνεται μόνο σε ορισμένες

ημερομηνίες που έχουν προσυμφωνηθεί ανάμεσα στην τράπεζα και τον επενδυτή. Αν

ο επενδυτής χρειαστεί νωρίτερα τα χρήματά του, θα χρεωθεί με ποινή

προεξόφλησης. Η ποινή αυτή είναι συνάρτηση της χρονικής στιγμής που θα γίνει η

ρευστοποίηση του repos αλλά και του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η επένδυση.