Τα 50 δισεκατομμύρια δραχμές πλησιάζει ο ετήσιος τζίρος των επιχειρήσεων που

δραστηριοποιούνται στον χώρο των παιδικών παιχνιδιών στην Ελλάδα. Ο κύκλος

εργασιών του κλάδου διαρκώς μεγαλώνει, εντείνοντας και τον ανταγωνισμό ανάμεσα

στις εταιρείες παιχνιδιών που διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στις

πραγματοποιούμενες πωλήσεις. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της ICAP, o

ρυθμός αύξησης της εγχώριας αγοράς παιχνιδιών την τριετία 1996-1999 έφθασε το 9,5%.

Σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές παιχνιδιών, η ελληνική αγορά

ελέγχεται σήμερα από τις θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων. Καμιά από

αυτές τις εταιρείες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των απασχολουμένων στον κλάδο

της βιομηχανίας και εμπορίας παιχνιδιών, δεν ελέγχει πάνω από το 20% του

συνόλου της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες παραγωγοί παιχνιδιών δεν

καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% των συνολικών πωλήσεων, που

μεταφράζεται σε 500.000.000 δραχμές. Αυτό, όπως λένε οι αναλυτές, είναι

αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της ελληνικής βιομηχανίας, εξαιτίας της έλλειψης

εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων, αλλά και της αδυναμίας να αντιμετωπίσουν τους

πολυεθνικούς κολοσσούς, την τιμολογιακή τους πολιτική και το μάρκετινγκ.

Εκατοντάδες μικρές και μεγαλύτερες εταιρείες εισάγουν και διακινούν παιχνίδια

στην Ελλάδα από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Άπω Ανατολή, αλλά και

από την Αμερική. Τα παιχνίδια εισαγωγής καλύπτουν στην ελληνική αγορά ποσοστό

της τάξεως του 75%, σε ό,τι αφορά τα παραδοσιακά παιχνίδια, ενώ στο σύνολο των

παιχνιδιών που φιλοξενούνται στα ράφια των καταστημάτων τα εισαγόμενα

ξεπερνούν το 95%.

Τα ηλεκτρονικά

Όπως εκτιμούν οι Έλληνες επιχειρηματίες, τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλος

ανταγωνισμός ανάμεσα στα παραδοσιακά παιχνίδια και τα παιχνίδια νέας

τεχνολογίας (ηλεκτρονικά). Αυτός είναι και ο παράγοντας που οδήγησε αρκετές

εταιρείες να επενδύσουν και προς αυτή την κατεύθυνση. Ήδη, το 1999, τα

ηλεκτρονικά παιχνίδια (κονσόλες που συνδέονται με την τηλεόραση, λογισμικό

αλλά και φορητές κονσόλες) κατείχαν στο σύνολο των πωληθέντων παιχνιδιών στην

ελληνική αγορά το 25%, παρουσιάζοντας αυξητικές τάσεις.

Στην ελληνική αγορά, το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχουν οι εταιρείες Mattel ΑΕΒΕ,

Hasbro Hellas ΑΒ&ΕΕ, Zegetron Α.Ε., Playmobil Hellas και Lego, οι οποίες

είναι θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων, που είναι και οι μεγαλύτεροι

κατασκευαστές παιχνιδιών στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, τα πιο επιτυχημένα

και εμπορικά παιχνίδια είναι οι φιγούρες κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών ηρώων,

τα παιχνίδια-κατασκευές, αλλά και τα ηλεκτρονικά, τα οποία κερδίζουν τις

προτιμήσεις των μικρών παιδιών. Στα πλαίσια του σκληρού ανταγωνισμού, οι

επιχειρήσεις ρίχνουν πολλές καινούργιες ιδέες, τόσο στη διαφήμιση όσο και στην

επικοινωνία με τους τελικούς καταναλωτές.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Playmobil, η οποία κατασκεύασε ένα

πρωτότυπο funpark με στόχο να προσελκύσει τους μικρούς πελάτες της, ενώ σχέδια

για τη δημιουργία παρόμοιου χώρου στο άμεσο μέλλον έχει και η εταιρεία Lego.

Ανάλογες κινήσεις γίνονται από όλες τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου. Η

ελληνική αγορά παιχνιδιών αντιμετωπίζει, τα τελευταία χρόνια, μεγάλα

προβλήματα, που είναι αποτέλεσμα των εισαγωγών παιχνιδιών που δεν πληρούν τους

κανόνες ασφαλείας. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος αφορά ηλεκτρονικά παιχνίδια που

είναι αντίγραφα και απομιμήσεις των παιχνιδιών που παράγουν οι γνωστές

εταιρείες, με αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί παραοικονομία στην αγορά

παιχνιδιών, την οποία οι μεγάλες εταιρείες που πλήττονται από αυτή προσπαθούν

να αντιμετωπίσουν.

Στη λιανική πώληση

Ο μεγάλος ανταγωνισμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων μεταφέρεται, όπως είναι

φυσικό, και σε επίπεδο λιανικής πώλησης, όπου και εκεί συντελούνται ραγδαίες

αλλαγές. Στο κομμάτι της λιανικής πώλησης, το νέο στοιχείο είναι οι αλυσίδες

σούπερ μάρκετ παιχνιδιών και τα υπερμάρκετ παιχνιδιών, καθώς και οι

συνεργασίες που αναπτύσσονται μεταξύ εταιρειών παιχνιδιών και αλυσίδων σούπερ

μάρκετ. Κυρίαρχοι του παιχνιδιού είναι οι αλυσίδες Jumbo, Μουστάκας και

Ζαχαριάς. Η Jumbo, που ελέγχεται από την εταιρεία Babyland Παιχνίδια Α.Ε.,

είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1986 και εισήχθη στο

Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών στις 19 Ιουνίου 1997. Η Jumbo δραστηριοποιείται

κυρίως στην πώληση παιχνιδιών και βρεφικών ειδών λιανικά (περίπου το 95% του

κύκλου εργασιών της), ενώ τμήμα των δραστηριοτήτων της αποτελεί και η εισαγωγή

και χονδρική εμπορία παιχνιδιών σε τρίτους (περίπου το 5% του κύκλου εργασιών

της). Η δραστηριότητα λιανικής της εταιρείας είναι η μεγαλύτερη στην Ελλάδα,

με μερίδιο αγοράς 23% στα παιχνίδια. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει διπλασιάσει

τους χώρους πώλησης, ενώ λειτουργούν 15 καταστήματα, εκ των οποίων τέσσερα

βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, στο Ηράκλειο, στην Πάτρα και στην Καλαμάτα. Το

ενδιαφέρον τους για την είσοδό τους στη Σοφοκλέους έχουν εκδηλώσει και άλλες

αλυσίδες καταστημάτων. Η αλυσίδα καταστημάτων Μουστάκας, η οποία διαθέτει

τέσσερα υπερκαταστήματα, έχει ήδη υποβάλει αίτηση εισαγωγής, ενώ πρόσφατα η

εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών AS Α.Ε. – Εταιρεία Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και

Παιχνιδιών εισήχθη στην Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.

Τα μερίδια

Στο κομμάτι της λιανικής, δραστηριοποιούνται οι αλυσίδες καταστημάτων

παιχνιδιών, που κατέχουν μερίδιο πωλήσεων της τάξεως του 35%, οι αλυσίδες

σούπερ μάρκετ με 30% και τα πολυκαταστήματα και τα μικρά καταστήματα λιανικής

που είναι διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι αλυσίδες

καταστημάτων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά δεν ξεπερνούν τις

πέντε-έξι (Jumbo, Toy’s Academie, Ζαχαριάς, Μουστάκας κ.λπ.), με συγκεκριμένο

αριθμό καταστημάτων στην Αθήνα και μόνο σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις, το

ποσοστό που τους αναλογεί στις λιανικές πωλήσεις είναι αρκετά μεγάλο. Στην

προσπάθεια για αύξηση των μεριδίων τους, έχουν προχωρήσει σε συνεργασίες με

μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και ήδη έχουν υλοποιηθεί οι συνεργασίες

Βερόπουλου-Jumbo σε δύο σημεία, στην Αττική (Βριλήσσια) και στο Αγρίνιο, ενώ

εξετάζεται η επέκταση της συνεργασίας Α-Β Βασιλόπουλου και Μουστάκα σε τρία

σημεία στην Αττική (Ερυθραία, Ελληνικό και Λ. Κύμης στη Ν. Ιωνία).