Ξεχώριζε ένα κομματάκι της μέσα από την άμμο, μια ακρούλα τόση δα, κι όμως το

βλέμμα μου έπεσε εκεί. Έσκυψα να δω. Μια ακρούλα με τις γνωστές, μαγικές,

τέλειες γραμμώσεις… Ένα ακόμη ανάμεσα στα χιλιάδες μικρά θαύματα της

παραλίας. Όσοι κι αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν ποτέ να εξηγήσουν με

πειστικότητα πώς αποκτούν τόσο τέλεια σχέδια, τόσο άψογες και ανάλογες μεταξύ

τους γραμμές, τα κοχύλια. Μόνο που αυτό, το μικροσκοπικό κοχύλι που τράβηξα

από την άμμο, είχε ζωή. Ήταν μια όμορφη, γαλαζοπράσινη (ή μοβ;) αχηβάδα, κι

όσο την κοίταζα στο φως του ήλιου, τόσο εκείνη άλλαζε χρώματα και

αποχρώσεις…

Δεν πρόλαβα να την αγγίξω, κι έκλεισε με δύναμη το πάνω και το κάτω κέλυφος.

Αργότερα μου είπαν πως έχει εκείνη την πρωτόγονη συνείδηση, έναν τελείως

«αγνό» και απλοϊκό τρόπο ν’ αντιλαμβάνεται τα πράγματα τριγύρω, να αντιδρά στα

ερεθίσματα… Μια άγνωστη, μακρινή λογική, μια αίσθηση που δεν μοιάζει με τις

άλλες, προειδοποιούσε την αχηβάδα για τον κίνδυνο. Την ανάγκασε να πιέσει με

όλη της τη δύναμη τις άκρες των κοχυλιών, να προφυλαχθεί από τον πιθανό εχθρό.

Αστραπιαία. Δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν πρέπει να πρόλαβε καν να υπολογίσει τα

υπέρ και τα κατά… Δεν πρέπει να πρόλαβε καν να σκεφτεί πως έτσι σπρώχνει

μακριά τον ήλιο, διώχνει το νερό της θάλασσας, την άμμο και την πολύτιμη τροφή

που της φέρνουν κάθε στιγμή, κάθε λεπτό της μέρας και της νύχτας.

Έτσι, σφιχτά κλεισμένη ανάμεσα σε δύο κοχύλια, τη μάζεψα από την άμμο και την

έβαλα στην τσέπη μου. Με φοβερή φροντίδα και αγάπη, με θαυμασμό για τα

χρώματα, για τα σχέδια, για τη μορφή και το σχήμα της. Ήταν όμορφα να την έχω

στην τσέπη μου, κι ήμουν σίγουρη πως θα την πρόσεχα. Και χαμογελούσα, μέχρι

που έφερα ξανά στον νου μου τη σκηνή, όταν έσκυψα για να την πιάσω… Την

άγγιξα και τρόμαξε. Αναστατώθηκε. Τρόμαξα. Κρύφτηκε. Κι εγώ τρόμαξα ακόμη

περισσότερο… Η ζωή ήταν εκεί, κρυμμένη μέσα σε δύο πανέμορφα μικροσκοπικά

κοχύλια, αλλά αόρατη πια. Είχα στην τσέπη μου τη ζωή, κλεισμένη, χωρίς ανάσα,

ανάμεσα σε δύο κοχύλια… Χαμένη, για πάντα…