Ήταν μια απόφαση που μας έκανε να νιώσουμε καλά. Να πιστέψουμε ­ ακόμη και οι

πλέον δύσπιστοι ­ ότι η Δικαιοσύνη έχει τη δύναμη να προστατεύσει τον πολίτη

από την αυθαιρεσία. Αρκεί να τής το ζητήσουμε. Το «πού να μπλέξω τώρα…» που

μας κάνει να υποχωρούμε σε ό,τι μας αγανακτεί μάς καθιστά μάλλον άξιους της

μοίρας μας. Όταν δηλαδή η Εφορία ­ παραδείγματος χάριν ­ αξιώνει να

καταβάλουμε πρόστιμο για την καθυστέρηση φόρου (οφειλή για την οποία δεν

έχουμε ειδοποιηθεί) κι εμείς πληρώνουμε για να… ξεμπερδέψουμε, ποιος φταίει;

Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν είχε να κάνει με ζωή και θάνατο.

Αφορούσε, όμως, την αντιμετώπιση των μικροκαταθετών εκ μέρους μιας

συγκεκριμένης τράπεζας. Τους οποίους χρέωνε με 5.000 δρχ. μηνιαίως,

προκειμένου να τούς φυλάει τα χρήματα, προφανώς κατά παραχώρηση. Επειδή, λέει,

οι λογαριασμοί τους δεν υπερέβαιναν τα πέντε εκατομμύρια! Και, επιπλέον,

επέβαλλε τόκο 4% στους πελάτες της, αν έκαναν το λάθος να δανειστούν μέρος τού

προβλεπόμενου ποσού μέσω της πιστωτικής τους κάρτας.

Και οι δύο όροι κρίθηκαν από το δικαστήριο άκυροι και καταχρηστικοί. Κρίθηκαν,

δηλαδή, και τυπικά παράνομοι, αφού ουσιαστικά ήταν αναμφίβολα.

Ποιον πείθει, όμως, η ουσία; Ποιος υπεύθυνος μπορεί να δεχθεί τα λογικά

επιχειρήματα και, πολύ περισσότερο, να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του βάσει

αυτών; Μια δικαστική απόφαση, ωστόσο, ακόμη κι αν αμφισβητείται από τη

θιγόμενη πλευρά, είναι, αναγκαστικά, σεβαστή.

Οι καταθέτες, παρά το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν την οδό της

αλλαγής… πλεύσης, μεταφέροντας τους λογαριασμούς τους σε άλλη τράπεζα, δεν

φυγομάχησαν. Χάρη στην ύπαρξη της Ένωσης Καταναλωτών, αντέδρασαν συλλογικά και

κέρδισαν.

Αποδεικνύοντας σε όλους ότι η παθητική στάση δεν κάμπτει την αυθαιρεσία.

Αντιθέτως, την ευνοεί και ­ το χειρότερο ­ την καθιερώνει. Αν, μάλιστα,

παραμείνει για πολύ ανενόχλητη, «φοράει» και τον μανδύα της νομιμότητας και

άντε μετά να τής τον βγάλεις! Ποιος τολμάει να γδύσει μια… τίμια κορασίδα;