«Η αναδάσωση κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα καμένα δάση! Ακούστε

καλύτερα τον παλμό της γης, του δάσους που καίγεται…». Αυτό θα μπορούσε να

είναι «συνθηματικά», το συμπέρασμα μιας μεγάλης έρευνας που έγινε από το τμήμα

Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχετικά με το πώς αντιδρούν το

οικοσύστημα, τα δάση, το έδαφος, τα φυτά, τα ζώα, οι μικροοργανισμοί στη

διάρκεια και ύστερα από μια πυρκαγιά.

«Η αναδάσωση δεν είναι η λύση», λένε οι ειδικοί. «Η φύση, τα μεσογειακά

οικοσυστήματα έχουν προσαρμοστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, έτσι ώστε να μπορούν

να αντιμετωπίζουν τη φωτιά, να ξεπερνούν τη διαταραχή και την καταστροφή που

προκαλεί, να συνεχίζουν να ζουν». Οι επιστήμονες από το Τμήμα Βιολογίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι μελέτησαν το θέμα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού

προγράμματος «Προμηθέας», δεν αναφέρονται στις πυρκαγιές που καίνε κάθε χρόνο

τις ίδιες ακριβώς περιοχές, ούτε στην Πεντέλη, όπου, αποδεδειγμένα πια, έπειτα

από κάθε φωτιά ξεφυτρώνουν οικισμοί. Μιλούν για τους φυσικούς μηχανισμούς

αναγέννησης του δάσους, για το πώς έχουν μάθει μέσα από την ίδια τη διαδικασία

της εξέλιξης να αντιμετωπίζουν τη φωτιά τα φυτά, τα ζώα, οι μικροοργανισμοί,

το έδαφος, για το πώς τελικά η πολιτική διαχείρισης των καμένων εκτάσεων και

φροντίδας των δασών θα πρέπει να οργανωθεί εκ νέου έτσι ώστε να μην μπλοκάρει,

αλλά να διευκολύνει αυτούς τους φυσικούς μηχανισμούς.

«Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αυτό που προκαλεί την υποβάθμιση στα δάση και

γενικά στα χερσαία οικοσυστήματα της χώρας μας, δεν είναι η ίδια η φωτιά, αλλά

η ανυπαρξία σωστής μεταπυρικής διαχείρισής τους», λέει χαρακτηριστικά η κ.

Μαργαρίτα Αριανούτσου – Φαραγκιτάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικολογίας στον

ομώνυμο τομέα του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία υπήρξε

επικεφαλής στη σχετική έρευνα. Η ίδια εξηγεί πως «ύστερα από μια πυρκαγιά και

μέσα σε δύο χρόνια, τα φυτά αναγεννώνται και το οικοσύστημα ανακάμπτει. Τα

φυτά, μάλιστα, αυτή την περίοδο, αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς

εκμεταλλευόμενα τον ανοικτό χώρο και αξιοποιώντας τα θρεπτικά ιόντα που

βρίσκονται σε αφθονία μέσα στη στάχτη. Και αν δεν υπάρξει δευτερογενής

παρέμβαση, η βλάστηση θα αποκατασταθεί, ενώ τα πρώτα χρόνια η ποικιλότητα θα

είναι μεγαλύτερη από πριν».

Η ανθρώπινη παρέμβαση

Πρόβλημα και υποβάθμιση προκαλεί η ανθρώπινη παρέμβαση και όχι η ίδια η φωτιά.

Η ξυλεία, η αναδάσωση, η βοσκή. «Οι αναδασώσεις δεν λύνουν κανένα πρόβλημα»,

λέει η κ. Αριανούτσου. «Συνήθως χρησιμοποιούνται ξενικά είδη, τα οποία

διαταράσσουν τη φυσική ισορροπία με αποτέλεσμα να εμφανίζονται… σμήνη

εντόμων. Η αναδάσωση του Υμηττού, με την τραχεία πεύκη, η οποία φύεται στη

Μακεδονία και στα νησιά του Αιγαίου και όχι στην Αττική αντί της χαλεπίου,

όπως θα έπρεπε, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα νέα δενδρύλλια συχνά

αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, διαταράσσουν την ισορροπία, δημιουργούν

συνθήκες ανταγωνισμού ή πίεσης στα φυτά και τους οργανισμούς που ζουν στα

δάση». Τα ξύλα από τα καμένα πευκοδάση μαζεύονται συνήθως τον πρώτο ή δεύτερο

χρόνο μετά τη φωτιά, την περίοδο δηλαδή που οι νεαροί βλαστοί είναι ιδιαίτερα

ευάλωτοι.

Έτσι, για να εκμεταλλευθούν οι κορμοί, τσαλαπατώνται οι δομές που θα

εξασφάλιζαν τη συνέχιση της ύπαρξης του δάσους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως

προκαλεί η βοσκή. Επειδή οι νεαροί βλαστοί είναι πλούσιοι σε θρεπτικά

συστατικά, θεωρούνται εξαιρετικές ζωοτροφές.

Όμως, η βοσκή όχι μόνο ανακόπτει την πορεία της φυσικής αναγέννησης των

οργανισμών, αλλά επιπλέον προκαλεί συμπίεση και διάβρωση του εδάφους,

απομακρύνει ζωτικής σημασίας οργανική ουσία και οδηγεί το οικοσύστημα σε κατάρρευση.

Τα μεσογειακά φυτά έχουν αναπτύξει προσαρμοστικότητα στη φωτιά

Στην έρευνα που πραγματοποίησε ο τομέας Οικολογίας του Βιολογικού Τμήματος του

Πανεπιστημίου Αθηνών, ελήφθησαν υπόψη δεδομένα και στοιχεία από φωτιές σε δάση

της Αττικής, της Εύβοιας, της Μυτιλήνης, της Σάμου και της Κρήτης. Οι ειδικοί

επιβεβαίωσαν πως τα μεσογειακά φυτά έχουν αναπτύξει προσαρμοστικότητα στη

φωτιά ­ ειδικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη διάσωση των αναπαραγωγικών

τους οργάνων.

Έτσι, «απαντούν» στη φωτιά με το να σχηματίζουν νέους βλαστούς και φύλλα στη

βάση των καμένων βλαστών, ενώ κρύβουν σπόρους μερικά εκατοστά κάτω από το

έδαφος, σε σημείο όπου δεν φτάνει η φωτιά, ή μέσα σε κώνους οι οποίοι ανοίγουν

και τους σπέρνουν, όπως συμβαίνει με τα μεσογειακά πεύκα. «Σε κάθε τετραγωνικό

μέτρο καμένου πευκοδάσους ή ενός φρυγανότοπου υπάρχουν εκατοντάδες σπέρματα τα

οποία θα φυτρώσουν μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές και θα σχηματίσουν έναν

προστατευτικό μανδύα που θα συγκρατεί, μαζί με τους νέους βλαστούς, το έδαφος

στη θέση του», αναφέρει η επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, αναπληρώτρια

καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μαργαρίτα Αριανούτσου. «Τα αείφυλλα μακί

δεν περιμένουν καν τις πρώτες βροχές, αναβιώνουν αμέσως μετά τη φωτιά. Η πιο

κρίσιμη φάση για την ανάκαμψη του δάσους είναι τα δύο πρώτα χρόνια. Κι αυτό

γιατί δεν αρκεί μόνο να αναγεννηθούν τα φυτά, πρέπει να επιβιώσουν επίσης οι

νέοι βλαστοί».

Τόσο στη διάρκεια όσο και μετά τη φωτιά, επηρεάζονται επίσης οι

μικροοργανισμοί του εδάφους. «Συνήθως αυξάνεται το pH και η αύξηση αυτή ευνοεί

τους πληθυσμούς των βακτηρίων που ευδοκιμούν στα αλκαλικά περιβάλλοντα.

Ιδιαίτερα ευνοούνται τα νιτροποιητικά βακτήρια, εκείνα που μετασχηματίζουν τα

αμμωνιακά άλατα σε νιτρικά, έτσι ώστε να μπορούν τα περισσότερα φυτά να

χρησιμοποιούν το άζωτο. Σύμφωνα με τη μελέτη, μια πυρκαγιά που καίει ένα δάσος

μια φορά στα 10 ή 30 χρόνια, δεν είναι καταστροφική. Μπορεί κάλλιστα να

θεωρηθεί «κυκλική διαταραχή».