Λάμπρος Κατσώνης, ελαιογραφία στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774), που μια φάση

του αποτελούν τα Ορλωφικά, η Αικατερίνη Β’ η Μεγάλη συνέλαβε και πρότεινε το

1782 στον σύμμαχό της, τότε αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β’, το «ελληνικό

σχέδιό» της, όπως ονομάστηκε, κατά το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα

διαμελιζόταν και στη θέση της θα ιδρυόταν Ελληνική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα

την Κωνσταντινούπολη και αυτοκράτορα τον δευτερότοκο εγγονό της Κωνσταντίνο.

Κατά το σχέδιο αυτό η Αυτοκρατορία θα περιελάμβανε τη Θράκη, τη Βουλγαρία, τη

Μακεδονία και τμήμα της Νότιας Ελλάδας. Θα ιδρυόταν κράτος της Δακίας

(σημερινής Ρουμανίας), η Αυστρία θα ενσωμάτωνε τις περιοχές της Βορειοδυτικής

Βαλκανικής και η Βενετία, σε αντάλλαγμα των απωλειών της στην Αδριατική, θα

έπαιρνε την Κύπρο, την Κρήτη, νησιά του Αιγαίου και πιθανώς την Πελοπόννησο.

Ο Ιωσήφ, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του, αποδέχθηκε τελικά το σχέδιο και το

1783, όταν η Ρωσία, προχωρώντας στην πραγματοποίηση του σχεδίου της,

προσάρτησε την Κριμαία στα εδάφη της, παραβιάζοντας τους όρους της Συνθήκης

του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, άρχιζε ουσιαστικά η προετοιμασία για νέο Ρωσοτουρκικό

Πόλεμο.

Η Τουρκία, ενισχυμένη από την αγγλική και την πρωσική διπλωματία, κήρυξε τον

πόλεμο, τον Αύγουστο του 1787, εναντίον της Ρωσίας, η οποία, απαντώντας,

άρχισε με ισχυρή δύναμη πολεμικές επιχειρήσεις στα βόρεια σύνορα της

οθωμανικής αυτοκρατορίας στις 9 Σεπτεμβρίου, ενώ συγχρόνως ανέθεσε σε Έλληνες

που είχαν λάβει μέρος στα Ορλωφικά να οργανώσουν εξέγερση στον ελληνικό χώρο.

Τον Φεβρουάριο του 1788 κυκλοφόρησε έντυπη προκήρυξή της στην ελληνική γλώσσα,

που απευθυνόταν «τοις αγιωτάτοις Πατριάρχαις, πανιερωτάτοις μητροπολίταις…

και πάσι των ενδόξων Ελληνίων λαών (sic) οικήτορσι» και, μεταξύ άλλων,

ετόνιζε: «Ω ελεεινοί απόγονοι μεγάλων ηρώων! Μέμνησθε παλαιού χρόνου βασιλειών

υμετέρων, του τε της στρατείας κλέους και της υμετέρας σοφίας, φως εκχυσάσης

κατά πάσης της οικουμένης… Λάβετε την απ’ αθανάτου αυτών ψυχής αρετήν, του

διαρραγήναι τους της αδόξου δουλείας δεσμούς και διαλυθήναι την των τυράννων

εξουσίαν… Οπλισθήτε ομοψύχως, ίνα ανασταθή η καταβεβλημένη υμών τύχη, αι γαρ

ναυτικαί ημών δυνάμεις παραγίνονται υμίν εις τούτο συνεργήσαι».

Παρά το γεγονός ότι το μετά την αποτυχία των Ορλωφικών έδαφος δεν ήταν

πρόσφορο, οι απεσταλμένοι της Ρωσίας στην Ελλάδα εργάσθηκαν αποδοτικά για την

προετοιμασία της εξέγερσης: ο Μυκονιάτης Αντώνιος Ψαρός, πρόξενος της Ρωσίας

στη Μάλτα, και ο Ηπειρώτης Πάνος Μπιτσίλης, επίσης πρόξενος της Ρωσίας στη

Χειμάρρα, επιδόθηκαν στη συγκέντρωση χρημάτων και στη στρατολόγηση ανδρών για

τις χερσαίες επιχειρήσεις και κυρίως για τον ναυτικό αγώνα, την ηγεσία του

οποίου θα ανελάμβανε ο Λάμπρος Κατσώνης. Δραστηριότερος υπήρξε ο Λευκαδίτης

Λουίτζης Σωτήρης, που έφθασε στην Πρέβεζα τον Μάρτιο του 1788 με τις

προκηρύξεις της Μεγάλης Αικατερίνης και με επιστολή του Ζακυνθινού Δημητρίου

Μοτσενίγου, προξένου της Ρωσίας στην Τοσκάνη, προς τον ηγούμενο της Μονής

Ζαλόγγου Ιωσήφ Γκινάκαν, προς τον Σουλιώτη Γεώργιο Μπότσαρη και προς τον

αρματολό των Αγράφων Αθανάσιο Μπουκουβάλου. Στρατολόγησε ναυτικούς και

ετοίμασε δυνάμεις για τον αγώνα στην Ήπειρο ­ σε αναφορά του υποστηρίζει ότι

υπήρχαν 20.000 ετοιμοπόλεμοι άνδρες ­ και φρόντισε για την εξασφάλιση εφοδίων

απαραιτήτων για τις ναυτικές κυρίως επιχειρήσεις.

Καθοριστική για την πορεία της εξέγερσης υπήρξε η άφιξη στην Ελλάδα του

Λάμπρου Κατσώνη. Ο γενναίος θαλασσομάχος κατά τα Ορλωφικά είχε καταταχθεί στη

ρωσική ναυτική δύναμη που ήλθε στο Αιγαίο και έλαβε μέρος στην πολιορκία της

Κορώνης και στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του

Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ακολούθησε τους Ρώσους που αποσύρθηκαν από τις ελληνικές

θάλασσες, υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και συμπολέμησε με τον Παύλο Ποτέμκιν

το 1785 κατά τον Ρωσοπερσικό Πόλεμο. Για τη δράση του τού απονεμήθηκε ο βαθμός

του λοχαγού και με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, το 1787, κυβερνήτης

τότε πλοίου της ναυτικής μοίρας του Ευξείνου Πόντου ο Κατσώνης ζήτησε άδεια

από τον Ποτέμκιν και έφυγε για την Ελλάδα για να τεθεί επικεφαλής στολίσκου

που θα δρούσε κυρίως στο Αιγαίο.

Ναυτικός χάρτης του κόλπου της Νάουσας Πάρου από τη ρωσική χαρτογραφική

αποστολή (1768-1774). Λεύκωμα της έκθεσης: «Ρωσικοί χάρτες του Ελληνικού

Αρχιπελάγους 18ος αιώνας», έκδοση της ελληνικής πρεσβείας Μόσχας, 1996

Τον Ιανουάριο του 1788 έφθασε στο αυστριακό λιμάνι της Τεργέστης, όπου με

εισφορές εμπόρων της ακμαίας ελληνικής παροικίας και με δανεισμό αγόρασε το

πρώτο του πλοίο ­ μια φρεγάτα 28 πυροβόλων ­ που την ονόμασε «Αθηνά της

Άρκτου», προσωνυμία της Μεγάλης Αικατερίνης, την εξόπλισε και τον επόμενο

μήνα, με εμπειροπόλεμα πληρώματα, κατέπλευσε στη Ζάκυνθο. Ενίσχυσε τη δύναμή

του με δέκα ή δεκαπέντε πλοία, τουρκικά ή πειρατικά, που κατέλαβε κατά τις

πρώτες επιχειρήσεις του στο Ιόνιο, αλλά και με Έλληνες ναύτες, κατά την πορεία

του προς το Αιγαίο και έφθασε στα μέσα Ιουνίου στα νοτιοδυτικά παράλια της

Μικράς Ασίας, με στόχο το ισχυρό φρούριο του Καστελλορίζου, που η φρουρά του,

ύστερα από πολιορκία δύο ημερών, παραδόθηκε υπό τον όρο να διεκπεραιωθεί

ασφαλώς στις ασιατικές ακτές. Με αυξημένη τη δύναμη πυρός του στόλου του ­

είκοσι τέσσερα πυροβόλα ­ πέτυχε νέα νίκη εναντίον τουρκικής ναυτικής μοίρας

ανατολικά της Καρπάθου στις 31 Αυγούστου. Κατά την λεπτομερή περιγραφή της

ναυμαχίας από τον συμπολεμιστή του Αναστάσιο Παλαιολόγο, ο Κατσώνης «βαλών ουχ

άπαξ κατά πρύμνην διά σφαιρών μεγάλων και μικρών εκ πάντων των κανονίων,

τοσούτον φόβον και ζημίαν αυτοίς παραυτίκα προυξένησεν, ώστε, μη δυνάμενοι

πλέον αντιστήναι, εις φυγήν ετράπησαν την νίκην τω Λάμπρω παραδόντες».

Μετά τις επιτυχίες αυτές, που υποχρέωσαν την Υψηλή Πύλη να ματαιώσει την

καθιερωμένη ετήσια κάθοδο της αρμάδας της στο Αιγαίο, αλλά και να μην

πραγματοποιήσει το 1788 για την επάνδρωση του στόλου της τη ναυτολόγηση

νησιωτών, που εφαρμοζόταν χωρίς διακοπή από τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο

Κατσώνης ήταν κυρίαρχος των ελληνικών θαλασσών. Την κατάσταση που είχε

διαμορφωθεί στο Αιγαίο αποτυπώνει με λιτότητα και ενάργεια «ενθύμηση» του

επισκόπου Σκιάθου και Σκοπέλου Ματθαίου, γραμμένη το 1794: «Εις το ίδιον έτος

[: 1788] εφάνη κάποιος Λάμπρος από χώραν Λιβαδειάν, ο οποίος ευρέθη από τα

πρώτα σεφέρια εις Ρουσίαν και εβγήκεν και αυτός, έκαμε με ίδιά του έξοδα έως

δέκα καραβόπουλα με ρούσκικην μπαντιέραν και με μαζώματα νησιωτών ανθρώπων και

κατεκούρσευεν και αφάνιζεν εις του Τούρκου τα νησία. Και έφθασεν και εις τα

νησία της ταπεινής μου επισκοπής Σκιάθου και επήρεν καράβια, ανθρώπους και

τους είχεν μαζί του και αφάνισεν την Άσπρην Θάλασσαν».

Στο τέλος του 1788 ο Κατσώνης βρισκόταν στη Ζάκυνθο για να οργανώσει τις νέες

του επιχειρήσεις, υποχρεώθηκε όμως να φύγει για την Τεργέστη, ύστερα από

εντολή Ρώσων αξιωματούχων, για να απολογηθεί για βιαιότητες πληρωμάτων του

εναντίον γαλλικών και βενετικών εμπορικών πλοίων. Την ίδια περίοδο οργανωνόταν

από τον συνεργάτη του Λουίτζη Σωτήρη εξέγερση των Σουλιωτών και των αρματολών

της Ακαρνανίας. Οι Σουλιώτες με γραπτή υπόσχεσή τους «προς τον μαγιόρ Σωτήρην

τον απεσταλμένον από την βασιλείαν της Ρουσίας» της 3ης Μαρτίου 1789

αναλάμβαναν να συγκεντρώσουν δύναμη χιλίων πεντακοσίων περίπου ανδρών «διά

τούτον τον πόλεμον, όπου μας παραστέκει, με τον πασά Αλή μπέη και διά κάθε

καιρόν όπου ήθελε μας ζητήσει η βασιλεία διά να κινήσομε πόλεμον καθολικόν

εναντίον των Αγαρηνών εις την Ρούμελη απάνου». Υπογράφει πρώτος ο Γεώργιος

Μπότσαρης και ακολουθούν ο Λάμπρος Τζαβέλλας, ο Νικολός και ο Χρήστος Ζέρβας,

ο Κουτζονίκας, ο Χρήστος Φωτομάρας, ο Δημήτρης Μπότσαρης και άλλοι.

Ο Αλή Πασάς, πληροφορημένος για την ενέργεια των Σουλιωτών, πραγματοποίησε με

10.000 άνδρες την πρώτη εκστρατεία εναντίον τους, που, ύστερα από επιχειρήσεις

τεσσάρων μηνών, έληξε με σημαντικές απώλειες των δυνάμεών του, υπήρξε όμως η

αφετηρία πολύχρονων αγώνων.

Η Εφημερίδα της Βιέννης της 21 Φεβρουαρίου 1791 των αδελφών Πούλιου

αναγγέλλει την αναχώρηση του Λ. Κατσώνη και των συντρόφων του

Ο Κατσώνης στο μεταξύ, ενισχυμένος από ναυτική μοίρα του Κορσικανού Γουλιέλμου

Λορέντζι, από την Ύδρα όπου βρισκόταν τον Ιούνιο του 1789 πήγε στην Κέα, που

την κατέστησε ορμητήριό του και επιδίωξε τη σύμπραξη των κατοίκων των τριών

ναυτικών νησιών.

Κατά τον Αναστάσιο Ορλάνδο, της γνωστής σπετσιώτικης οικογενείας αγωνιστών του

1821, «η εμφάνισις του Λάμπρου Κατσώνη ηλέκτρισε τους Σπετσιώτας και πολλοί

έδραμον εις βοήθειάν του μετά στολίσκου διευθυνομένου υπό των Καρακατσάνη,

Αναργύρου, Νέστορος, Δεληγιαννάκη, Μπούμπουλη και άλλων πλοιάρχων», δεν έχουμε

όμως περισσότερες πληροφορίες για τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις.

Οι Ψαριανοί, που η συμμετοχή τους στα Ορλωφικά υπήρξε σημαντική, μόλις

επαναλήφθηκε η δράση του Κατσώνη, το 1789, υποχρεώθηκαν από τον καπετάν πασά

να στείλουν τα πλοία τους στον ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης με τα πληρώματά

τους. Ο σουλτάνος είχε αποφασίσει, σε περίπτωση συνεργασίας του πληθυσμού του

νησιού με τους «Λαμπρινούς», τον μετοικισμό τους σε άλλα νησιά και στην Ασία,

που τελικά αποφεύχθηκε με τη μεσολάβηση του δραγομάνου του στόλου Κωνσταντίνου

Χαντζερή. Το 1791 τα δεσμευμένα ψαριανά πλοία επανδρώθηκαν με Οθωμανούς και

στάλθηκαν στο Αιγαίο «διά να πολεμήσουν τον εχθρόν και να ξεπαστρέψουν την

Άσπρην Θάλασσαν».

Τέλος, καθώς αρκετοί από τους ναυτολογημένους στον τουρκικό στόλο Υδραίους

είχαν αυτομολήσει στον στολίσκο του Κατσώνη, ο Μουσταφά πασάς τους απείλησε

ότι, «αν σηκωθούν και άλλοι τρελοί να υπάγουν με τα καράβια των εχθρών», θα

κρημνίζονται τα σπίτια τους και θα εξορίζονται από το νησί οι οικογένειές

τους.

Το 1790 οι συγκρούσεις του Κατσώνη με τον τουρκικό στόλο υπήρξαν αμφίρροπες,

ενώ η επίθεση εναντίον του στις 17 Μαΐου στην περιοχή του Κάβο Ντόρο, κοντά

στην Άνδρο, υπήρξε μοιραία για τον γενναίο θαλασσομάχο. Ύστερα από τρίωρο

αγώνα βρέθηκε κυκλωμένος από υπέρτερες δυνάμεις, που κυρίευσαν τα περισσότερα

από τα πλοία του. Αντιμετωπίζοντας επίθεση σχεδόν μόνο εναντίον του πλοίου του

«Αθηνά της Άρκτου», αναγκάσθηκε να το πυρπολήσει και διέφυγε με δύο μικρά

πλοία, στα οποία επιβιβάσθηκαν και όσοι από τους άνδρες του είχαν σωθεί.

Εντούτοις, από τα Κύθηρα όπου κατέφυγε και παρέμεινε επί μήνες, άρχισε

προσπάθεια για τη συγκρότηση νέου στολίσκου, με τον οποίο επιχείρησε

περιορισμένες επιδρομές στο Αιγαίο και ήλθε σε συνεννόηση με τους Μανιάτες για

γενικότερη εξέγερση, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Το καλοκαίρι του

επόμενου χρόνου, έτοιμος για νέες επιχειρήσεις στο Αιγαίο, με 24 αυτή τη φορά

πλοία, πληροφορήθηκε τη σύναψη ανακωχής μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας (Αύγουστος 1791). Παρά τη διάψευση των ελπίδων του για την

απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα του και

μετά τη συνθήκη ειρήνης του Ιασίου (9 Ιανουαρίου 1792). Τον Μάιο του 1792

έγραψε την περίφημη διαμαρτυρία του με τίτλο «Φανέρωσις του εξοχωτάτου

Χιλιάρχου και Ιππέως Λάμπρου Κατσώνη» στην οποία εξέφραζε την αγανάκτησή του

για την απόφαση της Μεγάλης Αικατερίνης και δήλωνε ότι θα συνεχίσει τον αγώνα

του. Τη νέα στρατιωτική του βάση εγκατέστησε με τη συμπαράσταση Μανιατών στο

λιμάνι του Πόρτο Κάγιο της Μάνης (τέλος Απριλίου 1792) και στις 5 Ιουνίου ο

στολίσκος του υπέστη πανωλεθρία από 27 τουρκικά πολεμικά πλοία. Ο Κατσώνης

κατέφυγε στα Κύθηρα και από εκεί στην Ιθάκη και τον Σεπτέμβριο του 1794 από

την Τεργέστη που βρισκόταν πήρε άδεια επιστροφής στη Ρωσία και παρουσιάσθηκε

στην τσαρική Αυλή, όπου μόλις το 1796 ο τσάρος Παύλος Α’ τού χορήγησε

αποζημίωση 470.000 ρουβλίων, που ο Κατσώνης τα μοίρασε στους συντρόφους των

αγώνων του.

Ο Βασίλης Σφυρόερας είναι Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών