23 Ιουλίου 1993. Μία ημερομηνία που οι κάτοικοι τεσσάρων χωριών κοντά στην

Ιεράπετρα του Νομού Λασιθίου διατηρούν ακόμα στη μνήμη τους. Όπως και τις

εφιαλτικές στιγμές, τις ώρες αγωνίας που έζησαν για τρία μερόνυχτα στην

προσπάθειά τους να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατό από τον πύρινο εφιάλτη, που

έκανε στάχτη 8.000 στρέμματα με καλλιέργειες και 5.000 στρέμματα πυκνής

δασώδους έκτασης αφήνοντας πίσω του την απελπισία.

Ο κ. Γιώργος Καλιοντζής, από το Σταυροχώρι, δείχνει τον στύλο της ΔΕΗ όπου

έγινε το βραχυκύκλωμα

Στις 7 το πρωί εκείνης της ημέρας ένα βραχυκύκλωμα σε στύλο της ΔΕΗ, σε δασική

έκταση βορείως του χωριού Σταυροχώρι, σκόρπισε σε ελάχιστες ώρες τον πανικό

και στα υπόλοιπα τρία γειτονικά χωριά, τον Κουτσουρά, το Ορεινό και τα

Σχινοκάψαλα.

«Μέσα σε τρεις-τέσσερις ώρες η φωτιά κατάφερε να διανύσει από το βουνό

απόσταση 8 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή ώς τη θάλασσα. Και εκεί που όλοι

περίμεναν ότι είχε ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο, οι άνεμοι, οι οποίοι

έφθαναν τα 10 Μπωφόρ, άλλαξαν φορά. Η φωτιά γύρισε πίσω από άλλες κατευθύνσεις

και άρχισε να καίει και τις γύρω βουνοπλαγιές», θυμάται ο κ. Γιώργος

Καλιοντζής από το Σταυροχώρι.

Τις ίδιες εικόνες ξαναφέρνουν στο μυαλό τους και όσοι συγχωριανοί του πίνουν

τον απογευματινό καφέ τους στο καφενείο του κ. Νίκου Τζοβενάκη, ο οποίος ήταν

από τους πρώτους που έτρεξαν στο μέτωπο της φωτιάς, όταν αυτή έγινε αντιληπτή.

Άλλωστε, σε όποιο από τα τέσσερα χωριά βρεθεί κανείς, οι κάτοικοι και μόνο στο

άκουσμα της λέξης «πυρκαγιά» κοντοστέκονται. Ο καθένας έχει κάτι να προσθέσει

και να θυμηθεί από την τριήμερη κοινή μάχη που έδωσαν με τις φλόγες, που και

σήμερα ακόμη αποτελεί το κοινό σημείο αναφοράς τους.

«Ο κόσμος έκλαιγε. Το νερό και το ρεύμα είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαμε να

αντλήσουμε νερό ούτε από τα πηγάδια», λέει ο κ. Βαγγέλης Παπαδόπουλος,

ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ στον Κουτσουρά. Και συνεχίζει: «Βλέπαμε τη φωτιά να

πλησιάζει στο διπλανό βενζινάδικο και τρέμαμε μπροστά στο τι θα μπορούσε να

συμβεί. Όμως, ακόμα και χωρίς νερό ο κόσμος παρέμενε μέρα-νύχτα στα σπίτια και

στα λιόφυτα πολεμώντας τις φλόγες με κλαδιά και ό,τι άλλο έβρισκε».

«Εκείνες οι ώρες δεν περιγράφονται. Ολόκληρος ο ουρανός ήταν ένα σύννεφο από

καπνό και στάχτη. Ο καθένας άρπαζε ό,τι υγρό υπήρχε και το έριχνε στις φλόγες

και γύρω από την περιουσία του. Εγώ, σαστισμένη, άρπαξα έναν κουβά με γάλα,

έτρεξα και το έριξα στη φωτιά», θυμάται και η κ. Μαρία Τζερβελάκη, επίσης από

τον Κουτσουρά. Η ίδια, όπως λέει, όταν η πυρκαγιά πλησίασε πολύ τον οικισμό

πήρε τα παιδιά της και πήγαν στην κοντινή παραλία προκειμένου να σωθούν. Η κ.

Τζερβελάκη όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται με την

ελαιοπαραγωγή. Η οικογένειά της πριν από την καταστροφική φωτιά είχε σημαντικό

εισόδημα από το ελαιόλαδο.

Στο διάστημα όμως που ακολούθησε αναγκάστηκε να αγοράζει λάδι για τις ανάγκες

του σπιτιού της.

«Άνθρωποι που είχαν ετήσια παραγωγή ελαιολάδου, η οποία άγγιζε τους 7 τόνους,

έφθασαν στο σημείο να αγοράζουν λάδι για το καθημερινό μαγείρεμα», λέει ο κ.

Γιώργος Μυλωνάκης, αντιπρόεδρος το 1993 της τότε κοινότητας Ορεινού. Μαζί με

τους συγχωριανούς του κ.κ. Μανόλη Χατζάκη και Νίκο Βουζουνεράκη θυμούνται ότι

μετά την πυρκαγιά υπήρχαν άνθρωποι που «έψαχναν για ένα μεροκάματο για να

ζήσουν», καθώς χιλιάδες στρέμματα με ελιές αποτεφρώθηκαν.

Επτά χρόνια μετά, η καλλιεργήσιμη έκταση έχει αρχίσει και πάλι να αποδίδει

καρπούς στους κατοίκους. Όμως, όπως λέει ο δήμαρχος της κοινότητας Μακρύς

Γιαλός κ. Γιώργος Χατζάκης, αρκετοί απ’ αυτούς εξακολουθούν να ζουν υπό το

βάρος των δανείων που αναγκάστηκαν τότε να συνάψουν για να αποκαταστήσουν τις

ζημιές. Καθώς καμία αποζημίωση δεν δόθηκε «είναι άδικο», υποστηρίζουν οι

ίδιοι, και σημειώνουν πως ανάλογες καταστροφές στα προηγούμενα και στα επόμενα

χρόνια αποζημιώθηκαν. «Κι εμείς αγωνιζόμαστε ακόμα δικαστικά να αποζημιωθούμε

από τη ΔΕΗ», συμπληρώνουν με εμφανή τα ίχνη της δυσπιστίας, αλλά και της

αγανάκτησης στα πρόσωπά τους.

Αγανάκτηση που μετατρέπεται σε θλίψη μπροστά στις άλλοτε καταπράσινες από

πεύκα πλαγιές, όπου σήμερα έχουν απομείνει όσοι καμένοι κορμοί δεν έγιναν στο

μεταξύ καυσόξυλα. «Τα λιόφυτα αποκαταστάθηκαν, όμως 5.000 στρέμματα δάσους που

φιλοξενούσαν ακόμα και τα μελίσσια των παραγωγών μελιού παραμένουν νεκρό τοπίο

για να θυμίζει το μέγεθος της καταστροφής», καταλήγει ο κ. Βουζουνεράκης.