Παρακολουθώντας κανείς την αντιπαράθεση Πολιτείας και Εκκλησίας γύρω από το

άκαιρα ανακινηθέν θέμα των ταυτοτήτων διαπιστώνει τρεις διαστάσεις: πολιτική,

θρησκευτική, νομική. Παρακάμπτοντας την πολιτική και θρησκευτική του διάσταση,

τονίζοντας μόνο ως προς αυτές ότι, σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση είναι

αποκλειστική υπόθεση της Πολιτείας, σε ό,τι αφορά δε τη θρησκευτική θα έπρεπε

να ήταν αντικείμενο ενός ουσιαστικού διαλόγου. Σε ό,τι αφορά τη νομική

διάσταση: Δεν υπάρχει νομοθετική βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η

διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Η επίκληση της γνωστής απόφασης

υπ’ αριθμόν 510/17/15.05.00 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού

Χαρακτήρος δεν βρίσκει νομικό έρεισμα ώστε να αποκτήσει εκτελεστό χαρακτήρα.

Απεναντίας, υπάρχει η διάταξη του άρθρου 3 του νόμου 1988/91 η οποία προβλέπει

την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος. Η διάταξη δεν έχει καταργηθεί. Ο

μεταγενέστερος, γενικός μάλιστα νόμος 2472/97, δεν καταργεί τη διάταξη του

ειδικού νόμου 1988/91. Η διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 2472/97 η οποία

εισάγει την έννοια της συγκατάθεσης, αν δεχθούμε ότι καταργεί το άρθρο 3 του

νόμου 1988/91, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι δημιουργεί δικαίωμα προαιρετικής

αναγραφής του θρησκεύματος. Εξάλλου, η απόφαση της Αρχής δεν μπορεί να

καταργεί νόμο κατά το δικαιικό μας σύστημα. Πολύ περισσότερο όταν η απόφαση

είναι γνωμοδοτική. Περιττό να τονιστεί ότι η διάταξη της εν λόγω απόφασης που

θεωρεί αντισυνταγματική την αναγραφή του θρησκεύματος αποτελεί απλό ισχυρισμό

αναρμόδιου οργάνου. Γιατί είναι γνωστό ότι τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων

κρίνουν τα δικαστήρια. Τώρα, μια σύντομη παρατήρηση: Ο νόμος 2472/97

θεμελιώνει δικαίωμα προστασίας από την επεξεργασία του προσωπικού δεδομένου

υπέρ του υποκειμένου, υπέρ του πολίτη. Ο νόμος δεν δημιουργεί δικαίωμα υπέρ

της Πολιτείας, δηλαδή να απαγορεύσει την αναγραφή του δεδομένου κόντρα στη

θέληση του πολίτη. Αυτό θα ήταν ανήκουστο. Όσον αφορά το Ορθόδοξο Θρήσκευμα

που ασπάζεται το 97% των Ελλήνων και είναι συνυφασμένο με την ιστορική

διαδρομή τους είναι ερευνητέο κατά πόσο αυτό αποτελεί ατομικό δικαίωμα ή

συλλογικό δικαίωμα του έθνους. Εάν ο νόμος 2472/97 ως προς τον χαρακτηρισμό

του Ορθοδόξου Θρησκεύματος έχει την έννοια του ευαίσθητου προσωπικού

δεδομένου, τότε προσκρούει στην αντίθεση του ελληνικού λαού. Ο νόμος πρέπει να

εναρμονίζεται με το περί δικαίου αίσθημα του λαού σε συγκεκριμένη εποχή.

Συνοψίζοντας τις σκέψεις αυτές: Η αναγωγή της απόφασης της Αρχής από τον

υπουργό Δικαιοσύνης σε δεσμευτικό νόμο είναι αυθαίρετη. Εάν έτσι έχουν τα

πράγματα η αναμενόμενη εγκύκλιος του υπουργού Δημόσιας Τάξης που θα εντέλλεται

τη μη αναγραφή του θρησκεύματος δεν στηρίζεται σε νόμο και ως πράξη εκτελεστή

είναι προσβλητή. Με την πρώτη προσβολή της ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων θα

ανατραπεί. Συνεπώς απαιτείται η αλλαγή του νομικού καθεστώτος που μόνο η

Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να κάνει.

Ο Παναγιώτης Κρητικός είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β’ Πειραιά. Τέως α’

αντιπρόεδρος της Βουλής.