Στον εικοσαετή κύκλο που κλείνει με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, οι στάσεις

της ελληνικής Κοινής Γνώμης (ΚΓ) απέναντι στην Ευρώπη χαρακτηρίσθηκαν από

σημαντικές διακυμάνσεις. Οι διακυμάνσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν από το 1981

(Ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ) μέχρι σήμερα, απεικονίζονται στα διαγράμματα

1-3. Το Ευρωβαρόμετρο (ΕΒ), η επίσημη περιοδική κοινοτική

σφυγμομέτρηση, χρησιμοποιεί τρεις βασικούς δείκτες για την ανάλυση των

μακροπρόθεσμων τάσεων στην υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) και εν

συνεχεία Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.): α) τη στάση απέναντι στη συμμετοχή

κάθε χώρας, που αποτελεί και το πλέον γνωστό μέτρο της υποστήριξης προς την

Ε.Ε., β) την υποκειμενική αποτίμηση των ωφελειών από την ένταξη κάθε

χώρας και γ) τα αισθήματα των πολιτών σε περίπτωση διάλυσης της Ε.Ε.

(Ένας τέταρτος δείκτης, η γενικότερη στάση απέναντι στις προσπάθειες που

καταβάλλονται για την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης, δεν χρησιμοποιείται μετά

το 1996).

Η καχυποψία της πρώτης πενταετίας (1981-1985)

Στην περίοδο της πρώτης πενταετίας από την ένταξη (1981-85), που συμπίπτει

χρονικά με την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, «θετική» εικόνα για την

προσχώρηση της χώρας την Κοινότητα διατηρούσε η μειοψηφία των

πολιτών, που δεν υπερέβη ποτέ το 47% (διάγραμμα 1). Αντιθέτως, το

1981, το ποσοστό των «αντικοινοτικών» Ελλήνων, εκείνων δηλαδή που θεωρούν

«αρνητική» τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε., ξεπερνούσε το 20%. Την άνοιξη του

1982, μάλιστα, λίγους μήνες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η

υποστήριξη θα πέσει στο χαμηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί ποτέ σε

έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, περιοριζόμενη μόλις στο 1/3 των πολιτών

(33%). Για πρώτη φορά, η ουδετερότητα και η απάθεια καταγράφηκε ως

κυρίαρχη στάση του εκλογικού σώματος (37%). Το γεγονός αυτό είναι καθ’ όλα

ερμηνεύσιμο, αν λάβει κανείς υπόψη του τις εκφρασμένες θέσεις των πολιτικών

δυνάμεων της εποχής, αλλά και τους απόηχους του διάχυτου μεταπολιτευτικού

ριζοσπαστισμού.

Η μεγάλη ανατροπή (1985-1991)

Στο δεύτερο μισό, όμως, της δεκαετίας του ’80, που χρονικά καλύπτεται στο

μεγαλύτερο τμήμα της από τη δεύτερη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) και με

ορόσημο το (εκλογικό) έτος 1985 θα συντελεσθεί σταδιακά η θεαματική

αντιστροφή της τάσης. Το 1985 δεν αποτελεί μόνο σημείο καμπής για την

περιοδολόγηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, αλλά και αφετηρία

τροποποίησης του διεθνούς σκηνικού και χαλάρωσης του διπολισμού, γεγονός που

θα επηρεάσει άμεσα και τις ελληνο-κοινοτικές σχέσεις. Μέσα σε τρία χρόνια, από

το φθινόπωρο του 1985, όπου η υποστήριξη προς την ΕΚ μόλις που «άγγιζε» το

40%, θα προσεγγίσει το 1988, χρονιά της δεύτερης ελληνικής προεδρίας, το

66%, ισοφαρίζοντας για πρώτη φορά, ύστερα από μια

οκταετία, τον κοινοτικό μέσο όρο. Γεγονός που αποκτούσε και

συμβολική σημασία (διάγραμμα 1).

Η ιδεολογική μεταστροφή της ΚΓ, που συντελέσθηκε, ήταν σε μεγάλο βαθμό

αποτέλεσμα της ριζικής μεταβολής των ελληνο-κοινοτικών σχέσεων που επέφερε η

προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ και η οριστική εγκατάλειψη της αντιευρωπαϊκής ρητορείας

(Βλέπε σχετικά, Ροζάκης 1999). Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’80 και

στις απαρχές της δεκαετίας του ’90 (1989-1992), εποχή που συμπίπτει χρονικά με

την περίοδο συγκυβέρνησης και τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, η

υποστήριξη των πολιτών προς την Ε.Ε. εξακολούθησε να αυξάνεται. Την άνοιξη του

1991, θα υπερβεί οριακά τα 3/4 του ενήλικου πληθυσμού. Το ποσοστό 76% που

θα καταγραφεί μπορεί να θεωρηθεί ως το «πάνω όριο» της κοινωνικής αποδοχής της

συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε., κατά την εικοσαετία 1981-1999

(διάγραμμα 1). Ποσοστό, σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της περιόδου 1981-85,

που υπολογίζεται από το ΕΒ σε 41%. Παράλληλα, το ποσοστό των «αντικοινοτικών»,

δεν ξεπέρασε ποτέ στην περίοδο 1990-93 το 6%-8% (Βλέπε σχετικά ΕΒ, Τάσεις

1974-1994). Διαμορφώθηκε, επομένως, σταδιακά στα τέλη της προηγούμενης

δεκαετίας μια διευρυμένη πλειοψηφία ­ σταθεροποιημένη σε επίπεδα της τάξης του

70%-75% του εκλογικού σώματος ­ που αντιμετώπιζε ευνοϊκά και υποστήριζε την

ΕΚ, ενώ η γενικότερη ιδέα της «ενοποίησης της Δ. Ευρώπης» συγκέντρωνε ακόμη

μεγαλύτερες προτιμήσεις, της τάξης του 80%-82% στη διετία 1989-90 και 85% το

φθινόπωρο του 1993. Η ελληνική Κοινή Γνώμη περνούσε την πλέον

«φιλοευρωπαϊκή» της φάση.

Ταυτόχρονα, σε ευρύτατα τμήματά της εδραιώνεται πλέον η πεποίθηση ότι «η

χώρα επωφελήθηκε από την παραμονή της στην Κοινότητα». Ενώ ο συγκεκριμένος

δείκτης, που αποτυπώνει την υποκειμενική αποτίμηση των ωφελειών από την

ένταξη, υπολογίζεται για την τριετία 1983-85 μόλις σε 46% (μέσος όρος

περιόδου), αυξάνεται σε 57% τη διετία 1986-88, σε 75% τη διετία

1989-90 και σταθεροποιείται στην περίοδο 1991-95 σε επίπεδα της

τάξης του 73% (διάγραμμα 2). Υψηλότερο ποσοστό από το ελληνικό εμφανιζόταν

στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μόνον στην Ιρλανδία (82%) και στην Πορτογαλία

(74%), χώρες που όπως και η Ελλάδα συγκαταλέγονται στις φτωχότερες της

Κοινότητας. Είναι προφανές, ότι η διαπίστωση ότι η χώρα ωφελήθηκε από την

ένταξη επήλθε ως αποτέλεσμα της πολιτικής της πενταετίας 1985-89. Όπως

σημειώνει ο Χ. Ροζάκης, τον Νοέμβριο του 1985 το ΠΑΣΟΚ καταλήγει σε συμφωνία

για τη σύγκλιση, «αναδιαπραγματευόμενο ορισμένους όρους που αφορούν στις

ειδικές συνθήκες της οικονομίας μας. (…) Τα ευνοϊκά αποτελέσματα

ήλθαν λίγο μετά, με το »πακέτο Ντελόρ», το οποίο διπλασίαζε τους πόρους των

διαρθρωτικών προγραμμάτων, διαμόρφωνε ευχερέστερους όρους απορρόφησης των

κοινοτικών κονδυλίων και επέτρεπε αποκλίσεις από το αυστηρό πρόγραμμα

εφαρμογής της »εσωτερικής αγοράς»» (Χρ. Ροζάκης 1999). Θα πρέπει να

σημειωθεί, επίσης, ότι ως προς τον συγκεκριμένο δείκτη, η «ψαλίδα» ελληνικού –

ευρωπαϊκού μέσου όρου διατηρήθηκε σταθερά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του

δείκτη κοινωνικής υποστήριξης.

Παράλληλα, αλλά περισσότερο αργόσυρτα διαμορφώθηκε μια συμπαγής

κοινωνική πλειοψηφία που έτεινε να «ταυτίζεται» και να αναγνωρίζεται στην

Ε.Ε., να θεωρεί, δηλαδή, το μέλλον της άρρηκτα

συνδεδεμένο με αυτήν (διάγραμμα 3). Ο συγκεκριμένος δείκτης

συναισθηματικής ταύτισης με την Ε.Ε. καθρεπτίζει άμεσα και αποτελεί ίσως

την καλύτερη ένδειξη για τη ριζική ιδεολογική μεταστροφή του κοινωνικού

σώματος που είχε συντελεσθεί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην πρώτη πενταετία

της ένταξης (1981-85) ο εν λόγω δείκτης περιοριζόταν μόλις στο 27%, ενώ

και σε ολόκληρη την επταετία 1981-89, με μια εξαίρεση, είχε διατηρηθεί σε

επίπεδα χαμηλότερα από 35%. Με αφετηρία όμως το 1989, θα ακολουθήσει

«κάθετη άνοδος» της «ταύτισης» με την ευρωπαϊκή προοπτική. Ως

αποτέλεσμα αυτής της τάσης, ο δείκτης θα προσεγγίσει στο πρώτο μισό της

δεκαετίας του ’90 δύο φορές, την άνοιξη του 1990 και το φθινόπωρο του 1993, το

ανώτατο ιστορικό του όριο, 62% (βλέπε διάγραμμα 3) και θα

σταθεροποιηθεί σε γενικές γραμμές περίπου στο 50% του εκλογικού σώματος.

Μετά το 1989, η απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών δήλωνε ότι θα αισθανόταν

«μεγάλη απογοήτευση» σε ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από την Κοινότητα,

ποσοστό που στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μόνον οι Ιρλανδοί, οι Ιταλοί και οι

Λουξεμβούργιοι συναγωνίζονταν, ή υπερέβαιναν.

Οι γενικές τάσεις και διακυμάνσεις της ελληνικής ΚΓ απέναντι στην Ε.Ε.

εναρμονίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Την άνοιξη του

1991, ο μέσος όρος της κοινωνικής υποστήριξης προς την Ε.Ε., στο σύνολο των 12

χωρών-μελών, θα προσεγγίσει επίσης το υψηλότερο ιστορικά επίπεδό του, ελαφρώς

χαμηλότερο από το ελληνικό (72%, ΕΒ, τεύχος 52, σελ. 25). Έτσι, η υπογραφή της

Συνθήκης του Μάαστριχτ (ΣτΜ), για την οικονομική – νομισματική και πολιτική

ένωση της Ευρώπης (9-10 Δεκεμβρίου 1991) και η εφαρμογή της παρά τις

αντιπαραθέσεις που πυροδότησε (Δανία, Μ. Βρετανία, κ.λπ.) θα συντελεσθεί στην

πλέον ευνοϊκή ­ από την πλευρά της κοινωνικής αποδοχής ­ συγκυρία τόσο στην

Ε.Ε., όσο και στην Ελλάδα (Σχετικά, Γ. Μαυρής 1993). Η κατάρρευση του

ανατολικού κόσμου και των ιδεολογιών του, η επικράτηση και ηγεμονία του

δυτικού, αν και εκ των υστέρων αποδείχθηκε ασφυκτική μόνον προσωρινά, είχε

ασκήσει καταλυτική επίδραση στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την

άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, για λόγους που αφορούσαν την εσωτερική

πολιτική συγκυρία, η αύξηση της υποστήριξης μετά το 1989 υπήρξε

εντονότερη, σε σχέση με την Ευρώπη. Η τροπή που έλαβε η

διακυβέρνηση της χώρας μετά το 1988 και η κατάσταση των κομμάτων στις αρχές

της δεκαετίας του ’90, η κλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

(μετά την κρίση του 1987), αλλά και η συγκυρία στην περιοχή των Βαλκανίων

δημιούργησαν πρωτόγνωρη ανασφάλεια στην ελληνική ΚΓ. Ανέτρεψαν βεβαιότητες

δεκαετιών, και ώθησαν αρχικά σε εναπόθεση ελπίδων και σε αύξηση των προσδοκιών

από την Ευρώπη.

Δεκαετία ’90: Η κάμψη

Η αισιοδοξία που γέννησε η δεκαετία του ’80, εντούτοις, δεν επρόκειτο να

συνεχισθεί. Αντίθετα, κατά τη δεκαετία του ’90, η εμπιστοσύνη στην Ε.Ε., τόσο

στην Ελλάδα, όσο και συνολικά στην Ευρώπη θα υποστεί σημαντική

διάβρωση. Ενώ, όμως, στην Ελλάδα η πτωτική τάση

ανακόπτεται μετά το 1996, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην υπόλοιπη

Ευρώπη (για αυτήν τη διαφοροποίηση βλέπε αναλυτικά παρακάτω). Η συναίνεση

προς την Ε.Ε. θα ακολουθήσει αδιάλειπτα φθίνουσα πορεία επί μια εξαετία

(1991-97). Μάλιστα στην περίοδο 1995-1998 θα βρεθεί, ύστερα από μια

δεκαετία, ξανά κάτω από 50%, για να προσεγγίσει το κατώτατο ­

αυτή τη φορά ­ ιστορικό της σημείο, 46%, την άνοιξη του 1997

(διάγραμμα 1). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχη μείωση εμφανίζουν και

οι υπόλοιποι δείκτες.

Οι λόγοι για τούτο, που κάνουν την εμφάνισή τους από την αρχή της δεκαετίας,

είναι πολλοί και γνωστοί: η παράταση της οικονομικής ύφεσης, η αύξηση της

ανεργίας και η πύκνωση των φαινομένων κοινωνικής εξαθλίωσης και

κατακερματισμού, ο πόλεμος του Κόλπου, η οικονομική κατάρρευση των

«μετακομμουνιστικών» ανατολικών χωρών και η ανακοπή των μεταρρυθμίσεων, η

μεταναστευτική πλημμυρίδα, οι αρχικές φοβίες από τη γερμανική ενοποίηση, η

κρίση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, οι ανησυχίες για την απώλεια της

εθνικής ανεξαρτησίας που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, η άνοδος της άκρας

δεξιάς, η ανάδυση του εθνικισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Θα πρέπει

ακόμη να προστεθούν: η αντιπαράθεση που πυροδότησε το Μάαστριχτ, η αδυναμία

άσκησης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής στο Γιουγκοσλαβικό, η ένταξη το 1995

τριών σχετικά «ευρωσκεπτικών» εθνών (Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία), η κρίση του

BSE και ο πόλεμος στο Κόσοβο (1999). Με δυο λόγια η κοσμογονία των

τελευταίων ετών του αιώνα έδρασαν, σε τελική ανάλυση, μάλλον

υπονομευτικά, παρά ενισχυτικά για το «ευρωπαϊκό όραμα».

Λόγω της ιδιαίτερης θέσης της χώρας αυτές οι παράμετροι της γενικότερης

αρνητικής συγκυρίας που επηρέασαν την ευρωπαϊκή ΚΓ είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο

στην Ελλάδα.

Στη δεκαετία του ’90, η ελληνική πλευρά βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπη με

τους Ευρωπαίους εταίρους της. Τα πολιτικά και διπλωματικά κίνητρα αυτής της

αντιπαράθεσης έχουν επισημανθεί από αρκετούς αναλυτές: η ύπαρξη ασύμπτωτων

γεωπολιτικών προτεραιοτήτων στα Βαλκάνια και η απόπειρα ανάληψης ιδιαίτερων

πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών στην περιοχή, η αναζήτηση από την

ελληνική διπλωματία νέων ερεισμάτων και το άνοιγμα προς την Ουάσιγκτον, είχαν

προκαλέσει εμφανώς τη δυσφορία του «γαλλο-γερμανικού» άξονα. Οι τριβές δεν

περιορίζονταν μόνον στο πρόβλημα των Σκοπίων, αλλά περιελάμβαναν επίσης το

Κυπριακό (νέο αμυντικό δόγμα), αλλά και τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με

την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια της νέας ελληνικής προεδρίας (Α’ εξάμηνο 1994) η

Ελλάδα θα επιβάλει οικονομικό αποκλεισμό στα Σκόπια (2/1994), θα ακολουθήσει

το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης κατά της πολιτικής των συμμάχων στο

«Σκοπιανό», ενώ τον Απρίλιο η χώρα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η απομόνωση της ελληνικής Κοινής Γνώμης

Διαμορφώθηκε έτσι ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα στις ελληνο-κοινοτικές

σχέσεις, που είχε διπλό αντίκτυπο: αφενός στις στάσεις της ελληνικής Κοινής

Γνώμης απέναντι στην Ευρώπη, αλλά και αφετέρου στην ευρωπαϊκή Κοινή Γνώμη

απέναντι στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι την άνοιξη του 1993, το 51% των Ελλήνων πολιτών ήταν

πεπεισμένοι ­ καθόλου αδικαιολόγητα ­ ότι «οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την

Ελλάδα αρνητικά», το 24% ουδέτερα και μόνον 25% πίστευε ότι την αντιμετωπίζουν

θετικά (ΕΒ, τεύχος 39).

Πράγματι, η εντεινόμενη αρνητική αντιμετώπιση της Ελλάδας είχε ως επακόλουθη

συνέπεια και τη διαμόρφωση ενός «ανθελληνισμού» στην κοινή γνώμη των

ευρωπαϊκών χωρών – μελών, την απομόνωση της ελληνικής κοινής γνώμης και

εξαιρετικά χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης προς αυτήν.

Στα τέλη του 1992, το 13% των πολιτών της Ε.Ε. (δηλαδή ο ένας στους οκτώ)

επιθυμούσε, εάν κάτι τέτοιο ήταν θεσμικά εφικτό, την «αποβολή» της Ελλάδας από

τους κόλπους της (ΕΒ, τεύχος 38, 12/1992). Το ποσοστό «απόρριψης» για την

Ελλάδα ήταν το υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος, με σημαντικές, όμως,

διαφοροποιήσεις του «ανθελληνισμού» κατά χώρα (Αναλυτικότερα, βλέπε Γ. Μαυρής

1994).

Περισσότερο ενδεικτικό όμως, για το δυσμενές κατά της ελληνικής ΚΓ κλίμα που

είχε διαμορφωθεί πανευρωπαϊκά είναι ο λεγόμενος «δείκτης εθνικής

εμπιστοσύνης». Το ποσοστό εμπιστοσύνης που απολάμβαναν οι Έλληνες από τους

Ευρωπαίους αλλοεθνείς τους ήταν το χαμηλότερο στην Ε.Ε. Κινείτο στα όρια της

«εθνικής αντιπάθειας» (όπ. παρ.). Η ματαίωση των προσδοκιών που η ελληνική ΚΓ

διατηρούσε από την εξωτερική πολιτική των εταίρων, σε συνδυασμό με την εθνική

απομόνωσή της στον ευρωπαϊκό χώρο, επηρέασαν ως ένα βαθμό αρνητικά, αλλά δεν

καθόρισαν αποκλειστικά τις στάσεις των πολιτών απέναντι στην Ευρώπη.

Στην Ελλάδα, κατά την τριετία 1993-1996, η μείωση της κοινωνικής αποδοχής της

Ε.Ε. υπήρξε ραγδαία και, μάλιστα, περισσότερο έντονη από την αντίστοιχη

ευρωπαϊκή. Παραμένοντας, όμως, και σε αυτήν τη φάση σημαντικά υψηλότερη από

τον κοινοτικό μέσο όρο (διάγραμμα 1).

Μοναδική εξαίρεση στην πτωτική τάση θα αποτελέσει η συγκυριακή ανάκαμψη του

δείκτη μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993. Κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί

και στη συνήθη μετεκλογική ευφορία που προκάλεσε η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην

εξουσία. Στη μέτρηση του ΕΒ που θα προηγηθεί των ευρωεκλογών του Ιουνίου 1994,

ο δείκτης υποστήριξης έχει συρρικνωθεί σε 64%. Θα ακολουθήσει

σοβαρότερη επιδείνωση της κατάστασης: την άνοιξη του ’96, η

υποστήριξη θα επιστρέψει ­ εκ νέου ­ στα επίπεδα του 1988, δηλαδή λίγο

πάνω από την απόλυτη πλειοψηφία (51%).

Είναι χαρακτηριστικό, ότι το αρνητικό κλίμα συμπαρασύρει και τον δείκτη

«ωφέλειας» από την Ε.Ε. (59%), αν και το ποσοστό εκείνων που εξακολουθούσαν να

θεωρούν ότι η χώρα ωφελήθηκε παρέμενε υψηλότερο από το αντίστοιχο του δείκτη

υποστήριξης, καθώς και τον δείκτη «συναισθηματικής ταύτισης», ο οποίος

μειώθηκε δραματικά, για να προσεγγίσει (προς τα κάτω) τον μέσο κοινοτικό,

χωρίς εντούτοις να πέσει κάτω από αυτόν (Τα στοιχεία του εν λόγω δείκτη, για

προφανείς λόγους δεν δημοσιοποιούνται πλέον στις επίσημες εκδόσεις του ΕΒ –

διάγραμμα 4).

Οι διακυμάνσεις, εν τούτοις, της ελληνικής ΚΓ δεν είναι δυνατό να γίνουν

κατανοητές, μόνον σε συνάρτηση με τη συγκυρία των ελληνο-κοινοτικών σχέσεων.

Θα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογισθούν και οι παράγοντες της εσωτερικής

πολιτικής σκηνής που συναρθρώθηκαν με τους γενικότερους της

ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Πράγματι, στην περίοδο αυτή εγγράφονται

τάσεις κλυδωνισμού και αποδόμησης του ελληνικού κομματικού συστήματος,

με δημιουργία μάλιστα δύο νεοπαγών κομμάτων ΠΟΛΑΝ (6/1994), ΔΗΚΚΙ (12/1995).

Τάσεις που θα καταγραφούν για πρώτη φορά ευκρινώς στις εκλογές του 1994

(Ευρωεκλογές, Δημοτικές, Νομαρχιακές). Θα πρέπει να προστεθεί, επίσης, η

γενική απαισιοδοξία για την πορεία των πραγμάτων και κυρίως το κλίμα

γενικευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας από τη διακυβέρνηση, που εντείνεται ιδίως

από το καλοκαίρι του 1995 με την κατάρρευση του Α. Παπανδρέου και τα

εκφυλιστικά φαινόμενα που κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή. Δεν είναι

τυχαίο, ότι το ναδίρ της κοινωνικής συναίνεσης προς την Ε.Ε. στη

δεκαετία του ’90 (51% – άνοιξη 1996) καταγράφηκε κατά την κρίσιμη και

μεταβατική περίοδο που σφραγίσθηκε από την αποχώρηση του Α. Παπανδρέου

και την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην πρωθυπουργία της χώρας και κυρίως

την κρίση στα Ίμια (1/2/1996). Μια κρίση που συνέβαλε στο αίσθημα εθνικής

απομόνωσης και ως ένα βαθμό ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες αντιευρωπαϊκές

διαθέσεις.

Ανάκαμψη μετά τις εκλογές 1996

Με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κ. Σημίτη (Σεπτέμβριος 1996) η

πτωτική τάση της υποστήριξης προς την Ε.Ε. αντιστρέφεται, σε

αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη (διάγραμμα 1). Και πάλι η

εσωτερική συγκυρία επικαθορίζει τις κοινωνικές στάσεις απέναντι στην Ευρώπη.

Όταν στο σύνολο των χωρών – μελών ο δείκτης σημειώνει το κατώτερο ιστορικό του

ρεκόρ (46%), στην Ελλάδα βρίσκεται στο 61%. Αυτήν τη φορά, η σχετική

ανάκαμψη δεν θα πρέπει να αποδοθεί μόνον στις γενικές συνέπειες της

μετεκλογικής ευφορίας που παρατηρείται συχνά λόγω του εκλογικού κύκλου. Η

ένταξη στην ΟΝΕ τίθεται εξ αρχής ως στρατηγική προτεραιότητα της χώρας. Η

ευρωπαϊκή προοπτική ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη διακυβέρνηση. Αξίζει να

σημειωθεί, ότι η αύξηση της υποστήριξης συμβαδίζει με επιδείνωση της

εσωτερικής κατάστασης. Η περίοδος 1996-98 στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την

εντεινόμενη δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση και την επιδείνωση του πολιτικού

κλίματος (αγροτικές κινητοποιήσεις, κινητοποιήσεις καθηγητών – μαθητικές

καταλήψεις). Εν τούτοις, το φθινόπωρο του 1998 (ΕΒ 50), η υποστήριξη θα

εξακοντισθεί στο 67% (το υψηλότερο ποσοστό της πενταετίας 1995-99),

έναντι 54% του μέσου ευρωπαϊκού, που, εν τω μεταξύ (στη διετία 1997-98) έχει

και αυτός ανακάμψει (διάγραμμα 1).

Μετά την ΟΝΕ

Στις αρχές του 1999, η χώρα συγκλονίζεται από την υπόθεση Οτζαλάν (2/1999).

Τον Μάρτιο του 1999 ξεσπάει θεσμική κρίση στο εσωτερικό της Ένωσης. Η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραιτείται κατηγορούμενη για νεποτισμό και κακοδιαχείριση,

ενώ λίγες μέρες αργότερα άρχιζε ο πόλεμος στο Κόσοβο. Αυτά τα γεγονότα θα

επηρεάσουν αρνητικά την ευρωπαϊκή Κοινή Γνώμη και εντονότερα την ελληνική.

Όπως διακρίνεται ευκρινώς στο διάγραμμα 1, ενώ στην Ελλάδα η υποστήριξη

μειώνεται από 67% σε 54%, στην Ε.Ε.-15 από 54% σε 49%. Την 1η Μαΐου τέθηκε σε

ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ (ΣτΑ), ενώ τον Ιούνιο του ιδίου έτους

πραγματοποιήθηκαν οι πέμπτες άμεσες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (12-14

Ιουνίου), όπου για πρώτη φορά η αποχή στο σύνολο της Ε.Ε.-15 υπερβαίνει

οριακά το 50% (50,2%). Το φθινόπωρο του 1999, σύμφωνα με την τελευταία

διαθέσιμη μέτρηση του ΕΒ (βλέπε ΕΒ 52), καταγράφεται σχετική ανάκαμψη της

υποστήριξης: το 59% των Ελλήνων και το 51% των Ευρωπαίων

υποστηρίζει τη συμμετοχή της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα της άνοιξης ’99 (54% και 49%

αντίστοιχα), αλλά παραμένουν χαμηλότερα από ό,τι το φθινόπωρο του 1998, όπου

το 67% των Ελλήνων και το 54% των Ευρωπαίων πολιτών θεωρούσε «καλό πράγμα» τη

συμμετοχή της χώρας του στην Ε.Ε. Στην Ελλάδα η συμφωνία με την άποψη ότι «η

χώρα ωφελήθηκε από την ένταξη» επανέρχεται στο 70% (διάγραμμα 2), ενώ η

«συναισθηματική ταύτιση» με την Ευρώπη επανέρχεται το 1998, σε ποσοστό 52%

(διάγραμμα 3).

Μετά είκοσι έτη περιπλανήσεων της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής ΚΓ δεν

γνωρίζουμε αν βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας μακροχρόνιας πτωτικής τάσης

της κοινωνικής νομιμοποίησης της Ε.Ε., ή σε μια φάση ανάκαμψής της.

Δεν είναι σήμερα σαφές αν και πώς θα επηρεάσουν τις στάσεις των Ευρωπαίων

πολιτών οι προτεραιότητες που έχει θέσει η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή: εφαρμογή

της ΣτΑ για την καταπολέμηση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού

αποκλεισμού, μεταρρύθμιση των θεσμών για την εξασφάλιση αποτελεσματικότητας

και διαφάνειας, επιτυχία της ΟΝΕ και του ευρώ ως προϋπόθεση για τη διεθνή

αναβάθμιση της Ένωσης.

Κυρίως δεν είναι σαφές, αν η νέα αρχιτεκτονική της Ευρώπης, που θα

επεξεργασθεί η Διακυβερνητική Διάσκεψη της Ε.Ε. στη Νίκαια τον προσεχή

Δεκέμβριο και η προώθηση της ιδέας για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, θα πετύχει

μακροπρόθεσμα να περιορίσει την αδιαφορία των πολιτών για το ευρωπαϊκό

γίγνεσθαι που πιστοποίησαν οι ευρωεκλογές, να αυξήσει την εμπιστοσύνη στους

ευρωπαϊκούς θεσμούς που παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, και να τονώσει την

εξαιρετικά αναιμική «ευρωπαϊκή ταυτότητα» των πολιτών των 15 χωρών – μελών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Eurobarometer, Public Opinion in the European Union, Trends

1974-1994, έκδοση της 10ης Δ/νσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 11/1994.

Eurobarometer, Public Opinion in the European Union, τεύχος 33-52,

περιοδική έκδοση της 10ης Δ/νσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Deheneffe Jean-Claude, Europe as seen by Europeans. European Polling

1973-86, second edition, εκδ. European Documentation, 1986.

Dimitras Panayote, «The pre-eec conversion of Greek Public Opinion

(1981-90)», International Journal of Public Opinion Research, Vol. 4,

No 1, σελ. 37-50.

Μαυρής Γιάννης, «Ξεθωριάζει το «ευρωπαϊκό όραμα»», Η

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/4/1993.

Μαυρής Γιάννης, «»Φιλοευρωπαϊσμός» Ελλήνων και «Ανθελληνισμός»

Ευρωπαίων», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ειδική έκδοση, 23/1/1994, σελ. 12-13.

Reif Κ. & Inglehart R. (eds): Eurobarometer. The

Dynamics of European Public Opinion, εκδ. Macmillan, Λονδίνο 1991.

Ροζάκης Χρήστος, «ΠΑΣΟΚ – Ευρώπη: Αλλαγές πλεύσης», Η

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ειδική έκδοση, η Ελλάδα τον 20ό αιώνα, 1980-1990, 25-26/12/1999,

σελ. 11-13.