Ανάπτυξη και βελτίωση ενός εκάστου πανεπιστημίου με την ίδρυση νέων

Τμημάτων (ουσιαστικά, κάθε Τμήμα είναι «Πανεπιστήμιο εντός Πανεπιστημίου»)

είναι κορυφαία στιγμή συζήτησης και αποφάσεων για ζωτικές πτυχές της ανώτατης

εκπαίδευσης.

Στοιχειώδης σοβαρότητα σημαίνει πως κάθε απόφαση για την ίδρυση ενός νέου

πανεπιστημιακού Τμήματος πληροί ορισμένες προϋποθέσεις και τηρεί ορισμένα

στοιχειώδη κριτήρια. Πρωτίστως, επιβάλλεται να προηγείται μεγάλη συζήτηση

«επιστημονικής και επαγγελματικής σκοπιμότητας»: Μεταξύ άλλων, απαιτείται

συζήτηση για τις καλύτερες προσεγγίσεις 1) συμπλήρωσης γνωστικών κενών, 2)

συνεισφοράς στην ανάπτυξη κρισίμων κλάδων που καθιστούν τη χώρα ανταγωνιστική

και 3) αναβάθμισης της τεχνογνωσίας και των εξειδικεύσεων σε κρίσιμους τομείς

της επιστήμης στους οποίους διαθέτουμε ή θέλουμε να αποκτήσουμε συγκριτικό

πλεονέκτημα. Τουλάχιστον στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, αναζητώντας χρυσές

τομές πρωτοτυπίας και επιστημονικής πρωτοπορίας, ως χώρα διαθέτουμε επαρκή

αποθέματα επιστημονικού και πολιτισμικού πλούτου για αυτοδύναμες και

ορθολογικές αποφάσεις.

Τα προβλήματα στην ανώτατη εκπαίδευση είναι πολλά και γνωστά. Ο χώρος δεν

επαρκεί ούτε για απλή καταγραφή. Για να αναφερθώ σ’ ένα μόνο παράδειγμα, τα

προβλήματα που αντιμετώπισε το Πάντειον τα δύο τελευταία χρόνια, υποδηλώνουν,

ενδεχομένως, τον κανόνα παρά την εξαίρεση στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο.

Με βεβιασμένες ενέργειες και αιτιολογήσεις που δεν συνιστούν ορθολογική βάση

ίδρυσης Πανεπιστημιακών Τμημάτων («απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων»),

προκλήθηκε παραλίγο κατάρρευση ενός από τα πλέον καταξιωμένα ανώτατα ιδρύματα

στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών

συντάχθηκαν πρόχειρες προτάσεις δημιουργίας νέων Τμημάτων, τα οποία, σύμφωνα

με πρόσφατες εκτιμήσεις ανεξάρτητων αξιολογητών, «θα παράγουν τους ανέργους

του αύριο». Με παρότρυνση των προηγουμένων πρυτανικών αρχών, εξάλλου,

καταρρακώθηκαν οι πανεπιστημιακοί θεσμοί όταν συνεδρίασαν 12 από τους 32

συγκλητικούς σε παρακείμενο… ξενοδοχείο για να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν

τετελεσμένα. Τα γεγονότα είναι γνωστά και είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή της

λειτουργίας του Παντείου για αρκετούς μήνες, την περιπετειώδη παραίτηση του

τέως πρύτανη εν μέσω απίστευτων αλληλοκατηγοριών και την εκλογή δύο νέων μελών

του τριμελούς πρυτανικού σχήματος. Η Σύγκλητος, σε νόμιμη συνεδρία της

(14.1.2000) αποφάσισε ομόφωνα πως οι προαναφερθείσες διαδικασίες ήταν

παράνομες. Όμως, χαρακτηριστικό της κραυγαλέας προχειρότητας με την οποία

αντιμετωπίζονται τόσο σοβαρά ζητήματα, είναι το γεγονός πως η περιπέτεια

συνεχίστηκε: Μετά την αναγγελία των εκλογών, προεδρικό διάταγμα προωθούσε δύο

νέα Τμήματα, διοικητική πράξη που καταδικάστηκε με νέα ομόφωνη απόφαση της

Συγκλήτου (20.4.2000), τα μέλη της οποίας, όπως και τα μέλη της νέας

Πρυτανείας, αντιστέκονται σθεναρά σε ενέργειες που υποβαθμίζουν το ίδρυμα.

Προφανώς, στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως, λόγω αντίδρασης των ίδιων των

πανεπιστημιακών και των φοιτητών στα μικροπολιτικά παιχνίδια και στις

κραυγαλέες διοικητικές προχειρότητες, έστω και την τελευταία στιγμή,

αποτράπηκε η υποβάθμιση ενός κορυφαίου ελληνικού πανεπιστημιακού ιδρύματος.

Πάντως, τα χρονικά περιθώρια εξαντλούνται. Στα ευάλωτα ελληνικά ΑΕΙ, τα

αμαρτήματα του παρελθόντος και ο κατά πολύ αυξημένος αριθμός φοιτητών που

εισάγονται δημιουργούν εκρηκτικές συνθήκες, κατάσταση την οποία ο νέος

υπουργός, αν και κληρονόμησε, ίσως θα άξιζε να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει

θαρραλέα και ριζοσπαστικά.

Ο νέος υπουργός Παιδείας, γνωστός για το θάρρος και την ευθυκρισία που τον

χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων που καλείται να κάνει σ’ αυτό το δύσκολο υπουργείο,

είναι η ανάκληση διοικητικών πράξεων που υποβαθμίζουν τα ΑΕΙ, η επανεξέταση

των αναπτυξιακών στόχων στη βάση επιστημονικών και επαγγελματικών κριτηρίων

και η έναρξη ενός μεγάλου διαλόγου για την δημιουργία νέων Τμημάτων ως μέρη

Πανεπιστημιακών Σχολών και όχι ως υστερόγραφο μιας ανερμάτιστης μικροπολιτικής

προσέγγισης. Παράλληλα, νέα βήματα είναι ίσως αναγκαία από τους ίδιους τους

πανεπιστημιακούς. Λόγω απουσίας αυστηρού εξωτερικού ελέγχου στην άσκηση του

λειτουργήματος του πανεπιστημιακού δασκάλου, απαιτείται ανάπτυξη τόσο

επαγγελματικών κωδίκων υπεύθυνης συλλογικότητας στο εσωτερικό της

πανεπιστημιακής κοινότητας, όσο και μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και ηθικής

αυτοπειθαρχίας. Σ’ αντίθετη περίπτωση, η πολύτιμη ακαδημαϊκή ελευθερία

μετατρέπεται σε ασυδοσία που οδηγεί στον παρασιτισμό και την αχρηστία.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση.