Στα αρχοντικά του 21ου αιώνα οι μαστόροι έχουν για βάση το μπετόν,

χρησιμοποιούν πολύ σίδερο, βάζουν μεγάλες γυάλινες επιφάνειες για να τραβάνε

τον ήλιο προς τη μεριά τους και διακοσμούν με απαστράπτοντες γρανίτες και

μάρμαρα για να δείξουν την πολυτέλεια και τον πολιτισμό τους. Στο «βασίλειο»

της πρωτεύουσας, όλα τα επιβλητικά σύγχρονα κτίρια φτιάχνονται με αυτόν τον

τρόπο και ακολουθούν συναρπαστικά για το μάτι σχήματα, έχουν μέγεθος που

εντυπωσιάζει, αλλά όταν πας να μιλήσεις για τη χάρη και την πλαστικότητά τους

στον χώρο, η γλώσσα σου γίνεται κόμπος και μοιάζει σαν να μην έχεις τίποτε να

πεις και να προσθέσεις. Σε ένα άλλο «βασίλειο» όμως, που ανήκει σε μένα και σε

αρκετούς άλλους, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Μία είναι η βάση για το χτίσιμο,

η πέτρα, η πελεκημένη και σωστά γωνιασμένη. Σε ετούτο το βασίλειο ο

ακρογωνιαίος λίθος είναι ποτισμένος με ιδρώτα και εμφανίζει όλα τα χειροποίητα

σημάδια του ανθρώπινου μόχθου. Με σφυριά και καλέμια το άχρηστο υλικό που

στοιβάζεται σε βράχια, γίνεται χρήσιμο και κάποτε έρχεται η στιγμή για να

μετατραπεί σε έργο τέχνης με απίστευτη πλαστικότητα και χάρη. Σε ετούτο το

«βασίλειο» της πέτρας περιδιαβαίνω ασταμάτητα και «συλλέγω» τα καλύτερα

κομμάτια του επιθυμώντας όλοι να τα γνωρίσουν και να τα εκτιμήσουν. Για

άλλους, αυτές οι διαδρομές αναζήτησης της πέτρας δεν έχουν να πουν τίποτε και

τους προξενεί γέλιο το να ασχολούνται κάποιοι άνθρωποι στην εποχή μας με…

πελεκημένα λιθάρια! Άλλοι όμως συγκινούνται πραγματικά, αντιμετωπίζουν το

«βασίλειο» της πέτρας σαν ευλογημένο τόπο και κάνουν ό,τι μπορούν για να

αντέξει στον χρόνο. Μα την αλήθεια, έχουν μεγάλη αξία οι πέτρες, όσο και αν

αυτό ακούγεται παράξενο!

Το ταξίδι μου αυτό ξεκίνησε από τη Νεάπολη της Κοζάνης, την κωμόπολη που

βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην Καστοριά, τα Γιάννινα και την Κοζάνη.

Δεν είχα παρά να ακολουθήσω τον κεντρικό ασφάλτινο, επαρχιακό δρόμο προς τα

Γιάννινα, που είναι ομολογουμένως ένας από τους πλέον εντυπωσιακούς σε

ολόκληρη την Ελλάδα. Μπορεί να έχει αρκετές στροφές, μπορεί να έχει μια

δύσκολη ορεινή διάβαση τώρα τον χειμώνα, αλλά είναι πραγματικά χάρμα οφθαλμών

σε όλο του το μήκος. Βέβαια, μην περιμένετε να βρείτε όλα τα αξιοθέατα επάνω

ακριβώς στον δρόμο. Οι παρακάμψεις είναι που θα μας οδηγήσουν στο ζητούμενο,

όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε.

Σε μικρή απόσταση από τη Νεάπολη βρίσκεται το Τσοτύλι, μια όμορφη κωμόπολη που

χάρη στα παλιά της σπίτια (όσα έχουν απομείνει) διατηρεί ένα ζεστό παραδοσιακό

χρώμα. Για το όνομα του Τσοτυλίου υπάρχουν διάφορες εκδοχές. «Τουτζούλ»

αναγράφεται στο τούρκικο βασιλικό κτηματολόγιο, «Τζοτήλι» το αναφέρει ο

Μητροπολίτης Σισανίου Νεόφυτος, αλλά ο καθηγητής του Γυμνασίου Κων/νος Αγγελής

δίνει τη δική του εκδοχή: «Κοτύλιον» ήταν το όνομα που παραφράστηκε και ρίζα

έχει στη λέξη «κοτύλη» που σημαίνει κοίλο, βαθούλωμα. Δεν θα σταθούμε όμως

εδώ. Σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή έχουν βρεθεί λείψανα αρχαίου οικισμού (στις

τοποθεσίες Σιανίστι ή Σαράντα Γκορτσιές κ.ά.), ενώ εδώ κατοικούσαν 150

οικογένειες στα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από το 1389 που

πέρασαν οι Τούρκοι από την περιοχή μέχρι και το 1797 στο Τσοτύλι κατοικούσαν

μόνο χριστιανοί. Άλλοι ανήσυχοι και φιλοτάξιδοι και άλλοτε διωγμένοι από τις

αθρόες εξισλαμίσεις που ακολούθησαν, οι κάτοικοι του Τσοτυλίου μετανάστευσαν

στα πέρατα του κόσμου. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο τεράστιο παζάρι που

γινόταν κάθε Σάββατο, το οποίο ονόμαζαν «Καρί παζάρ», δηλαδή παζάρι γυναικών,

αφού σχεδόν όλοι οι άνδρες στη Δυτική Μακεδονία ήταν ξενιτεμένοι. Πολυπληθής

ήταν οι παροικία των Δυτικομακεδόνων στην Κων/πολη αποτελούμενη από εμπόρους,

δασκάλους, ιεράρχες, ειδικευμένους μαστόρους και όλοι τους είχαν πιει το πικρό

φαρμάκι της ξενιτιάς. Στα 1871 όμως αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Μακεδονική

Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως και δύο χρόνια μετά έχτισαν το

επιβλητικό Γυμνάσιο-Οικοτροφείο στο Τσοτύλι. Ένα θαυμάσιο, επιβλητικό πέτρινο

κτίριο που έμελλε να δίνει φως και ελπίδα στα Ελληνόπουλα στις δύσκολες

εκείνες περιόδους του ελληνοτουρικού πολέμου του 1897, αλλά και των βάναυσων

επιθέσεων του Βούλγαρων κομιτατζήδων. Σήμερα, το τρομερό αυτό μνημείο της

άριστα πελεκημένης πέτρας στέκεται ακόμα όρθιο και ζωντανό φιλοξενώντας το

δημαρχείο και άλλες δημόσιες υπηρεσίες στο Τσοτύλι. Πολύ αξιόλογος, αλλά

παρατημένος και άσχημα επιδιορθωμένος (με τσιμέντο!) είναι και ο ναός του Αγ.

Αθανασίου στο Τσοτύλι. Στη θέση τού μικρού ξωκκλησιού στα 1858 στήθηκε μια

υπέροχη τρίκλιτη βασιλική εκκλησιά, όπου ακόμα και οι γωνιόπετρες ήταν

πελεκημένες στο χέρι. Στην εξωτερική, δε, ημικυκλική πλευρά του αγίου βήματος

αξίζουν την προσοχή οι λιθανάγλυφες διακοσμήσεις με λιοντάρια, άνθη, σταυρό,

βασιλική κορώνα κ.λπ.

Σχεδόν 11 χιλιόμετρα μετά το Τσοτύλι επάνω στον κεντρικό δρόμο υπάρχει στα

αριστερά η διασταύρωση για το χωριό Χρυσαυγή. Αξίζει κανείς να ακολουθήσει τα

7 χιλιόμετρα για να δει τα δύο τοξωτά πέτρινα γεφύρια της Μοιραλής (έτσι

λεγόταν παλαιότερα το χωριό) επάνω στο Μαγεριώτικο ποτάμι. Το πρώτο, είναι

μικρό και βρίσκεται επάνω στον δρόμο Χρυσαυγής-Κορυφής. Το άλλο όμως, έχει το

μεγαλύτερο τόξο στην περιοχή του Βοΐου (9 μέτρα ύψος – 25 πλάτος) και μοιάζει

να ακροβατεί επάνω στα βραχώδη βάθρα του παραποτάμου της Πραμόρτσας. Το

ξεχωρίζουν και για τον παλιό νερόμυλο που υπάρχει δίπλα στο γεφύρι, αλλά και

για τη θρυλική ιστορία του. Τα χρήματα για να γίνει το μεγάλο γεφύρι της

Χρυσαυγής τα έδωσε ο ληστής Νικόλαος Ζάμπρος στα 1854, ο οποίος μάλιστα

επέβλεπε την κατασκευή κρυμμένος στον νερόμυλο! Οι Χρυσαυγιώτες τον είχαν

κρύψει από τους Τούρκους που τον κυνηγούσαν και εκείνος τούς υποσχέθηκε ότι θα

τους χτίσει ένα γεφύρι. Την υπόσχεσή του την τήρησε και το πέτρινο μνημείο

στολίζει το ποτάμι, αλλά και το χωριό μέχρι σήμερα.

Επιστροφή στον κεντρικό δρόμο και περνώντας από τη Μόρφη όσοι θέλουν να

γευτούν τη χάρη της Πραμόρτσας (του ποταμιού) με τα τερτίπια και τους

μαιανδρισμούς της δεν έχουν παρά να ψάξουν τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της

Μόρφης και της Σβόλιανης (τα οποία είχαμε παρουσιάσει στο φύλλο 22/10/1999 της

εφημερίδας ). Και μη νομίσετε ότι είναι μονάχα αυτά στην περιοχή, υπάρχουν και

μη καταγεγραμμένα γεφύρια όπως αυτό του «Ντέρη» (την ονομασία μού την έδωσε ο

κυρ Αντρέας που περπατούσε επάνω του), το οποίο ανακάλυψα τυχαία βλέποντας το

σκαλιστό φιδωτό καλντερίμι να κατηφορίζει την πλαγιά και ένωνε τον Πεντάλοφο

με χωράφια και αμπέλια που τώρα δεν υπάρχουν πια.

Ο Πεντάλοφος ή Ζουπάνι χρειάζεται μεγάλη στάση! Το ορεινό χωριό της Πίνδου, με

υψόμετρο που ξεπερνά τα 1.000, είναι χτισμένο σε δύο γειτονιές εκατέρωθεν του

κεντρικού ασφάλτινου δρόμου, έχει πανέμορφα κτίσματα, ξεχωριστή ατμόσφαιρα και

είναι η ιδιαίτερη πατρίδα των περίφημων μαστόρων-κτιστάδων, των Ζουπανιωτών. Ο

Πεντάλοφος ή Ζουπάνι (στα σλάβικα σημαίνει αρχηγείο ­ έτσι μου είπαν) θα

πρέπει να κατοικήθηκε μετά το 1600 και μάλιστα από πολύ φτωχούς ανθρώπους.

«Πέτρα είχαμι, πέτρα δούλιψάμι», έλεγε ένας γέρος μάστορας και ετούτη τη φράση

τη βάζουν επικεφαλίδα στην τοπική εφημερίδα που εκδίδουν στις μέρες μας. Οι

Ζουπανιώτες μαστόροι ξεπέρασαν εύκολα τα στενά όρια της πατρίδας τους και με

τα χέρια τους έφτιαξαν αριστουργήματα (πολλά ονόματα και φυσικά αξεπέραστα

δημιουργήματα Ζουπανιωτών μαστόρων βρίσκουμε στο Πήλιο, για παράδειγμα). Το

σμίλεμα της πέτρας από Ζουπανιώτη μάστορα δεν έχει ψεγάδια και στις πλείστες

των περιπτώσεων είναι έτσι πελεκημένες οι πέτρες, ώστε νομίζεις ότι έχουν

περάσει από σύγχρονο κοπτικό μηχάνημα! Πέρα από την απαράμιλλη τεχνική τους,

εξέλιξαν έναν ιδιόμορφο ­ νομαδικό γιατί πήγαιναν όπου είχε δουλειά ­ τρόπο

ζωής και μια συνθηματική γλώσσα τα Κουδαρίτκα ή Μαστιόρκα, που επινόησαν και

μιλούσαν μεταξύ τους οι μαστόροι. (Να σκεφθείτε ότι στη γλώσσα τους «μάνου»

σημαίνει ψωμί και «μανούρα» σημαίνει πέτρα!).

Αν θα μιλήσουμε για το Ζουπάνι δεν θα πρέπει να μην αναφερθούμε στον Ντόλο, το

σημερινό χωριό Βυθός που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον Πεντάλοφο. Τα

ίδια θα πούμε για τους μαστόρους-καλφάδες του Ντόλου. Ίδιος είναι ο τόπος

τους, φτωχός και άγονος, εκεί στα ριζά των βράχων του Καρουλιού. Πέτρα είχανε

άφθονη και ετούτοι που κρυφτήκανε μέσα στις νεροσυρμές και τις χαράδρες.

Ταξίδεψαν κι αυτοί πολύ, γεύτηκαν το πικρό φαγητό της ξενιτιάς, αλλά άφησαν

περίφημα έργα πίσω τους. Έντιμοι και συνεπείς μαστόροι και ετούτοι οι Βυθινοί.

Σήμερα το χωριό αντέχει ακόμα αν και η υποβάθμιση είναι φανερή και το

Ζντρουγκογέφυρο έγινε τσιμεντένιο!

Δύο εκκλησιές μπορείς να θαυμάσεις στην περιοχή. Η μία είναι στον κάτω μαχαλά

του Πεντάλοφου και είναι ο Άγιος Αχίλλιος (τον γράφει με γιώτα και δύο λ η

τοιχογραφία στην είσοδο της εκκλησιάς) που χτίστηκε το 1742 και ιστορήθηκε

(αγιογραφήθηκε δηλαδή) δύο χρόνια μετά. Επιβλητικό κτίσμα και πανέμορφο.

Μεγάλη αξία, αλλά και σημασία για την περιοχή όμως έχει το μεταβυζαντινό

μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, το οποίο απέχει 6 χλμ. από τον Βυθό. Δεσπόζει σε

μια ορεινή κατάφυτη περιοχή, εκεί ψηλά στα 1.010 μέτρα και αποτελεί

χαρακτηριστικό δείγμα της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής του τέλους του 18ου

αιώνα. Ανυπέρβλητος σε αξία και ομορφιά είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του

καθολικού της μονής, το οποίο κατακευάστηκε σύμφωνα με τα αγιορείτικα πρότυπα

και ιστορήθηκε από τους φημισμένους Χιοναδίτες ζωγράφους. Οι Ζουπανιώτες

χτίστες εδώ έχουν βάλει όλη τους τη μαεστρία και όσο να ψάξεις ψεγάδι δεν θα

βρεις. Τα τελευταία 45 χρόνια η Ι.Μ. Αγίας Τριάδος οφείλει την ύπαρξή της και

την περιποιημένη της εμφάνιση σε έναν μονάχα ιερέα, τον αρχιμανδρίτη Σεραφείμ,

που μένει εκεί. Δυστυχώς, εγώ επισκέφθηκα τη μονή μάλλον σε ώρα ακατάλληλη και

δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω από κοντά. Ίσως την επόμενη φορά.

Από το Ζουπάνι και τον Ντόλο συνέχισα την κεντρική οδική αρτηρία για

Κόνιτσα-Γιάννινα και απολαμβάνοντας την ορεινή υπέροχη διαδρομή έφθασα στο

Επταχώρι, που μέχρι τα 1927 λεγόταν Βουρβουτσικό. Η περιοχή κατοικείται από

τον 8ο αιώνα μ.Χ., αλλά μόλις στα 1600 τα 10-12 «Παλιοχώρια» της περιοχής

συνενώθηκαν για να φτιάξουν το Βουρβουτσικό. Πολλές ήταν οι επιδρομές των

Αρβανιτών, βαρείς ήταν οι φόροι που πλήρωναν στους Τούρκους, έκαψε και το

χωριό Αλή Πασάς και μόλις στα 1912 ήρθε η απελευθέρωση. Μέσα από το Επταχώρι

περνάει ρέμα που χωρίζει το χωριό στα δύο και καταλήγει στο Ζουζουλιώτικο

ποτάμι. Επάνω σ’ αυτό το ρέμα χτίστηκε το ομώνυμο μονότοξο πέτρινο γεφύρι του

χωριού, το οποίο χρησιμοποιείται κανονικά έως τις μέρες μας, αν και δέχθηκε

αρκετό τσιμέντο από πάνω για να φτιαχτούν στηθαία και να στηθούν προστατευτικά

κάγκελα. Αν ακολουθήσει όμως κανείς τον χωματόδρομο για το χωριό Ζούζουλη θα

βρει το περιώνυμο γεφύρι του Κουσιουμπλή, εκεί ανάμεσα στα σύνορα Δυτικής

Μακεδονίας και Ηπείρου. Έτσι όμορφα που είναι επισκευασμένο προσφέρει ένα

ακόμα εντυπωσιακό δείγμα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Βοΐου, αφού

χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από Επταχωρίτες μαστόρους. Παλιότερα στο

γεφύρι του Κουσιουμπλή υπήρχαν δύο νερόμυλοι, ο ένας σχεδόν κολλητά στο

γεφύρι, αλλά τώρα το σκηνικό συμπληρώνει ένα περιφραγμένος χώρος

με…αγριογούρουνα, πιθανώς αιχμαλωτισμένα για δημιουργία εκτροφείου!

Το ταξίδι στα μονοπάτια της πέτρας και των μαστόρων της δεν τελειώνει εδώ. Από

τον Επτάλοφο ο δρόμος πλησιάζει τον Σαραντάπορο ποταμό και χώνεται για τα καλά

στην Ήπειρο… εκεί που οι μάστοροι της πέτρας είχαν τόση φήμη, ώστε να λένε

ότι ετούτοι έφτιαξαν τον κόσμο ολόκληρο!

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Αν δεν υπήρχε ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμίδης, ο οποίος έχει αφήσει μεγάλο

όγκο πληροφοριών για τα χωριά της περιοχής, θα ήμασταν πολύ πτωχότεροι.

Δυστυχώς, τα βιβλία του είναι πλέον δυσεύρετα και εγώ αφιέρωσα αρκετό χρόνο

διαβάζοντας όσα βρήκα στη βιβλιοθήκη του Τσοτυλίου. Με μεγάλη μου έκπληξη την

ίδια στιγμή που κρατούσα σημειώσεις ήρθε το άσχημο νέο για τον θάνατό του…

Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να τον ευχαριστήσω θερμά για τις γνώσεις που

μας προσέφερε και να τον μνημονεύω όπου χρειάζεται.

Για να περιηγηθείτε στα χωριά του Βοΐου θα πρέπει να ξεκινήσετε είτε από τα

Γρεβενά είτε από την Κοζάνη είτε από την Κόνιτσα. Το δικό μου το ταξίδι το

ξεκίνησα από τη Νεάπολη και ο χιλιομετρητής του Grand Vitara που με

συντρόφευσε αγόγγυστα δεν έγραψε πάνω από 100 χλμ. με όλες τις παρακάμψεις.

Βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάτε ότι σημαντικό κομμάτι της περιοχής του Βοΐου

έχει περιγραφεί στο φύλλο της 22/10/1999 της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Ο κεντρικός

οδικός άξονας από τη Νεάπολη μέχρι την Κόνιτσα (περίπου 115 χλμ. ) είναι από

μόνος του υπέροχος ως διαδρομή, αν και τον χειμώνα τα χιόνια και οι

κατολισθήσεις μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα. Από τον Πεντάλοφο

η Νεάπολη απέχει 40 χλμ., η Κοζάνη 86 και η Κόνιτσα 75. Στα 6 χλμ. από τον

Βυθό βρίσκεται το μοναστήρι της Αγ. Τριάδος (1.200 μέτρα χώμα στο τέλος) και ο

δρόμος τώρα τον χειμώνα είναι στρωμένος με παχύ χιόνι. Για το γεφύρι του

Κουσιουμπλή ακολουθούμε μετά το Επταχώρι την ταμπέλα για Ζούζουλη, περνάμε το

φυλάκιο του Στρατού στα αριστερά μας και σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο

βλέπουμε το γεφύρι. Προσοχή στη λάσπη. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι γίνεται

Καρναβάλι στο Τσοτύλι την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, ενώ στον Πεντάλοφο

πετάνε αερόστατα.

ΔΙΑΜΟΝΗ

Πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου οι επιλογές είναι πολύ περισσότερες,

μπορείτε να μείνετε στο Τσοτύλι (ξενοδοχείο «Κεντρικόν» τηλ. 0468-31465), στον

Πεντάλοφο (ξενοδοχείο «Πίνδος», τηλ. 0468-41057) ή στη Νεάπολη (ξενοδοχείο

«Γαλήνη» τηλ. 0468-22329). Εάν ακολουθήσετε τη διαδρομή με τον τρόπο που

περιγράφεται, τότε πολύ κοντά σας είναι η Κόνιτσα και λίγο πιο κάτω τα

Γιάννινα.

ΦΑΓΗΤΟ

Θα βρείτε να φάτε σε όλες τις κωμοπόλεις της περιοχής, όπως το Τσοτύλι, ο

Πεντάλοφος και το Επταχώρι. Πάντως, η προσωπική μου εμπειρία από τις ταβέρνες

της κεντρικής πλατείας του Πενταλόφου στον πάνω μαχαλά είναι εξαιρετική.

Φυσικά συνιστώνται τα κρεατικά και τα τυροκομικά που είναι άριστης ποιότητας

σε όλη την περιοχή. Περίεργη ατμόσφαιρα, λίγο βαριά, λίγο απομονωμένη έχει η

πλατεία στον Βυθό (φτάνεις στο τέρμα του χωριού και ανηφορίζεις)… Εκεί θα

έπινα έναν καφέ, αλλά ήταν μεσημέρι και όλα ήταν κλειστά.

ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ

(Κωδικός 0468)

Αστυνομία Πενταλόφου 41222

Αγρ. Ιατρείο Πενταλόφου 41262

Κ. Υγείας Τσοτυλίου 31800

Αστυνομία Τσοτυλίου 31666

Δήμος Νεάπολης 22482

Αγρ. Ιατρείο Νεάπολης 22222

Αστυνομία Νεάπολης 22100