«Η ανθρωπίνη μνήμη ενθυμείται πάντοτε το τελευταίον γεγονός», υποστηρίζει

κατ’ επανάληψη στο πολύτομο ιστορικό έργο του ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Και

βεβαίως, το «τελευταίον γεγονός» στην πολιτική δράση του συνδέεται με τη

«δοτή» πρωθυπουργία του εκ μέρους τού επικεφαλής της «χούντας των

συνταγματαρχών», Γ. Παπαδόπουλου.

«Δοτός» πρωθυπουργός. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ορκίζεται τον Οκτώβριο του 1973,

ενώπιον Γ. Παπαδόπουλου και Οδ. Αγγελή, «προέδρου» και «αντιπροέδρου» της «Δημοκρατίας».

Ο ίδιος υποστήριξε ότι προσφέρθηκε ως «διέξοδος στα αδιέξοδα» που αντιμετώπιζε

ο Γ. Παπαδόπουλος στην επιδίωξη του πραξικοπηματία να εξαγάγει τη χώρα από το

δικτατορικό καθεστώς και να την οδηγήσει προς μία μορφή ελεγχόμενου

κοινοβουλευτισμού.

Αλλά ο ίδιος ο Σπύρος Μαρκεζίνης εκτιμούσε ότι «η εθελούσια θυσία ενός

ανθρώπου δεν είναι δεκτική εκτιμήσεως, με απόλυτα κριτήρια, αλλά πάντοτε κατά

περίπτωση, δηλαδή σχετικά».

Επομένως η κατά «περίπτωση εκτίμηση» στη «δοτή» πρωθυπουργία δεν

προσυπογράφεται στο ενεργητικό του εκλιπόντος πολιτικού και ιστορικού

συγγραφέα.

Πρωθυπουργός το 1973

Και διαφαίνεται ότι η φιλοδοξία, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη εκτίμηση στις

προσωπικές του ικανότητες ­ και όχι βεβαίως η ψυχρή «ιστορική» αποτίμηση των

συνθηκών ­ ώθησαν τον Σπύρο Μαρκεζίνη να καλλιεργήσει σχέσεις με το αυταρχικό

καθεστώς και τον Οκτώβριο του 1973 να αποδεχθεί την πρωθυπουργία με το

επιχείρημα ότι θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές και απεμπλοκή από το δικτατορικό

καθεστώς.

Τα «όρια» των δυνατοτήτων του στην επιεικέστερη των περιπτώσεων, πρόδωσαν

αυτόν που στις ιστορικές του μελέτες εμφανίζεται ως θιασώτης της «θεωρίας των

ορίων»!

Αδιάλλακτος βασιλόφρων

Η αντίφαση αυτή συνοδεύει τον Σπύρο Μαρκεζίνη στη μακρά πολιτική του διαδρομή.

Αδιάλλακτος βασιλόφρων το 1935 και το 1946 εμφανίζεται τον Ιούλιο του 1973 να

μετακινείται στο στρατόπεδο της «Δημοκρατίας», όπως την ευαγγελιζόταν το

Σύνταγμα του Γ. Παπαδόπουλου.

Η «υπέρβαση των ορίων» οδηγεί τον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1947 στην ίδρυση του Νέου

Κόμματος, την είσοδό του στην κυβέρνηση Σοφούλη το 1949. Η αποτυχία του στις

εκλογές του 1950 τον προσδένει στη στραταρχική ράβδο του Παπάγου.

Η εκλογική νίκη του τελευταίου το 1952 φέρει τον Μαρκεζίνη στην υπ’ αριθ. 2

θέση στην κυβέρνηση του Παπάγου και τον καθιστά παντοδύναμο αναπληρωτή

πρωθυπουργό και υπουργό Συντονισμού με πλήρη εποπτεία στο σύνολο των

οικονομικών υπουργείων και οργανισμών, καθώς και το τραπεζικό σύστημα.

Οικονομικές μεταρρυθμίσεις

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης την περίοδο της παντοδυναμίας του, ως υπουργός

Συντονισμού στην κυβέρνηση Παπάγου

Από τη θέση αυτή πραγματοποίησε σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη

νομισματική, πιστωτική, επενδυτική και δημοσιονομική πολιτική της χώρας.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η αναπροσαρμογή του δολαρίου κατά 100%, η

κατάργηση των μηδενικών στα νομίσματα, η αποδέσμευση του εξωτερικού εμπορίου,

η εξασφάλιση ευρωπαϊκών πιστώσεων, η έκδοση εσωτερικού δανείου για τη

χρηματοδότηση βιομηχανικών επενδύσεων, η κατασκευή του πρώτου διυλιστηρίου

πετρελαίου και η θεμελίωση σειράς υδροηλεκτρικών έργων.

Η «υπέρβαση των ορίων» τον οδηγεί τον Απρίλιο του 1954 σε σύγκρουση με τον

Παπάγο, παραίτηση από την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών σε θέματα εσωτερικής και

εξωτερικής πολιτικής, αλλά και το Κυπριακό, που βρίσκεται σε όξυνση εκείνη την

περίοδο. Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1955, ιδρύει το Κόμμα των

Προοδευτικών με 30 ακόμη βουλευτές που τον ακολούθησαν. Το 1961 ο Σπύρος

Μαρκεζίνης συμπράττει με την Ένωση Κέντρου, εκλέγεται πρώτος βουλευτής Αθηνών

και το κόμμα του καταλαμβάνει 15 έδρες.

Στις εκλογές του 1964 συνεργάζεται με την ΕΡΕ. Εκλέγεται και πάλι πρώτος

βουλευτής Αθηνών, ενώ το Κόμμα των Προοδευτικών τού οποίου ηγείται εξασφαλίζει

οκτώ έδρες.

Ψήφισε Νόβα

Το 1965, μετά το ιουλιανό βασιλικό πραξικόπημα και την ανατροπή της κυβέρνησης

του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Μαρκεζίνης δίδει ψήφο ανοχής στην πρώτη κυβέρνηση

των αποστατών υπό τον Γ. Αθανασιάδη – Νόβα, καταψηφίζει την κυβέρνηση

Τσιριμώκου και υπερψηφίζει την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου.

Το 1973 δέχεται την κατ’ απονομήν, από τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο,

πρωθυπουργία. Ανατρέπεται την περίοδο των γεγονότων του Πολυτεχνείου, όταν ο

«αόρατος δικτάτορας» Δ. Ιωαννίδης καταργεί τον Γ. Παπαδόπουλο.

Ο ίδιος ο Σπύρος Μαρκεζίνης ισχυρίζεται στις «Αναμνήσεις» του ότι η ανατροπή

του διασυνδέεται με την άρνησή του να δεχθεί τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων

της Κρήτης από τους Αμερικανούς ως βάσεις ανεφοδιασμού του Ισραήλ σε

ενδεχόμενη επανάληψη των εχθροπραξιών με την Αίγυπτο.

Άνοιγμα στην ΕΣΣΔ

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, κι ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται στην κορύφωσή του,

πραγματοποιεί το 1959 «διπλωματικό άνοιγμα» προς τη Σοβιετική Ένωση, την οποία

και επισκέπτεται προσκεκλημένος του υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Αναστάς

Μικογιάν.

Υπερθεματίζει το άνοιγμα των αγορών προς τις χώρες του ανατολικού συνασπισμού,

οι οποίες προσφέρονται για την απορρόφηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.

Ήδη, όμως, ο Μαρκεζίνης από το τέλος του Εμφυλίου με σειρά 24 άρθρων του, με

τον χαρακτηριστικό τίτλο «Από τον πόλεμον εις την ειρήνην», διαφοροποιεί τη

θέση του από τους επινίκιους αλαλαγμούς της Δεξιάς και ζητεί κατά μία έννοια

να ακολουθηθεί πολιτική λήθης και να χαραχθεί νέα αφετηρία για τη χώρα.

Αν ατύχησε ως πολιτικός, ο Σπύρος Μαρκεζίνης ευτύχησε ως ιστορικός συγγραφέας

της πολύτομης Νεοελληνικής Ιστορίας (1828 – 1975), η οποία, κυρίως όσον αφορά

την περίοδο 1828 – 1920, διακρίνεται για τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του,

την τοποθέτηση και ερμηνεία των γεγονότων σε συνάρτηση με το διεθνές

περιβάλλον, αλλά και την αναγωγή της οικονομίας σε ουσιαστικό στοιχείο

ερμηνείας του «ιστορικού γίγνεσθαι».

Ποιος ήταν

Πέθανε χθες το πρωί σε βαθιά γεράματα, στην κατοικία του, στην οδό Ησιόδου

κοντά στον Εθνικό Κήπο, ο παλαίμαχος πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης.

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο οποίος διετέλεσε «πρωθυπουργός» της δικτατορίας και το

όνομά του συνδέθηκε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 1973, γεννήθηκε στις

22 Απριλίου του 1909 στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά, Πολιτικές και Οικονομικές

Επιστήμες.

Το 1931 άρχισε να εργάζεται στην Αθήνα ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος

εταιρειών και ιδρυμάτων. Το 1936, διορίστηκε νομικός σύμβουλος του βασιλιά

Γεωργίου Β’ και της βασιλικής οικογένειας. Στην περίοδο της Κατοχής έμεινε

στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και υπήρξε ο

αρμόδιος για τα πολιτικά θέματα στην, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου,

πενταμελή μυστική επιτροπή αγώνα