Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Ν.Δ. παρουσίασε ένα «πρόγραμμα»

εκπαιδευτικής πολιτικής με μια διάθεση επιστροφής σε παλιότερα αρχέτυπα. Είναι

απόρροια της γενικότερης αδυναμίας της να εκφράσει μια συνολική πολιτική που

θα υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες της χώρας.

Έτσι, το συγκεκριμένο σκηνικό με τα συμπαρομαρτούντα του υποδηλώνει τη

δοκιμασία της ιστορίας της εκπαίδευσης, η οποία είναι, ως ένα βαθμό, μια

σισύφεια πορεία μεταξύ προωθητικών / καινοτομικών «επεισοδίων» και

οπισθοδρομικών ή και αταβιστικών αναδιπλώσεων. Ωστόσο, η ροή των εκπαιδευτικών

μας πραγμάτων έχει συγκροτημένες και αρκετά ισχυρές κοινωνικές και μορφωτικές

τάσεις και δεν μπορεί να ανακοπεί από κάποιο (οιονεί) αναχρονιστικό πρόγραμμα.

Και αυτή η ροή χαρακτηρίζεται από τις εξής στρατηγικές: α) αναβάθμιση της

δημόσιας εκπαίδευσης ­ βασικός παράγοντας κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής,

β) καθολίκευση της γενικής παιδείας μέχρι το Λύκειο, γ) ανάπτυξη της τεχνικής

και επαγγελματικής εκπαίδευσης ­ κλειδί για την πλήρη ορθολογικοποίηση του

εκπαιδευτικού μας συστήματος, δ) διεύρυνση της δημόσιας τριτοβάθμιας

εκπαίδευσης ­ ζήτημα που έχει «ανοίξει» σημαντικά τα τελευταία χρόνια και ε)

διαρκής και επιμελής ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρξε από τους ιθύνοντες της Ν.Δ.

κάποια έστω στοιχειώδης αιτιολογία γιατί προτείνεται η διχοτόμηση του Λυκείου

σε Γενικό και Επαγγελματικό (αντιγραφή παλιότερων δεκαετιών) όταν η γενική

τάση στις ευρωπαϊκές χώρες είναι η ενιαιοποίηση των Λυκείων με στόχο την

καθολίκευση της γενικής παιδείας, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Ουσιαστικά αυτή η

επιλογή εκπηγάζει από τη γενικότερη ιδεολογία της συντηρητικής παράταξης περί

διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, που αναπαράγεται στο

σχολικό οικοσύστημα με προφανείς στοχεύσεις. Η Ν.Δ. εξορύσσει από τα κατώτερα

κοιτάσματα της εξεταστικής στρωματογραφίας τους «κύκλους» των Γενικών

Εξετάσεων της εποχής του ’70, μια εξαντλημένη ιστορικά επιλογή, αφήνοντας να

νοηθεί ότι ανακάλυψε «λυτρωτικό» σχήμα εισαγωγής!

Εδώ γίνεται συσκότιση της εικόνας με την απόπειρα ταύτισης της μορφωτικής

αυτονομίας του Λυκείου με την οργανωτική αποσύνδεση του συστήματος πρόσβασης

στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση από το Λύκειο!!

Οι έχοντες ακόμα και την πιο στοιχειώδη σχέση με την εκπαιδευτική

πραγματικότητα γνωρίζουν ότι μορφωτική αυτονομία του Λυκείου σημαίνει πως το

περιεχόμενο αυτού του θεσμού, συνυπολογιζομένου και του αντίστοιχου της

9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, δίνει ικανά μαθησιακά εφόδια στον νέο για

μια δημιουργική εξέλιξη στη ζωή του.

Και κάτι τέτοιο παραπέμπει ευθέως στην ποιότητα της σχολικής γνώσης και

αγωγής, για την οποία ο αρχηγός της Ν.Δ. δεν έκανε καμία αναφορά. Αντίθετα

υπαινίχθηκε πως η κατάκτηση της ποιότητας θα είναι αποτέλεσμα της αναζήτησης

από τους γονείς και τους μαθητές του «καλύτερου σχολείου στα όρια του

δήμου»… Υπάρχει, λοιπόν, αντίληψη και πρακτική διάχυτου νεοφιλελευθερισμού

μέσα από το κυνήγι του καλύτερου σχολείου. Και έτσι η πολιτεία δεν θα έχει και

κανένα άγχος πολιτικής ευθύνης… Ανάλογη εκπαιδευτική σύλληψη διατρέχει την

πρόταση και στα πεδία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εδώ δεν γίνεται καμιά

αναφορά για το όλο στερέωμα των δημόσιων πανεπιστημίων (στήριξη, διεύρυνση,

ποιότητα κ.λπ.). Αντίθετα προβάλλεται η επιλογή ίδρυσης ιδιωτικών

πανεπιστημίων μη κερδοσκοπικού (…) χαρακτήρα, τα οποία μάλιστα θα

«ρυμουλκήσουν» και τα αντίστοιχα δημόσια λόγω της ανταγωνιστικότητας που θα αναπτυχθεί!

Και επειδή η Ν.Δ. ιστορικά και πολιτικά δεν είχε και δεν έχει αναφορές στο

εκπαιδευτικό κίνημα, επιχειρεί να προσεταιρισθεί επιμέρους εκπαιδευτικά

ζητήματα με ανέξοδες γενικολογίες της προεκλογικής νευρικής σκοπιμότητας. Η

γνώση και η επίγνωση των πραγμάτων όμως είναι αυτοφυή και ίδια χαρακτηριστικά

της όλης λειτουργίας της εκπαιδευτικής κοινότητας και έτσι διακρίνονται άνετα

οι όψεις ενός προγράμματος χωρίς μέλλον…

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ