Μετά το κοσμογονικό 1989, όλες οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες προχώρησαν στη

θέσπιση νέων Συνταγμάτων, σε μια προσπάθεια θεσμικού επαναπροσανατολισμού και

προσέγγισης προς τη Δύση.

Τα Συντάγματα αυτά, δηλαδή, από τη μια μεριά αντανακλούν και τυποποιούν τη νέα

πραγματικότητα της οικονομίας της αγοράς και από την άλλη μεριά θεωρούνται από

τις διάδοχες πολιτικές ελίτ ως ένα «εισιτήριο για την Ευρώπη»: η Ευρωπαϊκή

Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι κράτη των οποίων οι Καταστατικοί Χάρτες δεν

ανταποκρίνονται στον μέσο όρο του κοινού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού δεν

έχουν καμιά ελπίδα συμμετοχής σε οποιασδήποτε μορφής ενταξιακή διαδικασία.

Η Αλβανία είναι η τελευταία χώρα που αποκτά Σύνταγμα. Ένα προηγούμενο σχέδιο

που είχε συνταχθεί επί προεδρίας Μπερίσα, και το οποίο είχε κατηγορηθεί για

αυταρχικό προσανατολισμό, καταψηφίσθηκε από τον αλβανικό λαό. Ήδη, η νέα

συντακτική διαδικασία ολοκληρώνεται και το τελικό σχέδιο, αφού εγκριθεί με

δημοψήφισμα, θα δημοσιευθεί την ημέρα της εθνικής γιορτής της χώρας, τον Νοέμβριο.

Η χρονική καθυστέρηση μάλλον θα αποβεί θεσμικά προς όφελος της χώρας, γιατί

αξιοποιείται στο νέο Σύνταγμα τόσο η ­ θετική και αρνητική ­ συνταγματική

εμπειρία των άλλων μετα-κομμουνιστικών κρατών, όσο και η επιστημονική βοήθεια

αλλοδαπών ειδικών. Σημαντικός είναι ο σχετικός ρόλος και της ελληνικής θεωρίας

του Συνταγματικού Δικαίου, με τη συμμετοχή στη συνταγματική διαδικασία του

Δημήτρη Τσάτσου και του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου. Πολλές από

τις διατάξεις, άλλωστε, του ελληνικού Συντάγματος του 1975-’85 (εκλογή

Προέδρου Δημοκρατίας, διαδικασία εντολών, κ.λπ.) απετέλεσαν πηγή έμπνευσης για

τον Αλβανό συντακτικό νομοθέτη.

Το σχέδιο, που έχει σχεδόν ολοκληρώσει η Συνταγματική Επιτροπή της Αλβανικής

Βουλής, είναι από πολλές πλευρές αξιοσημείωτο, και κυρίως γιατί φαίνεται να

μην επαναλαμβάνει την επιλογή των περισσότερων συντακτικών νομοθετών των χωρών

της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης να εφοδιάζουν με υπερεξουσίες τον

αρχηγό του κράτους. Πράγματι, η πλειοψηφία των «νέων κρατών» επιλέγει ένα

σύστημα δυαδικής οργάνωσης της εκτελεστικής εξουσίας με έναν ισχυρό πρόεδρο,

έναν λιγότερο ισχυρό πρωθυπουργό και μία κυβέρνηση που πρέπει να έχει την

εμπιστοσύνη όχι μόνον της Βουλής αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Παρόμοια «ορλεανιστικού τύπου» καθεστώτα έχουν εγκαθιδρυθεί στη Ρωσία, τη

Λευκορωσία, την Ουκρανία, την Κροατία και το Καζακστάν. Ακόμη και σε άλλες

χώρες, όπως η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, που δεν έκαναν τη θεσμική αυτή

επιλογή, η άμεση εκλογή του Προέδρου, του προσδίδει τέτοια ισχύ, ώστε πολλοί

ειδικοί να κάνουν λόγο για «Προεδρικές Μοναρχίες».

Δεν είναι τόσο η ακτινοβολία του θεσμικού παραδείγματος των Συνταγμάτων της

Γαλλίας ή των ΗΠΑ, όσο η ιστορική παράδοση της διακυβέρνησης από «ισχυρούς

άντρες», που φαίνεται να ευθύνεται για την υιοθέτηση του προτύπου αυτού. Και,

ίσως, η πρόσφατη εμπειρία από τους δικούς της «ισχυρούς άντρες» να οδήγησε τη

συνταγματική επιτροπή της Αλβανίας να επιλέξει έναν Πρόεδρο χωρίς

υπερεξουσίες, με αρκετές όμως ρυθμιστικές αρμοδιότητες σε περιπτώσεις κρίσης ή

κινδύνου παράλυσης των θεσμών. Με τον τρόπο αυτό, ο Πρόεδρος δεν καθίσταται

άμεσος πολιτικός παράγοντας και εξασφαλίζεται η σταθερότητα που, πάνω απ’ όλα,

έχει ανάγκη η χώρα, δεδομένου ότι περιορίζεται ο κίνδυνος συγκρούσεων στο

εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας.

Το σχέδιο Συντάγματος αναγνωρίζει το τεκμήριο αρμοδιότητας στην κυβέρνηση και

όχι στη Βουλή. Καθιστά, δηλαδή, την πρώτη το κεντρικό όργανο του πολιτεύματος,

που ασκεί όλες εκείνες τις λειτουργίες, που δεν έχουν ρητά απονεμηθεί αλλού

από το Σύνταγμα. Η επιλογή αυτή προφανώς επιδιώκει να ενισχύσει την

αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, αν και η ανάγκη ενίσχυσης των

δημοκρατικών διαδικασιών διαλόγου και συναίνεσης μάλλον συνηγορούν υπέρ της

άλλης λύσης, της ισχυροποίησης δηλαδή του Κοινοβουλίου.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων κατοχυρώνονται, κατ’

αρχήν, ικανοποιητικά, αν και επιμέρους βελτιώσεις θα ήταν χρήσιμες. Παραμένει

ακανθώδες το θέμα της ρύθμισης του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, στην επιμέρους

πτυχή του που αναφέρεται στην επιστροφή των εθνικοποιημένων από το

σοσιαλιστικό καθεστώς περιουσιών. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το σχέδιο

ανταποκρίνεται στο «κεκτημένο» προστασίας των δικαιωμάτων, που έχει

διαμορφώσει η ευρωπαϊκή πρακτική και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μένει η εφαρμογή του στην πράξη, η οποία θα

πρέπει να δικαιώσει τις δίκαιες προσδοκίες του αλβανικού λαού για

εκδημοκρατισμό των θεσμών και, κυρίως, για τη σταθεροποίηση του πολιτικού

συστήματος και της οικονομίας.

Ο δικηγόρος και διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου Γιώργος Σ. Κατρούγκαλος

συμμετέχει, ως αλλοδαπός εμπειρογνώμονας, στη διαδικασία κατάρτισης του

αλβανικού Συντάγματος.