Μεταφράστρια, εκδότρια, διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και

συγγραφέας, η Μυρσίνη Ζορμπά κινείται εδώ και δεκαετίες στον χώρο του βιβλίου

από διάφορες θέσεις και με πολλές ιδέες. Το Παρατηρητήριο Βιβλίου, οι έρευνες,

τα αρχεία, τα προγράμματα για την ανάγνωση, τα συνέδρια και τα σεμινάρια, τα

εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, είναι μόνο μερικές από τις δραστηριότητες

του ΕΚΕΒΙ, ενός από τους πιο επιτυχημένους θεσμούς του υπουργείου Πολιτισμού.

Τα σχέδια δεν σταματούν εκεί. Σε μία χώρα όπου η αναγνωσιμότητα των βιβλίων

αυξάνεται σταθερά, η ύπαρξη πολιτικής στον χώρο αυτό είναι απαραίτητη. Η

διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ μιλά για το βιβλίο, τους συγγραφείς, τους αναγνώστες,

τους εκδότες και την ανάγνωση ­ ως διανοητική προσέγγιση της πραγματικότητας.


ΗΤΑΝ από τους πρώτους που μετέφρασαν στα ελληνικά Γκράμσι, Τολιάτι και άλλους

Ιταλούς μαρξιστές. Χιλιάδες σελίδες μεταφράσεων που γνώρισαν στο ελληνικό

κοινό αυτούς τους σημαντικούς διανοητές. Μία σειρά που βρήκε μεγάλη απήχηση.

Πού βρίσκεται άραγε η χαρά της μετάφρασης τέτοιων κειμένων; «Βρίσκεται στο να

πιστεύεις ότι μεταφράζοντας ένα τέτοιο βιβλίο μπορείς να συντείνεις στο να

αλλάξει ο κόσμος. Να αλλάξουν σκέψη οι άνθρωποι».

Πόσο λοιπόν πρέπει να συμφωνεί ο μεταφραστής με αυτό που μεταφράζει; «Πολύ.

Πιστεύω ότι αυτό ισχύει για τους περισσότερους, εκτός από ακραίες περιπτώσεις.

Άλλωστε πρέπει να είσαι πολύ κοντά στο περιβάλλον, στο πλαίσιο του βιβλίου,

για να το μεταφράσεις σωστά».

Σήμερα τα «διαβάσματα» είναι λιγότερο πολιτικά. Τι σημαίνει αυτό για εμάς, για

την κοινωνία μας; «Αποκαλύπτει πολλά, κυρίως για τις οπτικές μέσα από τις

οποίες αντιμετωπίζουμε και το υπαρξιακό και το κοινωνικό πρόβλημα, μια και τα

δύο μάς ακολουθούν. Δεν είναι δυνατό μια κοινωνία να μην ενδιαφέρεται για τα

προβλήματα των δομών της. Βέβαια μετά τις αναζητήσεις 30 ετών, τις

διεκδικήσεις και τις εντάσεις έρχεται η υποχώρηση, η διάψευση πολλών ελπίδων

και η εγκαθίδρυση μιας νέας ισορροπίας. Όταν βίωνε κάποιος εξτρεμισμούς η

ισορροπία ήταν ζητούμενο, σήμερα είναι ανασταλτικός παράγοντας. Ζούμε σε μια

συντηρητική εποχή».

Πόσο λοιπόν διαβάζουν οι νέοι αυτής της εποχής; «Τα δεδομένα λένε ότι

διαβάζουν, ότι όλο και μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων διαβάζουν. Τις τελευταίες

δεκαετίες η σχέση μας με τα βιβλία και την ανάγνωση είναι προοδευτικά

αυξητική. Αυτό φυσικά μπορούμε να το διαπιστώσουμε και εξ αντανακλάσεως μέσα

από την εκδοτική παραγωγή. Διότι οι ευαίσθητοι δείκτες των εκδοτών πιάνουν

ακριβώς τη ζήτηση».

Έχοντας ασχοληθεί επί δύο δεκαετίες με τις εκδόσεις, γνωρίζει τον χώρο πολύ

καλά. «Είναι μια περίπλοκη και σκληρή δουλειά. Η πρώτη δυσκολία πιστεύω ότι

είναι να μπορεί ο εκδότης, έχοντας καλή επικοινωνία με το περιβάλλον και την

πνευματική ζωή, να συλλάβει ένα δικό του σχέδιο. Η δεύτερη βέβαια είναι να το

εφαρμόσει. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκδότης δεν είναι εκείνος που

τυχαία βγάζει μερικά βιβλία ή που επιλέγει ξεχωριστούς τίτλους, αλλά εκείνος

που κάνει ένα εκδοτικό πρόγραμμα».

Όσο βρισκόταν στον χώρο των εκδόσεων, αλλά και μετά, άρχισε να μελετά τα

στοιχεία, να ψάχνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς, να μελετά μια εκτενή ξένη

βιβλιογραφία. Το διδακτορικό της αφορούσε «Την κρατική πολιτική για το Βιβλίο»

και της άνοιξε καινούργιους δρόμους. Πριν από τρία χρόνια ιδρύεται το Εθνικό

Κέντρο Βιβλίου και η ίδια αναλαμβάνει τη διεύθυνσή του.

«Υπάρχουν δύο κατευθύνσεις. Η μία της υποδομής, στην οποία έχουμε κάνει

ικανοποιητικά, σταθερά βήματα, αν και μένει να κριθεί διότι ο χρόνος ήταν

λίγος. Δηλαδή αυτές τις ημέρες φτιάχνεται η εταιρεία που θα υποστηρίξει την

ηλεκτρονική βιβλιογραφία για τα κυκλοφορούντα βιβλία, μαζί με τους συλλόγους

και τους μεμονωμένους εκδότες. Υπάρχει μπροστά μας το άλλο βήμα που είναι ο

εκσυγχρονισμός των βιβλιοπωλείων, η μηχανογράφησή τους και η σύνδεσή τους σε

ένα δίκτυο. Περιμένουμε από το υπουργείο Ανάπτυξης την έγκριση του

προγράμματος και θα προχωρήσουμε μέσα στο εξάμηνο. Υπάρχει επίσης μπροστά μας

η εθνική βιβλιογραφία σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Ήδη κυκλοφόρησε

ο πρώτος τόμος και το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει ένα CD-ROM που θα περιλαμβάνει

6 χρονιές της εθνικής βιβλιογραφίας».


«Ο χώρος του βιβλίου στην Ελλάδα είναι δυναμικός, πολύχρωμος, με

εκπλήξεις, σύγχρονος, αλλά και εμμονές σε ορισμένους αναχρονισμούς»

Πώς θα χαρακτήριζε τον χώρο του βιβλίου στην Ελλάδα; «Είναι ένας χώρος

δυναμικός, πολύχρωμος, με εκπλήξεις, σύγχρονος, αλλά με μερικές εμμονές σε

ορισμένους αναχρονισμούς και αριστοκρατική αντίληψη. Έχει δηλαδή φόβους

απέναντι σε καινούργια φαινόμενα, απέναντι στη μαζικότητα. Ταυτίζει τη

διεύρυνση του ενδιαφέροντος ­ που για μένα είναι πολύ θετική ­ με την πτώση

της ποιότητας».

Ποια είναι η νέα πρόταση στον χώρο του ελληνικού βιβλίου; «Μέσα στην τελευταία

δεκαετία βλέπει κανείς ότι το ατσαλάκωτο βιβλίο, αυτό δηλαδή που αντιπροσώπευε

τις πολύ υψηλές αξίες, έχει «χαμογελάσει». Μέχρι τη δεκαετία του ’70, για

παράδειγμα, δεν υπήρχαν παιδικά βιβλία. Σήμερα έχουμε ποιοτικά βιβλία για

παιδιά, με καταπληκτικές εικονογραφήσεις. Επίσης έχουμε την ανάπτυξη

κατηγοριών βιβλίων που πριν δεν υπήρχαν, για ειδικά κοινά».

Ένας λαός που διαβάζει πόσο διαφορετικός ουσιαστικά είναι από κάποιον άλλο που

δεν εχει ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία; «Πιστεύω ότι η σχέση με τα βιβλία δεν

είναι απλώς μια εγκυκλοπαιδική σχέση, είναι μεθοδολογική. Προϋποθέτει έρευνα,

να ψάχνεις, να συγκρίνεις, να διοχετεύεις το ενδιαφέρον σου σε διάφορες

κατευθύνσεις. Η καθαυτή ανάγνωση οδηγεί σ’ ένα διάλογο με τον εαυτό σου, σε

οδηγεί σε συμπεράσματα, στο να μπορείς να δεις λεπτομέρειες και να τις

αξιολογείς και νομίζω ότι αποτελεί μια διανοητική μέθοδο προσέγγισης της

πραγματικότητας, η οποία έχει πλούτο και δυναμική. Πρέπει αυτή η σχέση μας με

τον κόσμο, όπως λέει ο Μπίρκετς σ’ ένα τελευταίο του βιβλίο, να μην αποτελεί

χάνδρες σε κομπολόι, αλλά να έχει ένα κεντρικό κορδόνι που θα συνδέει τα

κομμάτια της ζωής μας».


Η Μυρσίνη Ζορμπά με τον Νίκο Κούνδουρο

Η Μυρσίνη Ζορμπά είναι αισιόδοξη για την πορεία του βιβλίου. «Νομίζω ότι

δημιουργούνται διαρκώς καινούργιοι αναγνώστες. Η παραδοσιακή ομάδα των

αναγνωστών διαβάζουν σταθερά πολύ. Διαρκώς όμως προστίθενται και άλλοι. Οι

γυναίκες, για παράδειγμα, και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αποτελούν

πια την πλειοψηφία των αναγνωστών».

Το ότι διαβάζουμε σε ποσότητα σημαίνει ότι διαβάζουμε και με ποιότητα;

«Υπάρχει μια παραδοσιακή αντίληψη πυραμίδας. Δηλαδή η υψηλή κουλτούρα στην

κορυφή και η χαμηλή ποιότητα στη βάση. Σήμερα νομίζω ότι πρέπει να το

ξανασκεφτούμε. Έχουμε ένα πολιτιστικό δίκτυο με διάφορους κόμβους. Δεν νομίζω

ότι όποιος διαβάζει Προυστ πρέπει να είναι περήφανος και να κοιτάζει αφ’

υψηλού κάποιον άλλο. Φαίνεται ότι οι συγγραφείς κάθε επιπέδου ανταποκρίνονται

σε αναγνώστες διαφόρων επιπέδων. Πρέπει να σκεφτούμε ποια είναι τα στοιχεία

που θα μπορέσουν να υποστηρίξουν ορισμένους αναγνώστες και να κάνουν ένα βήμα

παραπέρα. Η ιστορία της λογοτεχνίας θα κρίνει με τα δικά της κριτήρια τα

βιβλία και τους συγγραφείς».

Η Ελλάδα θα είναι η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση της Φρανκφούρτης το 2001.

Κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε «όχι ως γιορτή, αλλά σαν μια πραγματική

ευκαιρία να προβάλουμε τους συγγραφείς μας στο εξωτερικό, να αλλάξουμε την

εικόνα που έχουν για εμάς. Το κατάφεραν οι Λατινοαμερικανοί, το κατάφεραν οι

Ολλανδοί και πιστεύω ότι μπορούμε κι εμείς».


Με τον Τ. Πατρίκιο και τον Κ. Σταμούλη σε εκδήλωση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου

Η πρόεδρος του ΕΚΕΒΙ θεωρεί ότι ο χώρος του βιβλίου «έχει πρωταρχικά ανάγκη να

γίνει συγκοινωνούντα δοχεία, να υπάρξει διάλογος μεταξύ όλων των μερών, να

ξεκαθαρισθούν ιδέες, να μείνουν πίσω εμμονές του παρελθόντος, διότι εκ των

πραγμάτων η εκδοτική παραγωγή και η πολιτική που γίνεται σήμερα βρίσκεται σε

εξαιρετικό επίπεδο».

Αν ήσουν βιβλίο, Μυρσίνη Ζορμπά, τι βιβλίο θα ήσουν; «Πολλά. Θα ήμουν μια

βιβλιοθήκη ή πολλές βιβλιοθήκες σε δίκτυο. Πάντως, θα ήμουν ανοικτό βιβλίο…».

ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ όπου μεγάλωσε η Μυρσίνη Ζορμπά, τα Πετράλωνα, «υπήρχε μια

βιβλιοθήκη, ένας σημαντικός κοινωνικός χώρος για μένα. Πηγαινοερχόμουν σχεδόν

καθημερινά για να δανειστώ βιβλία. Την είχαν φτιάξει Αμερικάνοι, ήταν από το

Σχέδιο Μάρσαλ». Οι βιβλιοθήκες συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή

της. Με έναν άλλο τρόπο, όμως. «Υπάρχει μεγάλο έλλειμμα σ’ αυτό τον τομέα. Η

δουλειά του Εθνικού Κεντρου Βιβλίου από αρμοδιότητα και εξ ορισμού, δυστυχώς,

δεν μπορεί να περιλάβει το κομμάτι που λέγεται βιβλιοθήκη. Αυτό ανήκει από το

1985 στο υπουργείο Παιδείας. Έτσι, βρισκόμαστε σήμερα να έχουμε μια Εθνική

Βιβλιοθήκη σε παράλυση, χωρίς να έχουμε ένα δίκτυο βιβλιοθηκών. Έτσι όπως

είναι σήμερα η κατάσταση, πιστεύω ότι χρειάζεται πολιτική λύση. Είναι μια

αρμοδιότητα που αγγίζει τον Πρωθυπουργό. Οι Ιταλοί το έκαναν. Δηλαδή εκεί, η

Διεύθυνση Βιβλίου ανήκει κατευθείαν στον πρόεδρο της κυβέρνησης».

ΕΡΕΥΝΑ

Ποιο είναι όμως το ζητούμενο; Πολλές μικρές βιβλιοθήκες ή μία και καλή στην

πρωτεύουσα κάθε νομού; «Σε λίγο καιρό αναμένουμε τα αποτελέσματα της έρευνας

που κάνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο μαζί μας, για τις βιβλιοθήκες. Είναι μια

απογραφή όλων των βιβλιοθηκών με πλήρη στοιχεία». Τα αποτελέσματα αναμένονται

απογοητευτικά; «Συνήθως δημόσιες βιβλιοθήκες συναντάμε σε νομούς απ’ όπου

προέρχονταν υπουργοί ή άλλοι ισχυροί πολιτικοί παράγοντες. Νομίζω ότι σήμερα

κάθε νομός, κάθε δήμος, κάθε κοινότητα, κάθε συνοικία και κάθε σχολείο

δικαιούται μια βιβλιοθήκη». Οι πρωτότυπες ιδέες για την προώθηση αυτού του

σημαντικού σχεδίου, δεν λείπουν: «Το δίκτυο των βιβλιοθηκών που θα πρέπει να

αναπτυχθεί είναι πολλαπλών επιπέδων. Εμείς θα βγούμε το φθινόπωρο, πριν από

τις δημοτικές εκλογές, μ’ ένα προεκλογικό σύνθημα: «Η ψήφος σας αξίζει μια

βιβλιοθήκη»». Έτσι ελπίζουμε ότι θα δημιουργηθεί άμιλλα μεταξύ των δημάρχων.

Όμως αυτό είναι το ένα επίπεδο. Χρειαζόμαστε και δίκτυο βιβλιοθηκών σε επίπεδο

νομαρχίας. Πιστεύω ότι ο σχεδιασμός θα πρέπει να είναι μεγάλος, να

ανταποκρίνεται στον επόμενο αιώνα και θα πρέπει, για να πετύχει, να είναι

κεντρικά πολιτικός».

ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ

Στον Έβρο συνεχίζεται για τρίτη χρονιά ένα πρόγραμμα επέκτασης βιβλιοθηκών.

«Εκεί έχουμε τώρα 13 βιβλιοθήκες και όπως πρόσφατα μας ενημέρωσε ο νομάρχης,

το τελευταίο εξάμηνο είχαμε αύξηση 40% των αναγνωστών στις βιβλιοθήκες αυτές.

Το ίδιο βλέπουμε στην Αγία Παρασκευή, το Χαϊδάρι, το Αιγάλεω και τη Νέα

Φιλαδέλφεια, όπου υπάρχουν καλές βιβλιοθήκες. Χρειάζονται τα συστατικά που θα

τις κάνουν δυναμικά κύτταρα της κοινωνίας. Πρέπει και ο χώρος να είναι καλός,

τα βιβλία να ανανεώνονται, ο βιβλιοθηκάριος να κάνει καλά τη δουλειά του και

βεβαίως να γνωστοποιείται προς τα έξω. Διότι δεν μπορεί μια βιβλιοθήκη να

είναι εσωστρεφής. Πρέπει να προσφέρει κοινωνικό χώρο και ουσιαστικές υπηρεσίες».

ΜΕΓΑΛΩΣΕ σε μια εποχή «που υπήρχε παρά πολύ αισιοδοξία στον κόσμο. Στη

δεκαετία του ’60 οι λαϊκές γειτονιές ήλπιζαν ότι μπορούσαν να αναθρέψουν τα

παιδιά τους και να κερδίσουν μια καλύτερη θέση σε αυτόν τον κόσμο». Για πρώτη

φορά, τότε, «άρχισε να υπάρχει στον αέρα η αίσθηση της δημοκρατίας. Αυτό

επηρέασε πολύ και οι αξίες ήταν ακόμη πολύ χειροπιαστές και ζωντανές.

Συνδέονταν με την προσωπική πορεία των ανθρώπων».

Στη γειτονιά της, τα Πετράλωνα, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φοιτητές. «Τώρα

που το ξανασκέφτομαι, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη ήταν η εποχή που δεν είχαν

περάσει στο προσκήνιο τα μικροαστικά στρώματα. Είχαμε τότε τις απεργίες των

οικοδόμων, φοβερές εργατικές διεκδικήσεις και αυτό έκανε τις διαφορές και τις

συγκρούσεις πιο καθαρές. Νομίζω ότι μέσα από αυτή την πόρτα οδηγήθηκα στον

χώρο του βιβλίου που ήταν ένας χώρος πνευματικότητας και το κλειδί για να

κερδίσεις αυτό που δεν φαινόταν δικαιωματικά να σου ανήκει…».

ΜΥΘΟΙ

Στο σπίτι δεν υπήρχαν πολλά βιβλία «αλλά η μητέρα μου είχε τη συνήθεια κάθε

πρωί να με στέλνει να της αγοράζω εφημερίδα, την οποία διάβαζε στο κρεβάτι,

προτού σηκωθεί». Η εφημερίδα ήταν η «ΑΥΓΗ» και «θυμάμαι που μου έλεγε να την

διπλώνω για να μη φαίνεται…».

Το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια της ήταν οι «Μύθοι των Αρχαίων Ελλήνων».

«Μεγαλώνοντας, διάβαζα ανάκατα τα πάντα. Θυμάμαι με πόση ενοχή έπαιρνα από την

βιβλιοθήκη της γειτονιάς βιβλία που δεν ήταν της ηλικίας μου. Το «Πορτρέτο του

Ντόριαν Γκρέι» με είχε αναστατώσει…».

Το όνειρο των γονιών της ήταν να σπουδάσει. «Περνώντας καμιά φορά από την

Πανεπιστημίου με το λεωφορείο, μου έλεγε η μητέρα μου, να, εδώ είναι το

Πανεπιστήμιο. Εδώ θα πας. Όταν αργότερα έδινα εξετάσεις για τη Νομική και

περνώντας έξω από το κτίριο μού είπαν οι συμμαθητές μου, να η σχολή μας, τους

κοίταξα με έκπληξη. Νόμιζα πως το Πανεπιστήμιο όλο είναι στα Προπύλαια».

ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ

Πήγε στη Νομική «επειδή διψούσα για δικαιοσύνη. Πίστευα ότι μπορεί κανείς να

διεκδικήσει μέσα απ’ αυτή την επιστήμη το δίκαιο για τους πιο αδύνατους και

ανίσχυρους». Ο δικηγόρος στον οποίο πήγε να κάνει την άσκησή της την προέτρεψε

να ψάξει για κάποια υποτροφία στο εξωτερικό. Έτσι κι έγινε. «Πήρα μια

υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης και βρέθηκα στη Ρώμη να κάνω μεταπτυχιακά

στα Νομικά, στη Φιλοσοφία τού Δικαίου που ήταν ένα ακόμα βήμα προς τον δικό

μου ιδεολογικό άξονα». Ήταν η εποχή μετά το ’68, όταν «το εργατικό κίνημα ήταν

ολοζώντανο, οι θεωρητικοί της Πολιτικής Επιστήμης και της Φιλοσοφίας έδιναν

ακόμα τις μάχες τους. Τα δύο χρόνια που έμεινα στην Ιταλία ήταν μια πολύ

γόνιμη εποχή και με βοήθησαν στο να γνωρίσω ανθρώπους και κείμενα».