Από την κυρία Έλλη Παππά «ΤΑ ΝΕΑ» έλαβαν επιστολή σχετική με την παρουσίαση

της μελέτης του Νίκου Μπελογιάννη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» από τον

συνεργάτη μας κ. Γιάννη Διακογιάννη.

«ΤΑ ΝΕΑ» πρόθυμα ­ φυσικά ­ δημοσιεύουν την επιστολή της κυρίας Παππά όχι

μόνο για λόγους δεοντολογίας, αλλά και γιατί το κείμενό της αποτελεί μια

σημαντική όσο και συγκλονιστική μαρτυρία για ένα τραγικό κεφάλαιο της

μεταπολεμικής ιστορίας μας.

Με αφετηρία το σημείο όπου ο κ. Διακογιάννης γράφει πως στη δίκη του ο

Νίκος Μπελογιάννης «καθόταν ήρεμος αλλά αποφασισμένος να μη σκύψει το κεφάλι,

έχοντας πλάι τους φίλους και συντρόφους του, Μπάτση, Καλούμενο και Αργυριάδη,

οι οποίοι εκτελέστηκαν μαζί του», η κυρία Έλλη Παππά μας γράφει:


Νίκος Μπελογιάννης – Έλλη Παππά

«Για όνομα του (έστω και μη υπάρχοντος) θεού της Ιστορικής Αλήθειας, ξέρει τι

λέει εδώ ο κ. Διακογιάννης; Μα δεν άνοιγε μια εφημερίδα της εποχής της δίκης

για να δει τι ακριβώς συνέβαινε στην αίθουσα του στρατοδικείου, όταν πολλοί

από τους κατηγορουμένους ­ ανάμεσά τους και οι τρεις που αναφέρει ­ κράτησαν

στάση τελείως αντίθετη από τη δική μας, υιοθετούσαν το ο σώζων εαυτόν σωθήτω;

Και με υποχρεώνει τώρα να μιλήσω για ανθρώπους για τους οποίους ποτέ δε μίλησα

(εκτός μόνο για τον Μπάτση, για λόγους που θα εξηγήσω), σεβόμενη τον θάνατό

τους. Ο νεκρός, ως γνωστόν, «δεδικαίωται». Οι τρεις που εκτελέστηκαν μαζί με

τον Νίκο δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν

τη στάση τους στο στρατοδικείο, κι έτσι πρέπει να μιλήσω εγώ για λογαριασμό

τους ­ και να την εξηγήσω όσο μπορώ και όσο μου επιτρέπεται.

Είναι γνωστό (μόνο κ. Διακογιάννης το αγνοεί!) πως και οι τρεις προσπάθησαν να

απαλλαγούν από τις κατηγορίες και να μην καταλήξουν στη θανατική καταδίκη και

στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Αργυριάδης, με τον οποίο ο Νίκος Μπελογιάννης

ήρθε σε οξύτατη αντιπαράθεση στη διάρκεια της δίκης, ήταν γεμάτος χόλον,

γεμάτος οργή, για λόγους που εκείνος εγνώριζε. Ο Καλούμενος προσπάθησε να

δώσει την εικόνα του καλού και αφελούς ανθρώπου, που παρασύρθηκε. Πίστευε τόσο

πολύ στην επιτυχία εκείνης της προσπάθειάς του, ώστε, όταν άκουσε τα κλειδιά

να ανοίγουν και το δικό του κελί, γύρισε κι είπε στον συγκάτοικό του και

επίσης καταδικασμένο σε θάνατο Μπισμπιάνο «ήρθαν και για σένα»! (Μαρτυρία του

Μπισμπιάνου την επομένη των εκτελέσεων). Ο Μπάτσης έκανε στη διάρκεια της

δίκης όλες τις δυνατές υποχωρήσεις (ζήτησε ακόμη και να πάει στην Κορέα να

πολεμήσει τον κομμουνισμό) για λόγους καθαρά ατομικούς του. Ήταν η εποχή που

είχε χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα και είχε κάνει το γάμο του με τη

δεύτερη, η οποία και τον πίεζε να κάνει όλες τις δυνατές υποχωρήσεις για να

ζήσει. Κι όπως ο ίδιος μας ομολόγησε όταν βρισκόμασταν στην απομόνωση της

Καλλιθέας, «θέλω να ζήσω μ’ αυτή τη γυναίκα».

Ωστόσο, ο Μπάτσης είχε δύο μεγάλα ελαφρυντικά. Όταν τον συνέλαβαν στο δρόμο ­

στην ουσία τον απήγαγαν ­ και τον πήγαν στο Κερατσίνι, στο εκεί αστυνομικό

τμήμα, του ζήτησαν να γίνει «διπλός» πράκτορας. Να δουλεύει για την Ασφάλεια

και να παραμένει μέλος του ΚΚΕ. Θα τον απελευθέρωναν αμέσως, πριν να γίνει

γνωστή η σύλληψή του, θα τον έστελναν και στο εξωτερικό να συναντηθεί με την

ηγεσία του Κόμματος, με άλλα λόγια, αν ο Μπάτσης δεχόταν θα είχαμε μια ιστορία

παρόμοια με του Γουσόπουλου της Θεσσαλονίκης. Ο Μπάτσης αρνήθηκε. Οι ώρες

περνούσαν, η μυστικότητα της σύλληψης απέτυχε, κι από κει και πέρα τα πράγματα

πήραν τη μοιραία κατάληξή τους, που έφτασε στην κορύφωσή της το πρωί του

τελευταίου Σαββάτου, όταν ήρθαν ο Πανόπουλος κι ο Ρακιτζής στη φυλακή και

πίεζαν ώρες τον Μπάτση για κάποια υποχώρηση που θα τον έσωζε από το απόσπασμα.

Και πάλι, αρνήθηκε, κι η άρνησή του ήταν η τελειωτική καταδίκη του.

Τι είχαν ζητήσει από τον Μπάτση δεν το γνωρίζω ­ κι αυτό είναι μια ιστορική

ατυχία. Όταν, μεσημέρι πια, επέστρεψε από κείνη τη συνάντηση ήμασταν στο

προαύλιο, ήταν κι άλλοι μπροστά και δεν θέλησε να το πει. Το απόγεμα οι

ασφαλίτες, που είχαν αναλάβει καθήκοντα στη φρούρηση της Απομόνωσης πριν από

λίγες μέρες ­ προφανώς όταν είχε αποφασιστεί η εκτέλεση ­ δεν μας επέτρεψαν να

βγούμε όλοι μαζί στο προαύλιο, μας έβγαλαν χωριστά και για λίγες στιγμές. Το

βράδυ, από τα κελιά, δεν μπορούσαμε πια να ανταλλάξουμε πληροφορίες, έστω και

συνθηματικά, όπως μπορούσαμε παλιότερα. Κάποια στιγμή ρώτησα τον Νίκο «τι

κάνετε εσείς;», μου απάντησε με το χαρακτηριστικό του πικρό γέλιο των πολύ

δύσκολων στιγμών: «Αναλύουμε, διαλύουμε και συνθέτουμε». Εκείνη πάντως τη

νύχτα δεν περιμέναμε εκτέλεση. Ξημέρωνε Κυριακή, και ποτέ δεν γίνονταν

εκτελέσεις την Κυριακή. Ποτέ ­ ως τότε.

Ρώτησαν τον Νίκο για την τελευταία επιθυμία. Ζήτησε να με δει. Τον έφεραν

μπροστά στο κελί μου, μα αρνήθηκαν να ανοίξουν την πόρτα. Αποχαιρετιστήκαμε

από το μικρό σιδερόφρακτο παραθυράκι. Δεν πρόκειται εδώ να περιγράψω εκείνες

τις στιγμές του αποχωρισμού. Άλλωστε εδώ το θέμα είναι οι «άλλοι». Κοντά στον

«ιούδα» ήρθε ο Καλούμενος. Άνοιξε το πουκάμισό του, γύμνωσε το στήθος του, και

μου είπε «πάω κι εγώ». Είχε καρτερία αλλά και κάποια περηφάνια το βλέμμα του

εκείνη την στιγμή. Είχε ξαναβρεί τον εαυτό του; Το πιστεύω. Ο Αργυριάδης

περιορίστηκε σε μια αόριστη χειρονομία αποχαιρετισμού και βιάστηκε να περάσει

στα σκαλιά που έβγαζαν στο προαύλιο της φυλακής. Ύστερα ήρθε κοντά ο Μπάτσης.

«Φρόντισε και για την Ελένη, αν μπορέσεις», μου είπε.

Η Ελένη, η μονάκριβη κόρη του, μαθήτρια του δημοτικού τότε. Δεν ξέρω αν

μπόρεσα να εκπληρώσω την τελευταία επιθυμία του Δημήτρη Μπάτση. Όταν βγήκα από

τη φυλακή τη βρήκα μεγάλη κοπέλα, και παντρεμένη. Προσπάθησα να την κάνω να

καταλάβει τις θετικές πλευρές του πατέρα της: την άρνησή του να υποχωρήσει

στις πιο ευτελείς ­ και επικίνδυνες ­ απαιτήσεις του τότε καθεστώτος, την

επιθυμία του να μείνει στο ίδιο κελί με τον Νίκο (μετά την υποβολή των

αιτήσεων χάριτος, όταν πήραν από τις φυλακές της Καλλιθέας τους μη

θανατοποινίτες, ο Μπάτσης, που ως τότε έμενε με τον φίλο του γιατρό Κελαηδίτη,

ζήτησε να μείνει στο ίδιο κελί με τον Μπελογιάννη), το γερό μυαλό του, που

καρπός του ήταν το έργο του για τη Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα, το πιο

ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης και ανεξαρτησίας, απαλλαγής από την

υποτέλεια, την εξάρτηση και τον παρασιτισμό, που έγινε ποτέ στον τόπο μας. Τη

δεύτερη έκδοσή του, στη δεκαετία του ’70, φρόντισε η κόρη του.

Ολα αυτά ο κ. Γιάννης Διακογιάννης τα αγνοεί. Με καταπλήσσουσα άνεση

αναποδογυρίζει την ιστορία κι έτσι διαπράττει μια πρωτοφανή αυθαιρεσία,

πλήττει την αξιοπιστία της εφημερίδας σας και προσβάλλει τη μνήμη του Νίκου

Μπελογιάννη. Όποιος διαβάσει τη δική του «εκδοχή» (;) θα αποκομίσει την

εντύπωση ότι ο Μπελογιάννης στο στρατοδικείο είχε «φίλους και συντρόφους»

εκείνους ακριβώς που, κακή τη μοίρα, είχαν τηρήσει στο στρατοδικείο στάση

αντίθετη από τη δική μας. Αδιαφορώντας παντελώς για την αλήθεια, θεώρησε,

βέβαια, περιττό να μάθει ποιοι ήταν οι αγωνιστές που έδωσαν μαζί μας τη μάχη,

όπως ήταν η σπουδαία και σεμνή αγωνίστρια Δώρα Γεωργιάδου, όπως ήταν η

Κατερίνα Τριανταφυλλίδου, η γυναίκα που περιέθαλψε τον Πλουμπίδη στα

δυσκολότερα χρόνια της παρανομίας, δικάστηκε μαζί μας κι όταν ρωτήθηκε από

τους στρατοδίκες αν είναι μέλος του ΚΚΕ απάντησε «είμαι πια πολύ γριά για να

έχω αυτή την τιμή», όπως ήταν ο Τάκης Λαζαρίδης, φαντάρος τότε, που έζησε στο

ίδιο κελί με τον Νίκο όλον εκείνο το μήνα του εγκλεισμού μας στα απομονωτήρια

της Καλλιθέας, όπως ήταν ο ναυτικός Τουλιάτος. Και βέβαια, δεν θα αναφέρω

τίποτα για μένα μια που ο κ. Γιάννης Διακογιάννης προτίμησε να με ρίξει στον

Καιάδα… της ανυπαρξίας.

Δεν μπορώ να κλείσω αυτό το αρκετά μακροσκελές γράμμα μου χωρίς να θίξω ένα

σημείο που αφορά την τύχη των χειρογράφων της μελέτης του Νίκου για το ξένο

κεφάλαιο στην Ελλάδα. Τα χειρόγραφα τα είχε παραδώσει το 1945 στην τότε

διεύθυνση της ΚΟΜΕΠ ­ της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. Ο καιρός περνούσε και

καμιά είδηση για την τύχη των χειρογράφων του δεν είχε. Όταν, ανήσυχος, πλέον

ζήτησε κάποιες εξηγήσεις, έλαβε την απάντηση πως «δυστυχώς τα χειρόγραφα

χάθηκαν». Στις επανειλημμένες κρούσεις του έπαιρνε την ίδια απάντηση, κι ως το

θάνατό του δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη τους.

Αυτό το ξέρω καλά, γιατί η απώλειά τους του είχε στοιχίσει πολύ ­ ήταν η πρώτη

σοβαρή εργασία του, είχε καταβάλει κόπο και χρόνο και δεν μπορούσε να εξηγήσει

τι σήμαινε εκείνο το «χάθηκαν» τα χειρόγραφα. Επανερχόταν συχνά σ’ αυτό το

θέμα, στην αρχή του έλεγα πως ό,τι έγινε, έγινε, πως θα γράψει άλλα, ώσπου στο

τέλος άρχισα να τον πειράζω και γελούσαμε, κάθε φορά που ξαναγύριζε σ’ αυτόν

τον «καημό» του. Διερωτόταν αν αιτία της «απώλειας» της μελέτης του ήταν

πιθανές αντιρρήσεις των τότε υπευθύνων της ΚΟΜΕΠ για κάποιες από τις θέσεις

του, κι αυτό τον απασχολούσε. Ποτέ δεν μου μίλησε για σιδερένια κουτιά, για

σπίτι της οδού Χαλκοκονδύλη και, κυρίως, ότι ξαναπήρε πίσω τα χειρόγραφα, για

να τα «συμπληρώσει» ή έστω ότι είχε αντίγραφο. Αν αυτό συνέβαινε, δεν θα τον

απασχολούσε η απώλεια της μελέτης του. Το ότι το κείμενό του (τα χειρόγραφα;)

βρέθηκε τώρα στα αρχεία του Κόμματος νομίζω πως ενισχύει τις υποψίες του. Σε

ένα από τα γράμματά του στην Απομόνωση της Ασφάλειας μου είχε κάνει λόγο για

κάποια χειρόγραφα που είχε αφήσει σε ένα σπίτι στην Αθήνα, άσχετα πάντως από

τη μελέτη για το ξένο κεφάλαιο.

Αυτά για τη ­ μη ανεστραμμένη ­ ιστορία».

Ο συνεργάτης μας κ. Γιάννης Διακογιάννης διευκρινίζει ότι, πριν από τη

δημοσίευση του βιβλίου – ντοκουμέντου του ΚΚΕ, είχε ζητήσει στοιχεία από την

κυρία Παππά, η οποία δεν θέλησε τότε να του κάνει δηλώσεις, και σεβόμενος την

επιθυμία της, δεν αναζήτησε αλλού στοιχεία για τον Νίκο Μπελογιάννη.