Ήμασταν πιασμένοι σ’ ένα κομμάτι ξύλου περίπου 20 άτομα. Παλεύαμε με

τεράστια κύματα. Περνούσαν τα καράβια δίπλα μας και δεν μας έβλεπαν. Σιγά

σιγά, από την εξάντληση, οι περισσότεροι πνίγηκαν



«Κοιμόμουν στην καμπίνα μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους. Μας ξύπνησε ένας

ξάδελφός μου, που εργαζόταν κι αυτός στο πλοίο, παντρεμένος με παιδιά. Χτύπησε

την πόρτα, φωνάζοντας «βγείτε έξω, βουλιάζει το πλοίο, πνιγόμαστε».

Πεταχτήκαμε έξω στους διαδρόμους, όπου επικρατούσε πανικός. Ο κόσμος έτρεχε

προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι τρεις συνάδελφοί και ο εξάδελφος μου πνίγηκαν

εκείνο το βράδυ, μαζί με τόσους άλλους…».

Ο ΗΛΙΑΣ Κουκουνάκης ήταν 19 ετών το 1966 και εργαζόταν ως θαλαμηπόλος στο

φέρι-μποτ «Ηράκλειον», που βυθίστηκε το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου κοντά στη

Φαλκονέρα.

Περισσότερα από 360 άτομα επέβαιναν στο πλοίο που εκτελούσε τη διαδρομή

Χανιά-Πειραιάς, μια και λέγεται ότι αρκετοί δεν ήταν γραμμένοι στους

καταλόγους επιβατών, αφού είχαν βγάλει τα εισιτήριά τους μέσα στο καράβι. Οι

240 από αυτούς πνίγηκαν εκείνο το μοιραίο βράδυ. Ο Ηλίας Κουκουνάκης δεν ήταν

ανάμεσά τους.

Το «Ηράκλειον» αναχώρησε από τα Χανιά με καιρικές συνθήκες όχι και πολύ

ευνοϊκές και άνεμο κοντά στα 5 Μπωφόρ. Καθυστέρησε, μάλιστα, μισή ώρα

περιμένοντας την άφιξη ενός φορτηγού-ψυγείου που μετέφερε πορτοκάλια.

Το αυτοκίνητο τοποθετήθηκε κάθετα στην μπουκαπόρτα και απλώς στερεώθηκε με

«τάκους» στις ρόδες του, χωρίς να δεθεί με συρματόσχοινα. Κοντά στη Φαλκονέρα

ο καιρός αγρίεψε. Το φορτηγό «ξέφυγε» από τους τάκους και άρχισε να πέφτει με

δύναμη πάνω στη δεξιά πόρτα, με αποτέλεσμα να τη σπάσει και να μπαίνουν νερά

στο καράβι.

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ

«Εργαζόμουν τότε στο πλοίο ήδη 4 μήνες. Εκείνη τη νύχτα ο καιρός ήταν πάρα

πολύ άσχημος.

Το καράβι ήταν σάπιο και υπήρχαν ελάχιστα σωσίβια. Αργότερα άκουσα ότι κάποιοι

επιβάτες πήραν ένα σωσίβιο που πήγε να φορέσει ο μάγειρας. Τέλος πάντων, όταν

ανέβηκα στο κατάστρωμα το καράβι είχε ήδη πάρει μεγάλη κλίση, η δεξιά μεριά

είχε μπατάρει. Μου λέει ένας συνάδελφος να πέσουμε στην θάλασσα από την πλώρη.

Σκέφτηκα όμως ότι πρίμα στο κατάστρωμα υπήρχαν οι καμπίνες των λοστρόμων και

των ναυτών και από πάνω μια τέντα με σίδερα, όπου καθόντουσαν και κάπνιζαν το

καλοκαίρι. Δεν ήξερα μπάνιο. Σκέφτηκα μήπως και δεν βουλιάξει το καράβι, να

ανέβω εκεί μπας και μας πάρουν. Έτσι, λοιπόν, ανέβηκα».

Περίπου στις 2 τα ξημερώματα το σκάφος εξέπεμψε σήμα κινδύνου – «SOS

Ηράκλειον, βυθίζομαι» και ανέφερε το στίγμα του: 36,52 Βόρειο και 24,08

Ανατολικό. Ακολούθησε δεύτερο σήμα και ύστερα ο ασύρματος σίγησε. Το ατμόπλοιο

«Χανιά» και το φινλανδικό σκάφος «Νούνα Λαθ» ήταν από τα πρώτα που έφθασαν

στην περιοχή.

«Όταν ξεκινήσαμε από τα Χανιά, γνώρισα έναν καπετάνιο στο μπαρ που είχε έρθει

από τον Άγιο Νικόλαο. Είχε ξεμπαρκάρει και πήγαινε σπίτι του. Αυτόν τον

άνθρωπο είδα στην κουπαστή να φωνάζει στον κόσμο: “Παιδιά, πέσετε στην θάλασσα

γιατί το καράβι θα βουλιάξει, είμαι καπετάνιος και ξέρω. Πέσετε στη θάλασσα!”.

Ήρθε ένα μεγάλο κύμα εκεί που βρισκόμουν και με πέταξε πολύ μακριά. Ένιωσα να

με κουκουλώνουν τα νερά. Εκείνη τη στιγμή πιάνω μια γυναίκα από τα ρούχα.

Πρέπει να φώναζα, μου λέει “μη φοβάσαι, είμαστε κι άλλοι, κράτησέ με”».


Η τραγική είδηση. Το πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» στις 8 Δεκεμβρίου 1966. Δεν

είχε γίνει ακόμα γνωστό ότι στο πλοίο επέβαιναν περισσότερα από 360 άτομα…

ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΒΛΕΠΑΝ

«Πάνω στο κατάστρωμα υπήρχαν κάτι σαν “μπαούλα” με σωσίβια μέσα και σχοινάκια

γύρω-γύρω. Πάνω εκεί είχαμε πιαστεί. Άκουσα ότι κάποιος Αλέκος Στρατηγόπουλος,

αρχικαμαρότος ­ που ήταν το τρίτο του ναυάγιο ­ ανέβηκε και τα έκοψε και έτσι

τα βρήκαμε εμείς στη θάλασσα. Ήμασταν πιασμένοι περίπου 20 με 22 άτομα.

Παλεύαμε με τεράστια κύματα. Περνούσαν τα καράβια από δίπλα μας και δεν μας

έβλεπαν. Βλέπαμε τα αεροπλάνα από πάνω μας, αλλά αυτοί δεν μας έβλεπαν.

Σιγα-σιγά από την εξάντληση χάνονταν πολλοί, στο τέλος πνίγηκε και η κοπέλα

που με είχε σώσει. Μείναμε τρεις, ο Σταύρος, ο Παναγιώτης κι εγώ. Ένα μεγάλο

κύμα ήρθε κι έσπασε το ξύλο στο οποίο κρατιόμαστε. Έτσι, πιαστήκαμε από τα σωσίβια».

Στην περιοχή άρχισαν να καταφθάνουν αντιτορπιλικά του Πολεμικού Ναυτικού:

«Δόξα», «Ασπίς», «Σφενδόνη», «Λόγχη» και άλλα. «Περάσαμε όλη την ημέρα στη

μανιασμένη θάλασσα. Το βράδυ ήρθε ένα καράβι, “Σακίπης” του Ναυτικού. Φόρτωνε

μικρά καράβια από τη Σούδα και τα πήγαινε στην Ελευσίνα για επισκευή. Είχαν

αναμμένους προβολείς και με είδαν. Πέταξαν σκοινιά και με τράβηξαν. Τους λέω,

“είναι και άλλοι κάτω” και μετά λιποθύμησα. Συνήλθα πολλές ώρες αργότερα στο

νοσοκομείο. Βρήκαν και έσωσαν τους άλλους δύο».

Στον Πειραιά, όπου ανεμένετο το καράβι, είχαν ήδη συγκεντρωθεί συγγενείς των

επιβατών.

Ο θρήνος άρχισε. Το ίδιο και στην Κρήτη. «Το περίεργο σ’ αυτό το ναυάγιο»,

έγραψε αργότερα ο Ε. Δεβόγας στα «Χανιώτικα Νέα», «είναι ότι πνίγηκαν οι καλοί

κολυμβητές και σώθηκαν όσοι είχαν την τύχη να βρεθεί μπροστά τους μια σανίδα,

μια πόρτα, ένα καδρόνι ή οτιδήποτε άλλο που έπλεε και να γαντζωθούν πάνω εκεί,

μέχρι να έρθουν να πλοία να τους περισυλλέξουν».

Η Α. ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Ανάμεσα σ’ αυτούς που πνίγηκαν ήταν και η Χανιώτισσα Άλκηστις Αγοραστάκη,

τελειόφοιτος του Ιστορικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Αθηνών, η οποία κατόρθωσε να σώσει πολλούς απ’ αυτούς που δεν ήξεραν κολύμπι,

πριν εξαντληθεί και παρασυρθεί στον βυθό. Δύο μήνες αργότερα, η Ακαδημία

Αθηνών επέδωσε στην οικογένειά της παράσημο για την αυτοθυσία που έδειξε.

«Όλη η Κρήτη ήταν συγκλονισμένη. Όταν γύρισα έπειτα από μέρες στο χωριό μου,

στη Ροδοπού Χανίων, οι φίλοι και οι συγγενείς σήκωσαν από τη συγκίνησή τους το

ταξί στο οποίο επέβαινα, στον αέρα», θυμάται ο Ηλίας Κουκουνάκης. Όσο για

αποζημίωση, ούτε λόγος. «Όχι αποζημίωση, ούτε τον μισθό μας δεν μας έδωσε η

πλοιοκτήτρια εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου». Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η

εταιρεία μεταποίησε το πλοίο σε οχηματαγωγό χωρίς να ακολουθήσει τους κανόνες

ασφαλείας και χωρίς να κλείσει τις σκάλες και τα ανοίγματα προς το γκαράζ που

οδηγούσαν από την κουβέρτα στο κύτος του σκάφους. Αν αυτά είχαν κλειστεί, τα

νερά θα έμπαιναν από τη σπασμένη μπουκαπόρτα και θα χύνονταν πάλι στη θάλασσα.

Αν είχαν γίνει όλα αυτά, δεν θα είχαμε ένα από τα πλέον πολύνεκρα ναυάγια στην

ιστορία της χώρας μας. Λίγο καιρό αργότερα δημιουργήθηκε η ΑΝΕΚ, μια εταιρεία

λαϊκής βάσης, με πρωτοβουλία των Κρητικών.

Στα Χανιά, πάντως, ο δρόμος πάνω από την Πλατεία Δικαστηρίων που κατευθύνεται

προς τη θάλασσα μετονομάστηκε ­ για να θυμίζει εκείνη τη μοιραία νύχτα: «Οδός

8ης Δεκεμβρίου».