Αν πριν από 25 χρόνια η ξυλουργική έχασε έναν εξελίξιμο ξυλουργό, που

σήμερα ίσως, λόγω ιδιοσυγκρασίας και ταλέντου, θα ήταν στην κορυφή αυτής της

τέχνης, το βέβαιο είναι ότι σε λίγες ημέρες οι οπαδοί του Ολυμπιακού και οι

Έλληνες φίλαθλοι γενικώς θα χάσουν από τα γήπεδα ένα μεγάλο αστέρι. Τον Τάσο

Μητρόπουλο που, σε ηλικία 40 χρόνων, λέει οριστικά «αντίο» ως ποδοσφαιριστής,

τις ημέρες των Χριστουγέννων. Έπειτα από μια λαμπρή και αξιοζήλευτη για

πολλούς, Έλληνες και ξένους ποδοσφαιριστές, πορεία ο αγαπημένος «Ράμπο» των

ελληνικών γηπέδων αποφάσισε να παραδώσει οριστικά τη φανέλα και τα

ποδοσφαιρικά του παπούτσια και να δώσει τόπο στα νιάτα. Να εγκαταλείψει το

ποδόσφαιρο; Πού τέτοια σκέψη. Ο Τάσος γεννήθηκε για το ποδόσφαιρο και θα

πεθάνει με το ποδόσφαιρο. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς έτσι και αρχίσει να

ξετυλίγει ­ όπως χθες στα «ΝΕΑ» ­ το φιλμ της ζωής του.


Η ΣΚΕΨΗ του γυρίζει στα παλιά και στη μαγεία των παιδικών του χρόνων. Στα

χρόνια της μιζέριας και της φτώχειας. Στις ντουντούκες των πλανόδιων

μικροπωλητών, στα… φάλτσα των πανηγυρτζήδων. Κλαρίνα, ντέφια και βιολιά.

Φέρνει στο μυαλό του «την ωραία και κωμική παράσταση», στο λευκό πανί, με τον

Καραγκιόζη, το Κολλητήρι και τον Μπαρμπα-Γιώργο να τα «ρίχνουν» στο

κατεστημένο και αναπολεί τα χρόνια του Μικρού Ηρωα, του Αττίλιο και του

Μασκοφόρου, της… μπαμπέσικης μονομαχίας των «δύο εναντίον ενός», στις

υπαίθριες παλαίστρες. Και βέβαια, στην εποχή του σάμαλι, του προφιτερόλ και

του μιλφέιγ μετά το Σινεάκ. Μα πιο πολύ, στον ιερότερο «τόπο» συνάντησης των

πιτσιρίκων, όπου προσηλυτίστηκαν γενιές και γενιές, μετά το κυριακάτικο

Κατηχητικό.. Την ηρωική αλάνα..

«Είμαι δικό της παιδί. Παιδί της αλάνας. Γράμματα δεν έμαθα. Και δεν ήθελα να

μάθω. Γιατί, πέρα από τη φτώχεια μου, δεν μου άρεσαν, δεν με τραβούσαν. Με το

ζόρι έβγαλα το Δημοτικό, αλλά αισθάνομαι τελικά ότι αποφοίτησα από το

Πανεπιστήμιο. Όποιος δεν φάει χώμα, όποιος δεν στερηθεί, δεν πρόκειται να

καταλάβει τίποτα», λέει ο Τάσος Μητρόπουλος.

ΩΡΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ…

Βενιαμίν μιας πολυμελούς και φτωχής οικογένειας, έμαθε τη ζωή και γνώρισε τη

ζωή του σε πολύ μικρή ηλικία. Δεν στερήθηκε μόνο το ψωμί. Και αυτό, το

απολάμβανε πότε βρεγμένο με ζάχαρη, ποτέ αλειμμένο με σάλτσα, ή στην καλύτερη

περίπτωση με λάδι και τριμμένη ελιά. «Και λοιπόν, μήπως πέθανα; Μήπως βγήκα

λειψός; Ωραία ήταν εκείνα τα χρόνια. Ρομαντικά και αθώα. Και το Σινεάκ μας

είχαμε και στα πανηγύρια πηγαίναμε και Καραγκιόζη με ένα πενηνταράκι βλέπαμε

και όλες τις… ντουλάπες βλέπαμε πάνω στα ρινγκ, τον Αττίλιο, τον Μασκοφόρο,

τον Ντι Μπέστια, κάτι τέτοιους ωραίους τύπους ­ βιοπαλαιστές δηλαδή, και το

γλυκάκι μας τρώγαμε (αν υπήρχε φράγκο) και Κατηχητικό πηγαίναμε και Μικρό Ήρωα

διαβάζαμε, αλλά εγώ εκεί, στην αλάνα, ξυπόλητος να κλωτσάω την μπάλα με τα

κορδόνια. Ε, φτωχός ήταν ο πατέρας μου, σε οικοδομές δούλευε, πηγάδια άνοιγε,

και τι δεν έκανε ο φουκαράς για να μας θρέψει. Ήταν αδύνατον, όμως, να ταΐσει

εφτά στόματα».

Ο Τάσος πήρε τη μεγάλη απόφαση. Η οικογένεια είχε μετακομίσει από την Αγία

Τριάδα του Αιγάλεω στη Νέα Φιλαδέλφεια. Στο «Σίτυ» του αείμνηστου Γιώργου

Ζαμπέτα έμεινε περίπου 14 χρόνια. Ήταν η πρώτη πόλη που γνώρισε, άσχετα αν

γεννήθηκε στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας Βόλου. Στο Αιγάλεω ήταν βρέφος ημερών

όταν πήγε. Και αργότερα, σε ηλικία 8-10 χρόνων, άρχισε να κλωτσά σε όλους τους

ακάλυπτους χώρους με τα παιδιά της γειτονιάς του. Έκαναν και μια ομαδούλα, τον

Ηρακλή Αιγάλεω, ανεξάρτητη βεβαίως, «για να λέμε ότι παίζουμε σε ομάδα», και

μετά συνέχισε το ίδιο βιολί στις συνοικίες του Ποδονίφτη. Πήρε, δηλαδή, την…

πρώτη του μεταγραφή σε άλλη ανεξάρτητη ομάδα, τη Νέα Ζωή. Αλλά η ζωή του

χειροτέρεψε. Ρούχα και παπούτσια, το πολύ μια φορά το χρόνο, Χριστούγεννα ή

Πάσχα, τα έβλεπε.

«Που λες, έπιασα δουλειά σε ξυλουργείο, για να βοηθήσω το σπίτι. Στερήθηκα και

ζήλεψα πολλά πράγματα. Δεν πήγαινε άλλο. Όλα τα χρήματα έπεφταν στον

οικογενειακό κουμπαρά. Δεν κρατούσα δραχμή, όμως πήραμε κάποιες μικρές ανάσες.

Ήμουν τυχερός. Γιατί μέσα στο πριονίδι, στα κοπίδια και τα σκαρπέλα, γνώρισα

τον άνθρωπο που από ξυλουργό ή επιπλοποιό μού άνοιξε το δρόμο για να γίνω αυτό

που είμαι σήμερα».

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΛΤΙΟ

Ο άνθρωπος αυτός ήταν το αφεντικό του Τάσου. Ο παλιός τερματοφύλακας της ΑΕΚ

Βασίλης Ποθητός, που είχε άριστους δεσμούς με τον Άρη Πετρουπόλεως. Τον πήρε

ένα απόγευμα από το χέρι και τον πήγε στο γήπεδο. «Ντύσου γρήγορα», του είπε.

Ο Μητρόπουλος πέταξε στα σύννεφα που θα τον δοκίμαζε ένα επίσημο σωματείο,

άρεσε, ήταν και δύο μέτρα παλικάρι και υπέγραψε το πρώτο του δελτίο, την

περίοδο 1972-73. Από τον Άρη της Πετρούπολης αρχίζει η λαμπρή και ένδοξη

καριέρα για το παιδί του ξυλουργείου…

Σιγά-σιγά, όμως, για να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα. «Θα παίξεις στη δεύτερη

ομάδα», ήταν η απάντηση που πήρε. Έτσι έγινε. Ξεκίνησε με όνειρα και

φιλοδοξίες να κάνει κάτι, να δείξει ότι μπορεί να ζήσει χωρίς να φτιάχνει

παράθυρα και πόρτες. Την επόμενη χρονιά εντάχθηκε στους μεγάλους της ομάδας,

έπαιξε χαφ, σέντερ μπακ και στο τέλος σέντερ φορ, όταν τον ανακάλυψε ο

Εθνικός, τρία χρόνια αργότερα. Προηγουμένως, πάντως, είχε γευθεί την γλύκα του

πριμ και το χρώμα του χρήματος.

ΝΕΑ ΖΩΗ

«Ένα χιλιάρικο, ξέρεις τι ήταν για μένα το ένα χιλιάρικο στη νίκη; Αλλιώς,

τη… βγάζαμε με μια πορτοκαλάδα και κανένα τσάι του βουνού. Μετά τον Άρη

όμως, ήρθε η μεγάλη στιγμή της ζωής μου και… πέταξα στον άλλον Άρη, αυτόν

που ανακάλυψε τελευταία η ΝΑΣΑ.

Από δω άρχισα να συνειδητοποιώ ποιος ήμουν, ποιος έγινα, τι είχα, τι απέκτησα.

Άρχισα να ντύνομαι, να απολαμβάνω τη ζωή, να κάνω και τις τσάρκες μου, τα

ξενυχτάκια μου ως νέος άνθρωπος».

Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ


«Όπου έπαιξα, έδωσα τη ζωή μου». Όμως, όπου κι αν πήγε, η ψυχή του ήταν στον Ολυμπιακό…

ΤΟ ΠΡΩΤΟ χαρτζιλίκι, βεβαίως, έχει πάντα τη δική του «γλύκα», τον δικό του

ιδρώτα και πόνο. Από τη μια θέλεις να το ξοδέψεις μέχρι δεκάρας και από την

άλλη σκέφτεσαι και λες: «τώρα τι γίνεται, γιατί κάνω αυτόν τον αγώνα;».

Έρχεται, όμως, η ώρα της δικαίωσης του δουλευτή να απολαύσει τα αποτελέσματα

της σκληρής και πολλές φορές επώδυνης δουλειάς του. Για τη μεταγραφή του στον

Εθνικό, ο Τάσος Μητρόπουλος έβαλε στο παντελόνι του εξακόσιες χιλιάδες

δραχμές. Καλά, πολύ καλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Η ομάδα του Πειραιά τον

είχε ως ρεζέρβα του Ουρουγουανού Ρομπέρτο Καλκατέρα. Δεν απογοητεύτηκε, επειδή

είχε, έχει και θα έχει πάντα αναμμένο το φωτάκι της ψυχής του για το

ποδόσφαιρο. Και μετά;

Όλα ήρθαν γρήγορα για τον ψηλό. Λεφτά, φήμη, καλό αυτοκίνητο αλλά… «και

καλάμι και ξενύχτια για να προλάβω δήθεν τη ωραία ζωή που μου έλειψε. Αλλά

συνήλθα σύντομα, κατάλαβα ότι πιο πολύ αγαπώ την μπάλα και την υγεία μου, παρά

τα παροδικά, τα πρόσκαιρα και πολλές φορές τα ψεύτικα. Είδα πολλά πλαστικά

πράγματα και συνειδητοποίησα ότι εγώ ήμουν αλλιώς. Στον Εθνικό, όμως, έμαθα τι

θα πει ποδόσφαιρο. Μπήκα στην ωραία ρουτίνα μου, έμαθα πράγματα και θάματα.

Έγινα άλλων προδιαγραφών. Σταμάτησα την ασωτία, γιατί δεν με οδηγούσε στο

πουθενά. Ή μάλλον με οδηγούσε ολοταχώς στην καταστροφή. Αναθεώρησα, λοιπόν,

τις σκέψεις μου, λύσσαξα να γίνω αυτός που ήθελα όταν ξεκίνησα και τελικά το

1981 πραγματοποίησα ένα απλησίαστο όνειρο».

Ο Τάσος Μητρόπουλος ντύθηκε στα «ερυθρόλευκα». Η διαδρομή του δεν άλλαξε. Δεν

πήγε σε διαφορετική πόλη, αφού συνέχισε να εισπνέει το ιώδιο του Σαρωνικού και

να έχει για σπίτι του τον ίδιο χώρο. Το ιστορικό Στάδιο Καραϊσκάκη. Άλλο,

όμως, Εθνικός, άλλο ο χιλιοτραγουδισμένος και μεγάλος Ολυμπιακός. Οι διαφορές,

τεράστιες. Στο μέγεθος, στο χρώμα, αλλά και στην αιώνια έχθρα των δύο σωματείων.

«Αυτή η έχθρα δεν με άγγιξε ποτέ» λέει ο Μητρόπουλος. «Και ποτέ δεν κατάλαβα

τους λόγους. Συγκρίσεις, πάντως, δεν μπορεί να γίνουν. Αυτό το ξέρουν και τα

μικρά παιδιά, ως προς τις προδιαγραφές των δύο ομάδων. Εγώ, όπου έπαιξα, έδωσα

τη ζωή μου. Είχα υποχρέωση να τιμώ όλους τους ανθρώπους, όπως με τίμησαν και

ακόμη με τιμούν».

Το ’81, λοιπόν, αλλάζει όλη η ζωή του Τάσου. Γίνεται υπεύθυνο άτομο, στρώνεται

σκληρά στη δουλειά, οι υποχρεώσεις τεράστιες και θέλουν θυσίες. Γήπεδο,

προπόνηση, σπίτι, κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο. Από τις δέκα το βράδυ, στο

κρεβάτι του. Ο «σκληρός των γηπέδων» είναι ένα «πουλάκι» έξω από τον φυσικό

του χώρο. «Καλά, ξέρει κανείς τι θα πει Ολυμπιακός; Τι θα πει ένας τεράστιος

σε αριθμό λαός να πιστεύει σ’ αυτή τη θρησκεία; Ειλικρινά δεν βρίσκω λέξεις

για να εκφραστώ. Τι να πω για τον Ολυμπιακό. Είναι ολόκληρο βιβλίο. Ένα

«ευαγγέλιο». Ο Ολυμπιακός ήταν η αρχή μου και είναι το τέλος μου. Είμαι

συνδεδεμένος μαζί του, κυρίως λόγω χαρακτήρα. Πολλοί με έχουν χαρακτηρίσει

σκληρό, βάναυσο, απάνθρωπο ποδοσφαιριστή, επειδή αγωνίζομαι με πάθος γι’ αυτό

που λατρεύω. Όμως έξω από τα γήπεδα είμαι άλλος άνθρωπος απ’ αυτόν που βλέπει

ο κόσμος. Ρωτήστε τους φίλους μου. Είμαι ρομαντικός, ευαίσθητος και μοναχικός

θα έλεγα»…

Στον Ολυμπιακό γνώρισε τη μεγάλη δόξα, ανεπανάληπτες στιγμές, έγινε σούπερ

σταρ. Έδωσε την ψυχή και την καρδιά του, έγινε ο «Ράμπο» του «ερυθρόλευκου»

λαού, το παλικάρι που… καθάριζε για τον «Θρύλο». Τον λάτρεψαν, τους λάτρεψε,

αλλά ήρθαν και οι ανάποδες, οι άγονες και σκληρές ημέρες, ο εφιάλτης του

σκανδάλου Κοσκωτά. Και ήταν ο Τάσος ένας απ’ αυτούς που πλήρωσαν ακριβά το τίμημα.

«Ποτέ δεν ήθελα να φύγω. Με έδιωξαν λες και ήμουν ο τυχαίος, ο χθεσινός

παίκτης. Πικράθηκα, έσκασα, αλλά έφυγα με ψηλά το κεφάλι». Το «αντίο» του,

όμως, έκρυβε πάντα την κρυφή ελπίδα της επιστροφής. Όπου κι αν πήγε, είτε στην

ΑΕΚ είτε στον Παναθηναϊκό είτε στον Απόλλωνα είτε στον Ηρακλή είτε στη Βέροια,

είχε το θάρρος να λέει: «Η ψυχή μου ήταν, είναι και θα είναι στον Ολυμπιακό.

Θέλω να γυρίσω εκεί όπου γεννήθηκα».


Αυτά τα Χριστούγεννα θα σημάνουν το τέλος μιας 25ετούς, ένδοξης καριέρας…

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ του «Ράμπο» στο Φάληρο και τον Ολυμπιακό, ήταν η δικαίωσή του. Από

το 1992 έως το καλοκαίρι του 1997, κράτησε χαρακτήρα σε όλες τις ομάδες που

αγωνίστηκε τίμια και καθαρά και τελικά γύρισε υπερήφανος, για να κρεμάσει

οριστικά ­ σε λίγες ημέρες ­ τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του. Ύστερα από 25

χρόνια σημαντικής δράσης και προσφοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ήρθε το γέρμα

του «αθλητικού ήλιου». Ο σπουδαίος αυτός πολεμιστής θα ξεκουραστεί, για να

συνεχίσει όμως, από άλλη θέση, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ομάδα του

μεγάλου λιμανιού.

Το λατρεμένο τραγούδι του είναι ο «αητός χωρίς φτερά». Το μοναδικό τραγούδι

που τον εκφράζει και το μοναδικό ζεϊμπέκικο που χορεύει, φέρνοντας στροφές με

ανοιχτά τα χέρια του. Και δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός ότι ο Μητρόπουλος

«καληνυχτίζει» σε λίγες ημέρες το ποδόσφαιρο, θα πει «καλημέρα» σε μια άλλη

ζωή του ποδοσφαίρου. «Άλλωστε, αν είσαι σωστός, πρέπει να αποδέχεσαι ότι όλα

έχουν μια αρχή και όλα ένα τέλος, για ένα νέο ξεκίνημα. Εγώ το αποδέχθηκα το

βράδυ της Τετάρτης. Ήταν μια μαγική βραδιά. Ήταν ένας μαγικός κόσμος, ήταν

ένας σπουδαίος Ολυμπιακός και ευχαριστώ τους πάντες, από τον κ. Κόκκαλη, τον

κ. Μπάγιεβιτς, μέχρι και τον πιο πιτσιρίκο, για την τιμή. Έφτασα στα σαράντα.

Αποχωρώ περήφανος, γιατί ανήκω στον Ολυμπιακό και γιατί προσπάθησα να βάλω ένα

λιθαράκι στο ελληνικό ποδόσφαιρο».

Φυσικά, το ποδόσφαιρο δεν τελειώνει με τον Μητρόπουλο. Που έμαθε, διδάχθηκε,

είδε ­ και τι δεν είδε ­ στα 25 χρόνια της καριέρας του. Το ποδόσφαιρο

εξακολουθεί να συναρπάζει τους Έλληνες φιλάθλους. Πολλά κακά, στραβά και

ανάποδα υπάρχουν. «Σιγά-σιγά, όλο και κάτι βελτιώνεται. Τι είναι το

ποδόσφαιρο; Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα και η ελληνική κοινωνία.

Χρειάζεται δουλειά, πολύς κόπος, για να φέξει κάτι καλό, αυτό που θέλουμε όλοι

μας. Στην τύχη δεν γίνεται τίποτα. Για μένα, όμως, κάτι προχωράει στο

ποδόσφαιρο, έστω και με αργούς ρυθμούς».

Στην τύχη… Αλλά μήπως δεν χρειάζεται κι αυτή για να προχωρήσει ο άνθρωπος;

«Είναι μια προϋπόθεση, αλλά ο άνθρωπος μόνος του διαμορφώνει τη μοίρα του και

καθορίζει τη ζωή του», υποστηρίζει ο Μητρόπουλος. «Δεν έχεις το δικαίωμα να

προσεύχεσαι συνεχώς και στην ουσία να μη πιστεύεις σ’ αυτά που λες, αφού ούτε

τα πόδια κινείς ούτε τα χέρια σου. Πάντως, θα σου πω και μια αλήθεια: είμαι

τυχερός που γνώρισα έναν σπάνιο άνθρωπο και χαρακτήρα. Την Έλενα Ναθαναήλ.

Αυτή είναι τα φώτα μου, σ’ αυτήν οφείλω τη ζωή μου, ό,τι έκανα έως σήμερα. Τα

λίγα ή πολλά στο ποδόσφαιρο. Αν μου λείπει ένα παιδί; Αλήθεια, ακόμη δεν το

έχω σκεφθεί. Ίσως γιατί παραμένω ακόμη ένα μεγάλο παιδί».