|
|
|
Θ. Βαράγκης: «Όταν επιλέγει έπιπλα, ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την τυποποίηση που τον περιβάλλει»
|
«Διά χειρός» του ιδίου ή των προγόνων του κατασκευάζονται έπιπλα εδώ κι έναν
αιώνα. Ο Θεμιστοκλής Βαράγκης, ακολουθώντας την οικογενειακή επιλογή,
προσπάθησε να παντρέψει την παράδοση με το μοντέρνο και να μας δώσει μέσα από
το έπιπλο μια ευκαιρία προσωπικής έκφρασης. Καθώς ετοιμάζεται να παραδώσει τη
σκυτάλη στις επόμενες γενιές, κάνει έκκληση στους νέους να ασχοληθούν με την
επιπλοποιία και την ξυλογλυπτική όχι μόνο για να σωθεί η παράδοση, αλλά και
επειδή, όπως λέει, ο τομέας έχει πολλές κενές θέσεις εργασίας. Από την εποχή
που τα μαστοράκια καρπάζωναν τους παραγιούς, μέχρι την εποχή που το ανθρώπινο
χέρι βάζει μόνο την τελευταία πινελιά στο έπιπλο, τα αντικείμενα που γεμίζουν
τους χώρους μας μπορεί να έχουν αλλάξει μορφή, μας επιτρέπουν όμως πια να
φτιάχνουμε ο καθένας το καταφύγιό μας, όπως το επιθυμούμε…ΤΟ ΣΠΙΤΙ είναι
λιτό και περιβάλλεται από κήπο. Έχει μόνο έναν όροφο, αίθριο στο κέντρο και
γύρω γύρω τζαμαρίες που φέρνουν από παντού το φως. Οι πίνακες του Παυλόπουλου
και του Καρρά συνυπάρχουν με το τραπεζάκι των αρχών του αιώνα, το πανέμορφο
χαλί που φτιάχτηκε στην Ξάνθη στα 1880 και την καρέκλα βιομηχανικού ντιζάιν
του 1920. Οι αντιθέσεις είναι έντονες στο σπίτι του Θεμιστοκλή Βαράγκη,
δημιουργούν όμως αρμονία. Κάνοντας έτσι πράξη το σκεπτικό της επιχείρησης
επίπλων, που ξεκίνησε στις αρχές του αιώνα μας: «Παλίντροπον αρμονίην», δηλαδή
η αρμονία των αντιθέσεων. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Ο Θεμιστοκλής Βαράγκης είναι σήμερα 65 ετών. Είναι ο δεύτερος Θεμιστοκλής,
μετά τον παππού που ίδρυσε την επιπλοποιία, ενώ τον ακολουθεί ένας τρίτος, ο
8χρονος εγγονός που έχει ήδη δείξει το ταλέντο του. «Το έπιπλο είναι κάτι παρά
πολύ ενδιαφέρον, διότι ενώ είναι λειτουργικό αντικείμενο, μπορείς επάνω του να
εκφραστείς κατά χιλιάδες τρόπους. Όχι μόνο ο τεχνίτης, αλλά και ο αγοραστής.
Πώς θα το τοποθετήσει, πού, με τι θα το συνδυάσει, τι σύνθεση θα φτιάξει.
Σήμερα, ο άνθρωπος δεν αγοράζει τα «συνολάκια» με τα 13 κομμάτια της
κρεβατοκάμαρας που αγόραζε κάποτε. Σήμερα είναι απελευθερωμένος, μπορεί να
πάρει ένα παλιό κρεβάτι, δύο κομοδίνα της γιαγιάς, ένα ωραίο κομό, είναι
ανοιχτός σε όλα».
ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΣΠΙΤΙ
Ποιο είναι ένα ωραίο σπίτι; «Η κατοικία ενός ωραίου, ενδιαφέροντα ανθρώπου,
που βάζει σ’ αυτό κομμάτια της προσωπικότητάς του και της ψυχής του». Ποια
είναι όμως η σχέση του σημερινού ανθρώπου με το έπιπλο και το σπίτι του;
«Υπάρχει μια τάση να μη δεχόμαστε άλλη τυποποίηση. Δηλαδή, μπαίνουμε σ’ ένα
αυτοκίνητο, λίγο πολύ είναι τα ίδια, μπορεί ν’ αλλάζει η μάρκα και η
ιπποδύναμη της μηχανής, αλλά λίγο πολύ είναι τα ίδια. Τα κινητά τηλέφωνα είναι
ίδια, όπως και τα οικιακά σκεύη. Η απόδραση του ατόμου σ’ αυτή την
τυποποιημένη κοινωνία είναι να κάνει κάτι δικό του, κάτι να τον ζεσταίνει. Εδώ
μπαίνει η διακόσμηση, εδώ μπαίνει το έπιπλο, το ύφασμα, η κουρτίνα. Είναι το
αντίδοτο της τυποποίησης. Το έπιπλο προσφέρεται για την ανάπτυξη νέων ιδεών,
είναι ένας ανοικτός ορίζοντας που ο καθένας μπορεί να τον πλάσει όπως θέλει
και όπως τον εκφράζει».
Εάν δεν γινόταν επιπλοποιός, θα γινόταν καπετάνιος. «Είναι ο δεύτερος εαυτός
μου η θάλασσα». Γι’ αυτό και με το ιστιοπλοϊκό του «Ελενάρα» ταξιδεύει στη
Μεσόγειο, δένει στα νησιά, ελληνικά και ξένα, και παρατηρεί τις τοπικές
παραδόσεις. «Όταν βρίσκω ενδιαφέροντα στοιχεία στα έπιπλα, τα αντιγράφω,
παίρνω ιδέες και αργότερα μπορεί να τα προσαρμόσω σ’ αυτά που φτιάχνουμε
εμείς, όπως κάναμε πέρσι με την Κάρπαθο». Φέτος, ταξίδεψε στις ελληνικές
θάλασσες. «Πήγαμε στους Αρκούς. Ένα νησί ανάμεσα στην Πάτμο και την Τουρκία με
45 κατοίκους. Ένα θαύμα».
Τι είναι άραγε αυτό που έχει στο μυαλό του, όταν σχεδιάζει μαζί με την ομάδα
του έπιπλα; «Έχω τη ζωή της ελληνικής οικογένειας. Ξεκινώ με τη λογική ότι
πρέπει να επιπλώσουμε ένα διαμέρισμα 100 τ.μ., που είναι το μέσο διαμέρισμα
και το οποίο θα έχει έναν Α προϋπολογισμό. Δανειζόμαστε μορφολογικά στοιχεία
από την Ελλάδα και βέβαια τάσεις του εξωτερικού, τα αναπροσαρμόζουμε με τη
δική μας λογική, αισθητική και μνήμες και όλα αυτά τα βγάζουμε στο έπιπλο». Σε
τι ποσοστό όμως μπορεί να συνδυαστεί η παράδοση και το μοντέρνο; «Η παράδοση
είναι αυτή που μπορεί να εμπλουτίσει το μοντέρνο, το κρατά εν ζωή και του
δίνει μια διάρκεια αισθητικής εμφάνισης, που δεν έχει όρια, ούτε ημερομηνία
λήξεως. Υπάρχει όμως σήμερα και μια υπερπροσφορά κακού γούστου. Αυτά είναι τα
έπιπλα που ύστερα από λίγα χρόνια τα απορρίπτεις και θέλεις να τα πετάξεις.
Δεν μπορείς να ζήσεις πια μαζί τους».
Ποια είναι η ιδιαιτερότητα των ελληνικών επίπλων, τι είναι αυτό που η Ελλάδα
έχει να προσφέρει στα αντικείμενα που μας περιβάλλουν; «Τα ελληνικά έπιπλα
έχουν να προσφέρουν τη διακοσμητική ξυλογλυπτική, που άρχισε από εκκλησιαστικά
θέματα. Η βυζαντινή παράδοση αναπτύχθηκε πιο λαϊκά από ανώνυμους καλλιτέχνες.
Εάν πάμε στα αρχαία ελληνικά θα δείτε την καλλίγραμμη μορφή, ενώ τα βυζαντινά
είναι πιο δωρικά και ξεχωρίζει η ξυλογλυπτική».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η ανθρώπινη παρέμβαση παραμένει, αν και λιγότερο αναγκαία, σημαντική για την
«ψυχή του επίπλου». «Σήμερα, υπάρχει η εξής λογική: χρησιμοποιούμε τη μηχανή
στο έπακρον, αλλά το έπιπλο τελειώνει στο χέρι για να του δώσουμε ό,τι δεν
μπορεί η μηχανή, το χάρισμα τού διά χειρός. Και αυτό το χάρισμα γίνεται από
στήθους. Δηλαδή, έχουμε μια στάμπα που βάζουμε επάνω για να την αντιγράψουμε.
Κάθε καρέκλα τελειώνει στα χέρια του τεχνίτη με το σκαρπέλο, γι’ αυτό και
είναι αποτυπωμένη πάνω της η ανθρώπινη ευαισθησία».
Το ελληνικό έπιπλο είναι φτηνό ή ακριβό; «Είναι μεσαίας τιμής. Σκεφθείτε,
όμως, ότι η Ελλάδα δεν έχει τις πρώτες ύλες, τις κάνουμε όλες εισαγωγή. Δεν
υπάρχει πια ελληνικό ξύλο, έρχονται όλα από την Αφρική. Μάλιστα, τα τελευταία
χρόνια έχει εξαφανιστεί ακόμη και το ευρωπαϊκό ξύλο. Έχει αφανιστεί πλέον».
Ποιο ξύλο του αρέσει; «Από τα πιο ωραία είναι η καρυδιά. Παλαιότερα είχαμε στα
σύνορα, τώρα πια έρχεται από τη Δυτική Αφρική».
Τι να το κάνεις, όμως, εάν έχεις ωραία σπίτια, αλλά μια άσχημη πόλη; «Τι να
σας πω; Εδώ έχουμε ένα αεροδρόμιο που θα απομακρυνθεί και αντί να το κάνουμε
εθνικό πνεύμονα, κοιτάμε πώς θα το αξιοποιήσουμε. Αντί να κάνουμε τα
Τουρκοβούνια εθνικό δρυμό, ξεφυτρώνουν συνεχώς καινούργια παράνομα. Κάθε φορά
που περνάω από την περιοχή του Βεΐκου, βλέπω τον ελεύθερο χώρο να
περιορίζεται. Αφήστε που δεν υπάρχουν πουθενά πάργκινγκ. Τι να το κάνεις το
ωραίο μπάνιο και την εντυπωσιακή κουζίνα όταν δεν μπορείς να φθάσεις στο σπίτι
σου; Αισθάνομαι ότι ο Αθηναίος δεν αγαπά την πόλη του, απλώς κοιτάζει να
βολευτεί κατά τον καλύτερο τρόπο».
Σε λίγους μήνες θα εγκαινιαστεί το νέο υπερσύγχρονο εργοστάσιο στο Σχηματάρι,
όπου θα μεταφερθεί το ήδη υπάρχον της Πεύκης. «Το 1972 κάηκε το εργοστάσιο.
Όχι μόνο κάηκε, αλλά έπεσε και το κτίριο. Βγήκαμε σε τρεις ημέρες με μια
διαφήμιση που έλεγε “Η φωτιά που μας καίει”. Και είπαμε ότι μπορεί να κάηκε
ένα μέρος του εργοστασίου, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στη φωτιά της
δημιουργίας που μας καίει. Πήραμε άδεια από τον δήμο και δουλεύαμε στον δρόμο,
υπαίθρια. Σε 40 ημέρες ξανακτίσαμε το εργοστάσιο. Αυτά αρκούν όχι μόνο για το
έπιπλο, αλλά και για τη ζωή. Η θέληση και μια φωτιά να σε καίει…».
«ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ οι τεχνίτες», λέει ξανά και ξανά ο Θεμιστοκλής Βαράγκης. «Στην
Ελλάδα υπήρχε ο μάστορας που είχε το μικρομάγαζο, ο οποίος δούλευε με τον γιο
του. Τώρα, ο μάστορας αυτός βρίσκει πολύ πιο εύκολο το να εμπορεύεται το
έπιπλο, παρά να το φτιάχνει ο ίδιος, γιατί έχουν εκλείψει οι αυτοσχέδιοι
δημιουργοί. Τώρα πια οι δημιουργοί είναι λίγοι. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι
ότι προσπαθούμε να συντηρήσουμε την παράδοση και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε
την καλύτερη μηχανική επεξεργασία του επίπλου».
Ο Θ. Βαράγκης βλέπει το έπιπλο ως εχθρό της ανεργίας. Πώς; «Στην επιπλοποιία,
σήμερα, στην Ελλάδα δουλεύουν 35.000 άνθρωποι. Παλαιότερα ήταν περισσότεροι.
Σ’ αυτούς τους 35.000 ανθρώπους υπάρχουν μόνον 100 μαθητές»! Ήρθε η ώρα, ίσως,
να γίνει μια σχολή. «Αυτή τη στιγμή το μελετάω και θέλω να κάνω ένα ίδρυμα και
μια μέση σχολή επιπλοποιών. Ήδη ανταποκρίθηκε ο δήμαρχος Μακρινίτσας να
συμμετάσχει, επειδή στην περιοχή αυτή υπάρχει μια παράδοση ξυλογλυπτικής και
προσφέρθηκε να παραχωρήσει χώρο, προκειμένου να γίνει η σχολή. Αυτή η σχολή θα
αυτοεξυπηρετείται οικονομικά. Δηλαδή οι μαθητές θα έχουν κατά το ήμισυ
θεωρητικά μαθήματα και κατά το ήμισυ τεχνικά. Στα τεχνικά μαθήματα θα
κατασκευάζονται ορισμένα προϊόντα, τα οποία θα απορροφώνται από την αγορά. Και
έτσι θα έχει ένα πρόσθετο έσοδο η σχολή, πέραν των άλλων εσόδων, για να μπορεί
να συντηρηθεί».
ΤΑ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ
«Στην Ελλάδα, σήμερα, κανένα νέο παιδί δεν θέλει να γίνει μαθητευόμενος.
Έχουμε μεγάλο πρόβλημα να προσελκύσουμε τα νέα παιδιά. Σκεφθείτε, όμως, ότι
σήμερα εάν ο βασικός μισθός για έναν υπάλληλο είναι 150.000 δραχμές, ένα
μικρός μαραγκός, επιπλοποιός παίρνει 300.000 δραχμές. Δεν μένουν ποτέ χωρίς
δουλειά. Είναι σπάνιο είδος πια. Ακόμη κι εμείς είχαμε πρόβλημα στο
εργοστάσιο. Τα παιδιά των τεχνιτών μας μαθαίνουν κομπιούτερ, παίρνουν πτυχία,
δοκιμάζουν άλλες δουλειές και όταν μείνουν άνεργοι, γυρίζουν, μπαίνουν στη
δουλειά μας και ευημερούν. Κι είναι ευκαιρία αυτή η συνέντευξη, για να
παροτρύνω τους νέους να μπουν στο επάγγελμά μας. Όχι μόνο οι ίδιοι θα είναι
ευχαριστημένοι, αλλά θα συμβάλλουμε όλοι μαζί στο να διατηρηθεί η παράδοση και
η καλή ποιότητα του ελληνικού επίπλου».
Βεβαια, η κατάσταση δεν είναι αποθαρρυντική. «Οι περισσότεροι άνθρωποι της
γενιάς μου αποσύρθηκαν. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ λέγαμε ότι οι τεχνίτες της
τρίτης γενιάς είναι αναντικατάστατοι, οι νέοι, η τέταρτη γενιά είναι καλύτερη.
Μόνο να μπορούσαμε να τους κάνουμε περισσότερους…».
Αλλά οι ιδέες δεν σταματούν εκεί. «Σκεπτόμουν πως το έπιπλο θα ήταν ιδανική
λύση για αγροτικές απασχολήσεις, όταν είναι χειμώνας και δεν μπορείς να
δουλέψεις στο χωράφι. Στη Γαλλία γίνεται. Υπάρχουν συνεταιρισμοί αγροτών που
δουλεύουν ο καθένας σπίτι του φτιάχνοντας καρέκλες, τις οποίες πωλούν μέσω του
συνεταιρισμού. Κι έτσι μπορούν να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα όταν έρχεται ο
μακρύς χειμώνας ή ακόμη και το καλοκαίρι όταν δεν έχουν πολλές αγροτικές εργασίες».
|
|
Ο Θεμιστοκλής Βαράγκης, παππούς, έφυγε το 1880 από την Άνδρο απ’ όπου
κατάγεται η οικογένεια και μαθήτευσε στη Σμύρνη. Επέστρεψε κάποια στιγμή,
παντρεύτηκε, έκανε οκτώ παιδιά και στις αρχές του αιώνα πήρε όλη την
οικογένεια και ήρθε στην Αθήνα. «Τότε οι άνθρωποι από τις ίδιες συντεχνίες
ζούσαν στις ίδιες περιοχές: οι μαρμαράδες μαζί, οι σοβατζήδες στα Μυκονιάτικα,
οι επιπλοποιοί ζούσαν όλοι μαζί στην Ιερά Οδό. Το πρώτο μαγαζί το άνοιξε στη
γωνία Σόλωνος και Καπλανών».
Έτσι, σιγά σιγά, δημιουργήθηκε η «οικογενειακή παράδοση στην αισθητική και τη
μαστοριά». «Θυμάμαι από μικρός την ατμόσφαιρα του επιπλοποιείου από την
Κατοχή, γιατί ακόμη και τότε ο κόσμος παντρευόταν, έφτιαχνε την κρεβατοκάμαρά
του…». Από το εργοστάσιο της Ιεράς Οδού θυμάμαι τη μυρωδιά της ψαρόκολλας
και τους παλιούς τεχνίτες. «Ήταν οι πρωτομάστορες, οι μαθητευόμενοι και οι
παραγιοί που κουβαλούσαν την κόλλα και συνήθως έτρωγαν και τις καρπαζιές»,
λέει γελώντας ο Θ. Βαράγκης. «Οι πρωτομάστορες δεν έπιαναν ποτέ δευτερεύουσες
δουλειές. Φορούσαν μακριά σώβρακα, κρεμούσαν τα ψάθινα καπελάκια τους σε μια
μεγάλη πρόκα δίπλα στους πάγκους τους και είχε ο καθένας τη δική του κασέλα με
τα εργαλεία».
Τι έχει μείνει στον εγγονό από τις συμβουλές του παππού; «Μου έλεγε: ένας
σωστός επιπλοποιός κάνει το σωστό και όχι το γρήγορο. Πίστευε ότι δεν
χρειάζεται να βιάζεται κανείς, αλλά να φτιάχνει σιγά το έπιπλο, μέσα του και
πάνω στο ξύλο». Έρχονταν τότε, στις αρχές του αιώνα, οι πελάτες, ξεφύλλιζαν τα
φιγουρίνια από το εξωτερικό και έδειχναν στον επιπλοποιό τι ήθελαν. Προσέθετε
δικά του πράγματα; «Βέβαια. Τα ανέπτυσσε, έκανε κάτι παρεμφερές ή εξασκούσε
την δική του αισθητική μέσα από αυτά».
ΤΟ ΣΟΥΓΙΑΔΑΚΙ…
Ο πατέρας Βαράγκης, ο Δημήτρης, σπούδασε την τέχνη του επιπλοποιού στη Γαλλία,
το 1920. Ειδικεύτηκε στις μαρκετερί. «Τότε, τα σκάλιζαν με σουγιαδάκι. Σήμερα,
γίνονται αυτόματα με λέιζερ». Και οι δύο γιοι του, ο Θεμιστοκλής και ο
Λεωνίδας, ακολούθησαν την παράδοση της οικογένειας και ασχολήθηκαν με το
έπιπλο, καθένας με τη δική του επιχείρηση. Ο Θεμιστοκλής σπούδασε «ντιζάιν»
στην Αγγλία. «Όταν γύρισα, βρήκα μια Αθήνα όπου γκρέμιζαν όλα τα σπίτια και
τις ωραίες μονοκατοικίες και έκτιζαν πολυκατοικίες χωρίς καμία φαντασία».
Μπήκε στην επιχείρηση και από το 1960 την ανέλαβε. «Το σκεπτικό μου ήταν να
δημιουργήσω έπιπλα για τη νέα τάξη που έβγαινε τότε. Παλαιότερα, τα έπιπλα
ήταν προβολή του πλούτου. Άρχισε όμως να ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο, οι
άνθρωποι να μορφώνονται και η αντιμετώπιση άλλαξε».
Η κόρη του, η Λευκή, άφησε κάποια στιγμή την επιχείρηση, αλλά ο γιος του ο
Δημήτρης, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, τη συνεχίζει. «Αυτή τη στιγμή,
“παίζοντας” με τον γιο μου, φτιάχνουμε το σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη στην Ύδρα.
Το αγοράσαμε από κάτι ξένους που ήθελαν να το κάνουν συνεδριακό κέντρο. Μόλις
το τελειώσαμε είναι εθνικό διατηρητέο και ιστορικό μνημείο, κτισμένο το
1780, προεπαναστατικά. Συντηρήσαμε τις τοιχογραφίες και τα ταβάνια και τώρα το
επιπλώνουμε με τη λογική της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Σκέφτομαι, μάλιστα,
να εγκατασταθώ εκεί και να περνώ την μισή εβδομάδα μου σ’ αυτό το καταπληκτικό σπίτι».