«Οι Έλληνες, αυτό που εμείς σήμερα δεν κατορθώσαμε, αύριο αυτοί οι ίδιοι θα

μας το προσφέρουν στο πιάτο» διαβεβαίωνε τα μέλη του επιτελείου του ο Κεμάλ

λίγες ημέρες μετά τις μοιραίες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Η πρόβλεψη του

δημιουργού της νέας Τουρκίας, δυστυχώς, δύο χρόνια μετά επιβεβαιώθηκε στο

ακέραιο. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που διαδέχθηκε τον οραματιστή

Ελευθέριο Βενιζέλο, εγκλωβισμένη στην ίδια την πολιτική της και τυφλό, σχεδόν,

όργανο του Κωνσταντίνου, οδήγησε την περήφανη Στρατιά της Μικράς Ασίας στην

ταπεινωτική ήττα και το Έθνος στη Μικρασιατική Τραγωδία. Η αιματηρή κάθαρση

που ακολούθησε με τη δίκη και την εκτέλεση των υπευθύνων της Καταστροφής έδωσε

μεν διέξοδο στη λαϊκή οργή, αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει ακόμη μια σελίδα

στο θλιβερό κεφαλαίο «Χαμένες Πατρίδες»…

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΡΧΗΓΟΣ του Ελληνικού Στρατού από το 1918 και στη συνέχεια αρχιστράτηγος της

Στρατιάς της Μικράς Ασίας έως τον Νοέμβριο του 1920.

Συνδύαζε τον ικανό στρατιωτικό ηγέτη, τον διορατικό πολιτικό, τον άνθρωπο που

εμπνέει με το ίδιο το παράδειγμά του. Λιτός στην καθημερινή ζωή του, αγαπητός

στο στράτευμα και ιδιαίτερα εκτιμώμενος από τους αξιωματικούς για την

αμεροληψία, τη δικαιοκρισία και την επιλογή ικανών συνεργατών.

Πίστεψε απόλυτα τους οραματισμούς του Ελευθερίου Βενιζέλου και είχε πάντα προ

οφθαλμών το «δόγμα» του πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας, ότι ο αξιόμαχος και

με ακμαίο ηθικό στρατός είναι ο συμπληρωματικός βραχίονας μιας πετυχημένης διπλωματίας.

Σχεδίασε με τους συνεργάτες του Θεόδωρο Πάγκαλο, Αχιλλέα Πρωτοσύγκελο,

Πτολεμαίο Σαρηγιάννη, Γεώργιο Σπυρίδωνος, Δημήτριο Νότη Μπότσαρη και Μιχαήλ

Βυζά, την προέλαση του Στρατού μας το καλοκαίρι του 1920 προς την Προύσα.

Η Στρατιά της Μικράς Ασίας επί των ημερών της διοικήσεώς του αναδείχθηκε σε

υπόδειγμα στρατού και προκάλεσε τα επαινετικά σχόλια των στρατιωτικών

επιτελείων Γαλλίας και Αγγλίας. Μάλιστα, ο Παρασκευόπουλος διετέλεσε και για

μικρό διάστημα αρχιστράτηγος και των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή.

Συνεργάσθηκε αρμονικά με την ηγεσία του Μικρασιατικού Ελληνισμού, των

μειονοτήτων της περιοχής Σμύρνης και ενθάρρυνε το μουσουλμανικό στοιχείο να

συμμετέχει στην καθημερινή ζωή χωρίς να συναντά εμπόδια, ενώ πάταξε αμείλικτα

κάθε εκδήλωση εκτρόπων εις βάρος του τουρκικού στοιχείου στη ζώνη κατοχής του

Ελληνικού Στρατού.

Δέκα ημέρες μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 αποστρατεύεται από το

κωνσταντινικό καθεστώς και ακολουθεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην αυτοεξορία

του στη Νίκαια της Γαλλίας.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ


«ΕΙΧΕ την ατυχία να ζήσει σε εποχή μεγάλων ανδρών και συγκλονιστικών

γεγονότων», έγραψε ο Τσώρτσιλ βιογραφώντας τον Βρετανό πρωθυπουργό τού

προηγούμενου αιώνα, Σόλσμπερι. Ο αφορισμός αυτός θα μπορούσε να χαρακτηρίζει

και την περίπτωση του Δημητρίου Γούναρη.

Δεινός ρήτορας, με φιλοσοφική διάθεση και σκέψη, θεωρήθηκε από μελετητές της

εποχής του μάλλον για ακαδημαϊκή καριέρα, υπολειπόμενος ως προς τις απαιτήσεις

της πολιτικής.

Ο Δημήτριος Γούναρης υπήρξε ατυχής. Βρέθηκε αντιμέτωπος με πολιτικές και

γενικότερα εθνικές συνθήκες δυσχερέστατες, συντριπτικές. Επιπρόσθετα δε, και

με αντίπαλο έναν πολιτικό ηφαιστειακής ιδιοσυγκρασίας, όπως ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ο Πατρινός πολιτικός, που ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στις αρχές του

αιώνα ως εικονοκλάστης, επικεφαλής της νεωτεριστικής ομάδας των «Ιαπώνων»,

τερμάτισε τον πολιτικό του βίο προ του εκτελεστικού αποσπάσματος στις 15

Νοεμβρίου 1922, ως ένας εκ των υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ο χρόνος που έχει παρέλθει από το μουντό πρωινό της 15ης Νοεμβρίου, δεν

δικαίωσε μεν το αντίθετο, την πολιτική του Δ. Γούναρη, έσβησε όμως στη

συνείδηση των νέων γενιών την αντίληψη για συνειδητή προδοσία ή παραμέληση των

εθνικών συμφερόντων.

Ο Δημήτριος Γούναρης, μετά τις εκλογές του 1912, τον καταποντισμό των παλαιών

κομμάτων και ενώ το πολιτικό άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου βρίσκεται σε

τροχιά ανόδου, προβάλλει ως η εναλλακτική εκσυγχρονιστική προσωπικότητα.

Μάλιστα, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει να διαφανεί αυτό με έναν σαφή

υπαινιγμό του στη Βουλή.

Τρία χρόνια αργότερα και ενώ εκδηλώνεται η διαφωνία Βενιζέλου – Κωνσταντίνου

για τη στάση της Ελλάδας κατά τον πόλεμο, ο Γούναρης απαρνείται τον παλαιό

εαυτό του και μάλιστα με φανατισμό πρωτοφανή για τον ήπιο χαρακτήρα του,

προσχωρεί στην παράταξη της Αυλής και σύρεται στο άρμα της γερμανικής

πολιτικής του Κάιζερ.

Η πολιτική του πορεία έκτοτε σκιάζεται από τον φανατισμό και το μίσος για τη

βενιζελική δράση και τη δημιουργία.

Και είναι παράδοξο, αυτός ο πολιτικός με τις καινοτόμες κοινωνικές και

πολιτικές ιδέες ­ πρώτος υποστήριξε την παροχή ψήφου και στις γυναίκες ­ να

προσδεθεί σε μία πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου, αυταρχική και

αντιδημοκρατική, που παρέπεμπε στις περιόδους της «ελέω Θεού βασιλείας».

Ειδικότερα δε, μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και ενώ τα σύννεφα

συσσωρεύονταν στον ουρανό της Ελλάδας, ως υπεύθυνος πρωθυπουργός δεν πρόταξε

το εθνικό συμφέρον σε εκείνο του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η επάνοδος του οποίου

στο θρόνο έθετε σε δεινή δοκιμασία τις σχέσεις της χώρας με τους συμμάχους και

τη Συνθήκη των Σεβρών υπό αμφισβήτηση.

Το κυριότερο δε όλων: Επέτρεψε την υπονόμευση της μαχητικότητας του Στρατού

στη Μικρά Ασία με την απομάκρυνση των άξιων και έμπειρων στελεχών του και την

τοποθέτηση αξιωματικών, είτε ανίκανων είτε αντιτιθέμενων στην πολιτική της

Μεγάλης Ιδέας.


ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΣ


Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ του Λ. Παρασκευόπουλου στην αρχιστρατηγία της Στρατιάς της Μικράς

Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας (Νοέμβριος 1920 – Μάιος 1922), θα παραμείνει μία

των συζητούμενων προσωπικοτήτων της νεώτερης Ελλάδας.

Οι αντίπαλοί του (Ισμέτ Ινονού) αναφέρθηκαν με επαινετικά λόγια για τον

«γενναίο και καλό στρατιώτη», ενώ και ο αδιάλλακτος τότε, δημοκρατικός,

συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης, απόστρατος και επικεφαλής της Εθνικής Άμυνας

στην Κωνσταντινούπολη, θρηνούσε τον Μάιο του 1922 για την απομάκρυνση από την

αρχιστρατηγία τού «γενναίου στρατιώτη».

Ενώ με θλίψη παρακολουθούσε την απογύμνωση της Στρατιάς από τους ικανούς και

εμπειροπόλεμους αξιωματικούς, δεν τόλμησε να ανακόψει την ολέθρια τακτική τών

μετα-Νοεμβριανών κυβερνήσεων. Την ίδια στάση κράτησε όταν ο αδελφός τού

βασιλιά Κωνσταντίνου, Ανδρέας, παράκουσε τις εντολές κατά τη μάχη του

Σαγγαρίου και έφερε σε δύσκολη θέση τα μαχόμενα στο μέτωπο στρατεύματα.

Η ενέργεια του πρίγκιπα Ανδρέα, επικεφαλής του Πυροβολικού, επέτρεψε στον

Κεμάλ να αντεπιτεθεί και να ομιλεί για κάμψη των Ελλήνων, τη στιγμή που

ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Άγκυρα.

Την ίδια διστακτικότητα επέδειξε για την ενεργοποίηση του σχεδίου προέλασης

του στρατού μας στην Ανατολική Θράκη, για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα, δέχθηκε να παραμείνει επικεφαλής της Στρατιάς και να κατευθύνει τις

επιχειρήσεις της Αλμυράς Ερήμου, παρά το γεγονός ότι διαφωνούσε.

Διστακτικός και στις ενθαρρύνσεις της Εθνικής Άμυνας της Κωνσταντινούπολης,

αλλά και της Μικρασιατικής Άμυνας της Σμύρνης να ηγηθεί του αυτονομιστικού

κινήματος στη Μικρά Ασία.

Δραματική η ψυχική σύγκρουση του αρχιστρατήγου όταν κατέθεσε ως μάρτυρας

κατηγορίας στη «Δίκη των Εξ», των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Η παράταξη του Κωνσταντινισμού δεν του συγχώρησε αυτή την ενέργεια. Τον

κατεδίκασε σε θάνατο και τον εκτέλεσε με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος στο

Κίνημα του 1935.


ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ


Η περισσότερο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του ελληνικού πολιτικού βίου κατά την

μικρασιατική εποχή. Τοποθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίου υπήρξε

προσωπικός θαυμαστής, ύπατος αρμοστής της Σμύρνης με συνταγματικές

αρμοδιότητες. Προηγουμένως είχε να επιδείξει λαμπρό έργο ως διοικητής της

Ηπείρου, ευθύς μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα.

Αυταρχικός χαρακτήρας, συγκρούσθηκε κατ’ επανάληψη με τη Δημογεροντία της

Σμύρνης, ενώ οι σχέσεις του με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο κάθε άλλο παρά

αρμονικές υπήρξαν. Στο αυτό επίπεδο κινήθηκαν οι σχέσεις του Στεργιάδη με τον

αρχιστράτηγο Λ. Παρασκευόπουλο.

Ο Βενιζέλος συνέχισε να τον περιβάλλει με την εμπιστοσύνη του ακόμη και όταν

στενοί συνεργάτες του, όπως ο Εμμανουήλ Ρέπουλης και ο Αλέξανδρος Διομήδης,

διατύπωσαν δριμύτατες κατηγορίες για τον ύπατο αρμοστή.

Μετά την ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920 κι ενώ η

κριτική κατά του Στεργιάδη κορυφωνόταν, ο Βενιζέλος άρχισε πλέον να έχει

αμφιβολίες για την ορθότητα της πολιτικής που ακολουθούσε ο αρμοστής.

Ο Στεργιάδης, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Σμύρνη, διατήρησε

προνομιακές σχέσεις με την αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα και τον Άγγλο πρόξενο

στη Σμύρνη. Μάλιστα, κατά τη μετα-Νοεμβριανή περίοδο, οι Άγγλοι, προς στιγμή,

σκέφθηκαν ως λύση στην εμπλοκή, που παρουσίαζε το Μικρασιατικό Ζήτημα,

κυβέρνηση Στεργιάδη με δικτατορικές εξουσίες.

Ο Στεργιάδης, με την είσοδο των κεμαλικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, το όργιο

σφαγών και λεηλασιών που επακολούθησε και όταν στην προκυμαία της πόλης

συνωθούνταν χιλιάδες πρόσφυγες, αναμένοντες με αγωνία τα «πλοία της σωτηρίας»,

επιβιβάσθηκε στο αγγλικό πολεμικό πλοίο ο «Δουξ της Ιρλανδίας» και μέσω

Κωνσταντινουπόλεως κατέφυγε στη Ρουμανία, με τελικό προορισμό τις Κάννες της

Γαλλίας όπου και πέθανε.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΑΝΕΣΤΗΣ


Η ΑΝΑΘΕΣΗ στο αντιστράτηγο Γ. Χατζανέστη της αρχηγίας της Στρατιάς της Μικράς

Ασίας, στις 23 Μαΐου 1922, προκάλεσε αντιδράσεις στις τάξεις των αξιωματικών

και δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του Στρατού απέναντι στην

ανώτατη ηγεσία του.

Εκκεντρικός, με αντιλήψεις περί πειθαρχίας παρωχημένες, ενώ η αυστηρότητά του

στις περισσότερες περιπτώσεις υπερέβαινε τα όρια.

Κατανάλωσε το πιο κρίσιμο διάστημα των δεκαπέντε ημερών από την ανάληψη της

αρχιστρατηγίας, σε επιθεώρηση των διαφόρων στρατιωτικών μονάδων, που είχε

μάλλον τελετουργικό και όχι χαρακτήρα μελέτης της κατάστασης.

Επέμεινε να διευθύνει τις επιχειρήσεις από τη Σμύρνη, 400 χιλιόμετρα μακριά

από το μέτωπο, σε σημείο όταν εκδηλώθηκε η κεμαλική επίθεση στο Αφιόν

Καραχισάρ, και ο επικεφαλής τού εκεί Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Ν.

Τρικούπης, να απευθύνει απεγνωσμένες εκκλήσεις για την ενίσχυσή του, ο

Χατζανέστης να θεωρεί παραπλανητική την τουρκική επίθεση στο σημείο αυτό και

να μετακινήσει τμήματα Στρατού σε άλλα μέτωπα.

Ο Χατζανέστης έφθασε στη Μικρά Ασία με εμπεδωμένη την αντίληψη της σύμπτυξης

του μετώπου στη γραμμή της Συνθήκης των Σεβρών, ενώ τον τυραννούσε η έμμονη

ιδέα να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για προέλαση του Δ’ Σώματος Στρατού

που είχε αναπτυχθεί στην Ανατολική Θράκη, προς την Κωνσταντινούπολη, με

αποτέλεσμα να αποσπάσει από το Μικρασιατικό Μέτωπο σημαντικές στρατιωτικές

δυνάμεις και να τις αποστείλει στην Ανατολική Θράκη.

Το σχέδιό του απορρίφθηκε από την τότε πολιτική ηγεσία, Γούναρη και Θεοτόκη, η

Στρατιά της Μικράς Ασίας έμεινε έκθετη και αναπτυγμένη σε ένα μέτωπο 700

χιλιομέτρων, με ανεπαρκή εφοδιασμό, και κενά στην αμυντική της διάρθρωση.

Τον Χατζανέστη συνέχιζε να τον απασχολεί, κατά κυριο λόγο, ο σχεδιασμό της

επιχείρησης κατά της Κωνσταντινούπολης, τη στιγμή που το μέτωπο της Μικράς

Ασίας παρουσίαζε επικίνδυνα, αν όχι καταστροφικά, ρήγματα.

Λίγες ημέρες πριν από την καταστροφή και την άτακτη υποχώρηση του Στρατού μας

στη Μικρά Ασία, αντικαταστάθηκε στην αρχιστρατηγία από τον στρατηγό Ν.

Τρικούπη, ο οποίος όμως πληροφορήθηκε την προαγωγή του από τον ίδιο τον Κεμάλ.

Το Σώμα του και ο ίδιος είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι.

Δικάστηκε στη «Δίκη των Εξ» και εκτελέστηκε, ως βασικός υπεύθυνος της

Μικρασιατικής Καταστροφής, από την Επανάσταση του ’22.




Ο στρατηγός Γεώργιος Ιορδανίδης

Τον Ιούλιο του 1922, μετά τις εξετάσεις, έγραψε η Ημερησία Διαταγή της Σχολής:

«Χορηγώ άδειαν διακοπών διά τας εστίας των, εις άπαντας τους Ευέλπιδας, πλην

των αλλοδαπών». Αλλοδαπούς εννοούσε η διαταγή εμάς τους Κωνσταντινουπολίτες:

τον Κώστα Χαντζέρη, τον Θεόδωρο Μακρίδη και μένα. Διοικητής της Σχολής ήταν ο

Συν/χης Βερνάρδος Ελ., πατέρας φίλου συναδέλφου. Θα υπέγραψε τη διαταγή χωρίς

να προσέξει την κακοήθεια ή την αγραμματοσύνη που πρόδιδε η λέξη.

Αλλά εμείς μ’ ένα «στρατήγημα» πήγαμε στην Πόλη με κανονική Διαταγή του

υπουργείου Στρατιωτικών. Αηδιασμένος από τη διετή πείρα μου στη Σχολή, είχα

αποφασίσει και ετοιμασθεί να πάω για σπουδές στη Γαλλία. Έγραψα και μια

επιστολή παραιτήσεως στην ελληνική στρατιωτική αποστολή στην Πόλη.

Όταν όμως άρχισαν να φθάνουν τα δυσάρεστα νέα από το Μέτωπο και βεβαιωθήκαμε

πως ήταν αληθινή η κατάρρευση της Στρατιάς Ν. Ασίας, κατάλαβα πως είχα

συνδεθεί με το Στρατό όσο δεν το φανταζόμουν και, παρά τα σχέδιά μου, μπήκα με

τους φίλους μου στο «Πατρίς ΙΙ» που απέπλευσε για τον Πειραιά, την ώρα που

άρχιζε η οχλοβοή των τουρκικών επινικίων συλλαλητηρίων στην Πόλη για την

είσοδο των κεμαλικών στη Σμύρνη.

Δεν είχε εξαντληθεί η άδειά μας όταν φθάσαμε στην Αθήνα και μείναμε στο

ξενοδοχείο «Παλλάδιο». Στις 1 Σεπτεμβρίου 1922 έπεσαν από αεροπλάνο οι

προκηρύξεις της Επαναστάσεως. Μάθαμε λίγο αργότερα από συμμαθητές μας πως η

Σχολή ετοιμαζόταν για άμυνα.

Αποφασίσαμε τότε να πάμε στην επανάσταση, που εν τω μεταξύ, ενώ ετοιμαζόμαστε

για το Λαύριο, ήλθε με το Στόλο στο Φάληρο, όπου κατεβήκαμε, και με μια βάρκα

πλευρίσαμε στη Ναυαρχίδα. Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και παρουσιάσθηκα στον

Γονατά και κατόπιν στον Πλαστήρα, που μου μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και

διέταξε τον υπασπιστή του να μας εγγράψει στη δύναμη του Συν/τός του, του

5/42.

Φθάσαμε μ’ αυτό στην Αθήνα και πήγαμε στο Φρουραρχείο. Στις 14 Σεπτεμβρίου

εγκαταστάθηκαν οι επαναστατικές αρχές στην Αθήνα, χωρίς καμιά αντίσταση,

παρέλαβε φρούραρχος ο συν/χης Ιππικού Γ. Σκανδάλης και τότε πια

παρουσιασθήκαμε στη Σχολή.

Διοικητής της είχε παραλάβει ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, που τον διαδέχθηκε μετά

από ένα μήνα περίπου ο Συν/χης Πεζ. Γ. Γονατάς, αδελφός του Πρωθυπουργού.

Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1922 οι περισσότεροι Ευέλπιδες της ανωτέρας τάξεως

αναλάβαμε υπηρεσία στα 1ο και 6ο Συντάγματα Πεζικού, στα Παραπήγματα, για να

εκπαιδεύσουμε τους κληρωτούς, που προορίζονταν για τη Στρατιά του Έβρου. Οι

άλλοι Ευέλπιδες είχαν σταλεί με άδεια στα σπίτια τους.

Στις αρχές του 1923 επανήλθαμε όλοι στη Σχολή. Η κατάσταση είχε μεταβληθεί

ριζικά. Είχαν τοποθετηθεί εξαίρετοι και έμπειροι αξιωματικοί διοικήσεως και

καθηγητές.

Η εκπαίδευση συγχρονίσθηκε και η θεωρία συνδυάσθηκε με πρακτικές ασκήσεις και

εφαρμογές στο έδαφος. Και, πάνω απ’ όλα, ένα πνεύμα ανθρωπιάς επικράτησε εκεί μέσα».

Το βιβλίο του αείμνηστου στρατηγού Γεωργίου Ιορδανίδη «Όσα θυμήθηκα…

1920-1973» κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ.