Μία ολοκαίνουργια Μερσεντές σταμάτησε σε μια απο τις πολλές καφετέριες, στο

άλσος της Κορυτσάς. Ο ηλικιωμένος κύριος που κατέβηκε, σίγουρα δεν την έκλεψε.

Αυτό είχαν κάνει για λογαριασμό του νεαροί οπλοφόροι, που ανέλαβαν να τη

φέρουν από τη Θεσσαλονίκη.

Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, σ’ ένα παλιό εργοστάσιο, κάποιοι άλλοι νεαροί, που

ασχολούνται με εμπόριο όπλων και χασίς, ετοιμάζουν «κεκλεισμένων των θυρών»

ένα φορτηγάκι για να κρύψουν σ’ αυτό Καλάζνικοφ και να περάσουν τα σύνορα

χωρίς προβλήματα.

Στην Καψίστα, μια άλλη ομάδα περιφέρεται στα περάσματα για Ελλάδα, ώστε να

ελέγχει το εμπόριο ζώων, αλλά και ναρκωτικών που διοχετεύονται στην περιοχή.

Από την Κορυτσά και μέχρι την Ερσέκα, νεαροί οπλοφόροι ελέγχουν τα πάντα.

Οργανώνονται. Δημιουργούν την… υποδομή τους, ώστε να εξασφαλίσουν τον έλεγχο

των συνόρων, ακόμη και στην περίπτωση που αποκατασταθεί η τάξη στην Αλβανία.

Ήδη, το κύκλωμά τους λειτουργεί σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και διευρύνεται

συνεχώς, ειδικά μετά τον Μάρτιο, όπου η κρίση έχει παραλύσει τα πάντα.


Οι συμμορίες. Από το ύψωμα κοντά στην Κρυσταλλοπηγή, τα μέλη των συμμοριών

ελέγχουν κάθε κίνηση. Ληστεύουν, κλέβουν και αποσύρονται στους λόφους της Μοράβας

ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΟΥΝ «Σούλο». Είναι περίπου 30 χρόνων. Δεν έχει πάνω του τίποτε το

περίεργο. Ένας απλός άνθρωπος, που μέχρι τον περασμένο Μάρτη κανείς δεν τον

υπολόγιζε. Τώρα είναι κάτι μεταξύ «ληστή των ορέων» και τυχοδιώκτη της πόλης.

Στους λόφους της Μοράβας, κοντά στα σύνορα, περιφέρεται με το Καλάσνικοφ. Στην

Κορυτσά, το Ελμπασάν και την Ερσέκα κινείται με τη μερσεντές του.

Καλοντυμένος, πάντα με συνοδεία και πάντα έτοιμος για όλα. Μιλάει συνεχώς για

εκατομμύρια. Αλλάζει στέκια. Με την ομάδα του τα λένε δημοσίως. Δεν έχουν

κανένα πρόβλημα, ακόμη και όταν μιλάνε δυνατά. Στις καφετέριες οργανώνουν την

δράση τους. «Ό, τι προλάβουμε ν’ αρπάξουμε. Γιατί, κάποια στιγμή, ακόμη και

στην Αλβανία, θα μπει τάξη», λέει μέσα σε γέλια. Και αυτό ακριβώς είναι που

τον κάνει πιο επικίνδυνο..

Εκείνη την ημέρα ήταν εκνευρισμένος. Καθόταν σε μια πέτρα πάνω από τον δρόμο

Κρυσταλλοπηγής – Κορυτσάς, λίγα μέτρα μακριά από το αλβανικό τελωνείο. Ηταν η

ημέρα που συνεδρίασε για πρώτη φορά η νέα Βουλή της χώρας του. Μια ημέρα

σημαντική για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά πολύ δύσκολή για τον ίδιο και

την ομάδα του. Δεκάδες αστυνομικοί από τα Τίρανα είχαν φτάσει εκεί για να

ελέγχουν το πέρασμα. Να πληρώνουν τα φορτηγά που μπαίνουν. Να οργανωθεί η

κατάσταση. Ήταν και η μόνη φορά που είδε συνεργεία να ρίχνουν πίσσα. «Έτσι μου

‘ρχεται να τους ρίξω, αλλά φοβάμαι τους άλλους με τα όπλα. Μέχρι εδώ ήταν. Από

τον δρόμο αυτό δεν βγάζουμε άλλα». Σχεδόν μονολογούσε. Έβριζε.

Τους τελευταίους μήνες έστηνε καρτέρι πίσω από τα βράχια. Αυτοκίνητα και πεζοί

πλήρωναν για να περάσουν. Έκανε ό,τι ήθελε. Το μόνο πρόβλημα ήταν οι άλλες

συμμορίες, που κατέβαιναν από τα ορεινά. Όμως, αυτός είχε καταφέρει να

επιβληθεί. Είχαν κάνει και κάτι συμφωνίες μεταξύ τους και έτσι όλα κυλούσαν

ήρεμα. Αλλά και τώρα, που «έχασαν τον δρόμο», δεν θα τα «βάψουν μαύρα». Όλον

αυτόν τον καιρό έχουν οργανωθεί τόσο καλά, που θα βγάζουν αρκετά χωρίς τα Καλάσνικοφ..

Πρώτα – πρώτα, έχουν ένα συνεργείο αυτοκινήτων κοντά στην Κορυτσά, όχι βεβαίως

για να κάνουν επισκευές, αλλά για να διακινούν όπλα και χασίς. Εκεί, λοιπόν,

σ’ ένα παλιό μισοερειπωμένο εργοστάσιο, που είναι πάντα με πόρτες κλειστές,

έχουν στήσει την «επιχείρησή» τους. Αφού συγκεντρώνουν παραγγελίες από

διάφορους συνεργάτες τους στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα (ο Σούλο ισχυρίζεται

ότι έχει πολλούς Έλληνες φίλους) για όπλα, τα μαζεύουν όλα εκεί και αρχίζει η

διαδικασία προώθησής τους στην Ελλάδα. Συνήθως, χρησιμοποιούν ένα κλειστό

φορτηγάκι. Ένας πρώην τρόφιμος των φυλακών των Τιράνων αναλαμβάνει να

τοποθετήσει ειδική λαμαρίνα στην καρότσα του αυτοκινήτου, να τη βάψει, να μη

φαίνεται τίποτε. Έτσι, το φορτηγάκι πάει παντού, εντός και εκτός συνόρων, και

γίνεται η διανομή των Καλάσνικοφ, των οποίων η τιμή κυμαίνεται γύρω στις

50.000 δραχμές.

Με τον ίδιο τρόπο, προωθούν στην Ελλάδα κυρίως χασίς, που το παράγουν οι

ίδιοι, σχεδόν μπροστά στα μάτια των κατοίκων της περιοχής. Στην αρχή μάς το

έπαιρναν τζάμπα. Δεν γνωρίζαμε τίποτε. Ούτε καν πώς γίνεται. Με τον καιρό

μάθαμε και εμείς. Πού να ξέραμε από τέτοια». Στο χωριό του, τις Μοίρες, κοντά

στα σύνορα, όπου ζουν αρκετοί μουσουλμάνοι, οι νέοι αλλά και οι παλιοί ζούσαν

όπως όλοι οι ορεινοί που δεν έχουν διέξοδο πουθενά. Τώρα έμαθαν όλοι. Από

30.000, που το πουλούσαν στην αρχή, τώρα πιάνουν 250.000 έως 300.000 δραχμές

ανά κιλό. Αν βέβαια οι ποσότητες είναι μικρές και δεν συμφέρει να

χρησιμοποιήσουν φορτηγό, κανονίζουν ραντεβού στα σύνορα, κυρίως στην Καψίστα,

και φτάνουν με τα πόδια σε προκαθορισμένο σημείο. Εκεί κάνουν από ένα

«τσιγαράκι», για να διαπιστώσει ο αγοραστής την ποιότητα, παραδίδουν,

πληρώνονται και επιστρέφουν..

Τον τελευταίο καιρό έχουν οργανωθεί και στις κλοπές πολυτελών αυτοκινήτων από

την Καστοριά, τη Φλώρινα, τη θεσσαλονίκη, αλλά και την Αθήνα. Ο τρόπος, μάλλον

απλός. Ελληνοπόντιοι και Αλβανοί, που ζουν στην Ελλάδα, αλλά και Έλληνες,

εντοπίζουν διάφορα αυτοκίνητα, κυρίως μεγάλου κυβισμού. Καταγράφουν χρώμα και

άλλες λεπτομέρειες. Ειδοποιούν την ομάδα στην Αλβανία και όποιος έχει

αυτοκίνητο ίδιας μάρκας και ίδιου χρώματος περνάει κανονικά τα σύνορα. Το

εγκαταλείπει σε ασφαλές μέρος. Παίρνει τις πινακίδες και τις βάζει στο

κλεμμένο. Έτσι, περνάει το ελληνικό τελωνείο χωρίς να γίνει αντιληπτός. Στην

Αλβανία η κατάσταση είναι πιο απλή. Ένας αστυνομικός, που είναι στο «κόλπο»,

φροντίζει και βγάζει νέες πινακίδες και χαρτιά. Το πολύ σε τρεις ημέρες. Σε

λιγότερο από μία εβδομάδα, το αυτοκίνητο έχει πουληθεί. Η ομάδα εισπράττει,

ανάλογα με τον τύπο, αλλά σίγουρα αρκετά χρήματα. Μόλις ολοκληρωθεί η

αγοραπωλησία, ο ιδιοκτήτης του εγκαταλειμμένου αυτοκινήτου μπαίνει πάλι στην

Ελλάδα και επιστρέφει μ’ αυτό χωρίς κανένα εμπόδιο..




Παντού φρουροί. Για λόγους επιβίωσης, οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν

προσλάβει ενόπλους για την ασφάλειά τους

ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 35 ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν στην περιοχή της Κορυτσάς.

Τους τελευταίους μήνες, αν και δεν διέκοψαν τη λειτουργία τους, αντιμετωπίζουν

σοβαρά προβλήματα από τη δράση των συμμοριών. «Αναγκαστήκαμε κι εμείς να

πάρουμε τα μέτρα μας.

Πληρώνουμε φρουρούς σε 24ωρη βάση. Αν δουν ότι μπορείς να αντιδράσεις, δεν

χτυπάνε. Όμως, έτσι δεν μπορείς να λειτουργήσεις», λέει ο Ηλίας Παπαδόπουλος,

που είναι υπεύθυνος σε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής ρούχων.

Απασχολεί 350 άτομα, που είναι αναγκασμένος και να τα τα προστατεύει από

επιθέσεις νεαρών.

Ο Νίκος Σταυρόπουλος έχει εργοστάσιο επίπλων. «Εμένα, τις πρώτες μέρες μού

έκαναν ζημιές.

Πήρα οπλοφόρους. Επειδή πουλάω έπιπλα και στα Τίρανα, προσέλαβα ειδικές ομάδες

για να συνοδεύουν τα αυτοκίνητα. Έτσι δουλεύουμε εμείς εδώ. Κερδίζουμε βέβαια,

αλλά ζούμε συνεχώς κάτω από τον φόβο», λέει, καθώς μας ξεναγεί στους χώρους

του εργοστασίου. Τώρα, έχει προσλάβει και άλλους εργάτες, αφού άνοιξε

«παρτίδες» και με τα Σκόπια.

Από τον Μάρτιο και μετά, όλοι οι Έλληνες επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να

προσλάβουν φρουρούς, πολλοί δε έχουν έρθει σε συμφωνία με τις συμμορίες,

καταβάλλοντας διάφορα ποσά.



ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Γραφείο Βόρειας Ελλάδας.

ΑΛΛΗ ΜΙΑ υπόθεση εισαγωγής και διακίνησης από την Αλβανία μεγάλων ποσοτήτων

χασίς αποκαλύφθηκε. Αυτή τη φορά σε αγροτική περιοχή στην κοίτη του Γαλλικού

ποταμού, έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής διοργανώθηκε επιχείρηση της Ασφαλείας

Θεσσαλονίκης για την εξάρθρωση του κυκλώματος. Συνελήφθησαν δύο Αλβανοί,

κατασχέθηκαν 323 κιλά ημικατεργασμένου χασίς, καθώς και ποσότητα πυρομαχικών,

ενώ αναζητούνται άλλοι δύο Αλβανοί και τρεις Τσιγγάνοι που διέφυγαν ύστερα από

ανταλλαγή πυροβολισμών.

Όπως προέκυψε από την προανάκριση, τα μέλη του κυκλώματος εισήγαγαν τη μεγάλη

ποσότητα του χασίς από δύσβατες ορεινές περιοχές της Φλώρινας.

Στη συνέχεια, τη μετέφεραν στην περιοχή του Γαλλικού ποταμού, όπου και την

έκρυψαν σε συστάδες θάμνων και δένδρων.



Η ΚΟΡΥΤΣΑ ήταν πάντα η πόλη όπου οι κάτοικοι, παρά τις έντονες θρησκευτικές

διαφορές (ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, ευαγγελιστές, καθολικοί), είχαν καταφέρει

να δημιουργήσουν μια διαφορετική περιοχή, με όμορφα σπίτια, καλντερίμια και

μια σχετική οικονομική ανάπτυξη, ιδίως τα τελευταία πέντε χρόνια.

Ορθόδοξοι Βλάχοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν δημιουργήσει δεκάδες

επιχειρήσεις και προσπαθούν να βάλουν μια τάξη αν και το κράτος υπολειτουργεί.

Η Κορυτσά, από την πρώτη στιγμή που έπεσε το καθεστώς, βρέθηκε στο επίκεντρο

διαμάχης των ξένων Εκκλησιών, αλλά και της οικονομικής δραστηριότητας κυρίως

Ελλήνων και Ιταλών. Αυτή τη στιγμή κτίζουν επιβλητικούς ναούς στο κέντρο της

πόλης η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ρουμανίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και

οι Ευαγγελιστές.

Οι ντόπιοι μιλούν για «θρησκευτικό πόλεμο» και τον απορρίπτουν. «Εδώ είμαστε

ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι, τα υπόλοιπα δεν τα καταλαβαίνω. Ο καθένας θέλει να

παίξει το παιχνίδι του», λέει ο Χρήστος Βαγγέλης, ένας γέρος Βλάχος. Στις

τελευταίες εκλογές οι Βλάχοι κέρδισαν δύο έδρες και πιστεύουν ότι θα

βελτιωθούν οι σχέσεις με την Ελλάδα για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα.

Άλλωστε πολλοί έχουν συγγενείς, κυρίως στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία.




ΣΤΗΝ ΚΑΨΙΣΤΑ, μόλις λίγα μέτρα από τα σύνορα, τρεις νεαροί παρακάμπτουν την

άσφαλτο. Ανεβαίνουν το γνώριμο γι’ αυτούς μονοπάτι, που τους βγάζει όπου

θέλουν. Στην Καστοριά ή τη Φλώρινα. Τα αστυνομικά μέτρα έχουν ενταθεί από την

πλευρά της Ελλάδας, αλλά αυτοί γνωρίζουν πώς και από πού θα περάσουν. Θα

περπατήσουν λίγες ώρες, πάντα νύχτα. Ξημερώματα, θα επιστρέψουν. «Εμείς, δεν

κάνουμε απαγωγές. Άντε κανένα αρνί να κλέψουμε, κάνα σπίτι. Τέτοια πράγματα.

Τα σοβαρά τα κάνουν οι άλλοι. Αυτοί είναι από τις Μοίρες. Από κει ήταν και τα

παιδιά που πήραν τους τέσσερις αγρότες. Τι το ήθελαν αυτό; Μας έκαψαν όλους»

λέει ο Πέτρι.

Αυτός δούλευε παράνομα στην Καστοριά. Άλλοτε πληρωνόταν, άλλοτε όχι. Τώρα ούτε

να δουλέψει δεν μπορεί. Στο χωριό του δεν υπάρχει τίποτε. Δεν δουλεύει

κανένας. Αν και αποφεύγει να μιλήσει για το τι κάνει στην Ελλάδα, υπάρχουν

πολλοί στην περιοχή που γνωρίζουν τη δράση του. Όπως γνωρίζουν τα σημεία όπου

συγκεντρώνονται οι συμμορίες, αλλά και αυτά όπου γίνεται το μεγάλο εμπόριο με

αρνιά και κατσίκια από την Αλβανία, αλλά και με όπλα και χασίς. Από τη

Λοντζάρα ώς την Ερσέκα, κάθε χωριό έχει τα περάσματά του. Οι λιγοστοί νεαροί

εκεί στηρίζουν την επιβίωσή τους. Κλέβουν ώς και μοτέρ από τα χωράφια.

Αγροτικά εργαλεία, ηλεκτρικά είδη. Ληστεύουν μοναχικούς ηλικιωμένους και επιστρέφουν.

Οι πιο μεγάλοι, αν και δεν κάνουν επιδρομές, επιδίδονται σε εμπόριο οπλών, σε

συνεργασία με εμπόρους από την Ελλάδα. Πουλούν ολόκληρα κοπάδια, τα οποία τα

κλέβουν. «Όλη η Ελλάδα τρώει κρέας από την Αλβανία. Αν έρθεις εδώ το Πάσχα, θα

δεις χιλιάδες αρνιά να περιμένουν με τις ώρες στα σύνορα, ώσπου να γίνουν οι

διαπραγματεύσεις» λέει ο Βαγγέλης Ζήκο από το Μπάταν.

Και όσοι δεν έχουν; Περνούν τα σύνορα. Έτσι και βρουν κοπάδι, το πάνε στην

Αλβανία, μέσα από τα περάσματα, και στη συνέχεια το πουλούν στην Ελλάδα.