Η πρόταση για την υιοθέτηση ονομασίας με το συστατικό «Ιλιντεν» δείχνει πολλά για τα βαθύτερα ενδιάθετα της ηγεσίας των Σκοπίων. Το Ιλιντεν (1903), μία κακοσχεδιασμένη και αποτυχημένη εξέγερση βουλγαρόφωνων εξαρχικών ανταρτών εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας (που στράφηκαν όμως με μανία κυρίως εναντίον των Ελλήνων της Μακεδονίας), είναι η αφετηρία, η πεμπτουσία και το έμβλημα του ψευδομακεδονικού αλυτρωτισμού.
Ο «μακεδονισμός» κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον βουλγαρικό εθνικισμό ως όχημα απορρόφησης της οθωμανικής Μακεδονίας ενόψει της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αιώνα και συνδυάστηκε με πολιτική εθνοκάθαρσης εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Η πολιτική αυτή προσέκρουσε στον Μακεδονικό Αγώνα, που συντόνισαν οι Στέφανος και Ιων Δραγούμης, στήριξαν αφανώς οι κυβερνήσεις Δηλιγιάννη και Θεοτόκη και υλοποιήθηκε με συμμετοχή πλήθους εθελοντών στον άτακτο πόλεμο που διεξήχθη στη Μακεδονία την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Στη συνέχεια, στον Μεσοπόλεμο, και αφού η Μακεδονία είχε πλέον στο μεγαλύτερο μέρος της ενσωματωθεί στην Ελλάδα, το ιδεολόγημα αυτό υιοθετήθηκε από τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, που αποσκοπούσε στη δημιουργία ελεγχόμενης σλαβικής κρατικής οντότητας με πρόσβαση στο Αιγαίο. Γι’ αυτό και το νεότευκτο τότε ΚΚΕ υποχρεώθηκε να δεχθεί ως μέρος του προγράμματός του την «ανεξάρτητη Μακεδονία», γεγονός που το αποξένωσε από την ελληνική κοινή γνώμη, αμαύρωσε τη φήμη του και προξένησε εσωτερικές αναταράξεις, διασπάσεις, διαγραφές, αποχωρήσεις γενικών γραμματέων κ.λπ. Ακόμη και στον τροτσκιστικό χώρο υπήρξε πρόβλημα.

Καταγράφεται διάλογος μεταξύ του εξόριστου στην Πρίγκηπο της Τουρκίας Λέοντος Τρότσκι και του εκπροσώπου του αρχειομαρξισμού Βιτσώρη όπου ο μεν Τρότσκι τον πιέζει να υιοθετήσει θέση υπέρ της «ανεξάρτητης Μακεδονίας», ο δε Βιτσώρης απαντά ότι δεν υφίσταται μακεδονική εθνότητα. Η διαφωνία κατέληξε τελικώς σε ρήξη μεταξύ των ελλήνων τροτσκιστών και του Τρότσκι.

Μεταπολεμικά το «Μακεδονικό» υιοθετήθηκε από τον Τίτο, ο οποίος αυτονόμησε τη Νότια Σερβία και την ονόμασε «Μακεδονία» διαμορφώνοντας ένα είδος τεχνητής εθνοτικής ταυτότητας με διεκδικήσεις σε ελληνικά εδάφη. Ο Τίτο συντηρούσε έτσι έναν μοχλό γεωπολιτικής πίεσης προς το Αιγαίο που θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιήσει στις κατάλληλες συνθήκες.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κληροδότησε την «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» με πρωτεύουσα τα Σκόπια και μεικτό πληθυσμό. Στην εικοσιπενταετία που πέρασε το κρατίδιο αυτό αποδυναμώθηκε δραματικά. Παρέμεινε εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ, ενώ το καθεστώς Γκρούεφσκι επέβαλε μία γελοία αισθητική με υποτίθεται αρχαιοελληνικά πρότυπα, για να τεκμηριώσει την «καταγωγή» των συγχρόνων κατοίκων του κρατιδίου από τους αρχαίους Μακεδόνες. .

Η προτεινόμενη ονομασία «Ιλιντεν» προδίδει αλυτρωτικές βλέψεις, που δεν θα εξαφανιστούν ακόμα και αν απαλειφθούν από το Σύνταγμα της χώρας. Ο αλυτρωτισμός είναι κεντρικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας και της κουλτούρας των κατοίκων του κρατιδίου, οι οποίοι κοινωνικοποιήθηκαν με άξονα το «παμμακεδονικό» ιδεολόγημα. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να αποφύγει τον κίνδυνο επισημοποίησής του σε μία από κοινού συμπεφωνημένη ονομασία.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης