Το όχι και τόσο μακρινό 1966 η ζωή συγγένευε περισσότερο με τον πιο απόμακρο δέκατο ένατο αιώνα παρά με τον εγγύτερο εικοστό πρώτο. Καθένας από τους κοινούς τόπους της σύγχρονης καθημερινής μας ζωής –ο προσωπικός υπολογιστής, η κινητή τηλεφωνία –αποτελούσε ακόμη αντικείμενο της επιστημονικής φαντασίας. Η θεατρική έξοδος ήταν μέρος μιας ευρύτερης αστικής τελετουργίας. Θα έβαζες τα καλά σου, θα έδινες πουρμπουάρ στην ταξιθέτρια, θα παρακολουθούσες την παράσταση με θρησκευτική ευλάβεια και ο μόνος τρόπος για να εκδηλώσεις τη δυσαρέσκειά σου, την ώρα που θα υποκλίνονταν οι ηθοποιοί, θα ήταν να μη χειροκροτήσεις. Το γιουχάισμα –πάντα μετά το τέλος –ήταν εξαιρετικά σπάνιο και, ουσιαστικά, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να ψυχανεμιστούν εάν «τσιμπάει το εργάκι» από την προσέλευση στο ταμείο. Η κριτική ήταν δουλειά των κριτικών. Νοικοκυρεμένα πράγματα.

Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη των θεατών εκείνο το βράδυ, τον Ιούνιο του 1966, στη Φρανκφούρτη, όταν οι ηθοποιοί επί σκηνής άρχισαν ξαφνικά και απρόκλητα να τους βρίζουν. Κάποιοι γέλασαν αμήχανα, ορισμένοι αντέδρασαν οργισμένα, ένας προσπάθησε ν’ ανέβει πάνω και μετά το πέρας της παράστασης όλος ο θίασος κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα. Εμπνευστής αυτού του διαδραστικού έργου αγόρευσης, του Βρίζοντας το κοινό (Ελεύθερος Τύπος, 1990), που επαναλήφτηκε πολλές φορές και σε πολλές χώρες κατόπιν, ήταν ένας εικοσιτετράχρονος μακρυμάλλης Αυστριακός, ο Πέτερ Χάντκε. Επέπρωτο να γράψει τη δική του ιστορία στο θέατρο, αλλά και στο σινεμά, ως σεναριογράφος, στο πλευρό του Βιμ Βέντερς. Ωστόσο, μήτε ο ίδιος ο Χάντκε φανταζόταν ότι τα νέα ήθη που εγκαινίαζε στη σκηνή θα επικρατούσαν κάποτε σε ολόκληρο τον πλανήτη, ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους που, όχι μόνο δεν πάτησαν ποτέ στο θέατρο, αλλά ούτε και σκοπεύουν ποτέ να πατήσουν.

Θα χρειαστούμε ξανά τη βοήθεια του θεάτρου ώστε να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο Διαδίκτυο. Ας διαλέξουμε, ως υπόθεση εργασίας, ένα από τα αγαπημένα μου θεατρικά, το Λεωφορείον ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς, στην εξαιρετική μετάφραση του αείμνηστου Μάριου Πλωρίτη (εκδ. Καστανιώτη, 1998). Υποθέτουμε πάντοτε ότι ανεβαίνει σε ένα από τα κεντρικά θέατρα της πρωτεύουσας και πρωταγωνιστούν δύο μεγάλοι αστέρες της αθηναϊκής σκηνής, η Μπέλα Ταμπέλα (στον ρόλο της Μπλανς ντι Μπουά) και ο Μπούλης Μπουρμπούλης (στον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι). Είναι αλήθεια πως, μισόν αιώνα μετά το θορυβώδες ντεμπούτο του Χάντκε, έχουν δει τα ματάκια μας τα μύρια όσα και δεν εντυπωσιαζόμαστε εύκολα. Μολαταύτα, ακόμη και για εμάς, τους τόσο cool, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι οι θεατές της συγκεκριμένης παράστασης διακρίνονται από υπερβάλλουσα κινητικότητα. Αλλοι σηκώνονται και φεύγουν πριν από το διάλειμμα, μερικοί επιστρέφουν το ίδιο βράδυ ή και μετά από εβδομάδες και απαιτούν να καθήσουν εκεί όπου κάθονταν και πριν σηκωθούν. Το πιο παράξενο είναι ότι σε κανέναν δεν φαίνεται περίεργη αυτή η συμπεριφορά. Κανένας δεν ζητάει τον λόγο από κανέναν ή –για να είμαστε πιο ακριβείς –όλοι ζητούν τον λόγο από όλους. Κανένας όμως δεν δείχνει να το βρίσκει αλλόκοτο.

Ας προχωρήσουμε τώρα στα βαθιά. Γνωρίζουμε πόσο αποσυντονίζονται οι ηθοποιοί με τον παραμικρό θόρυβο από την πλατεία –αυτή είναι, άλλωστε, και η αιτία που επιβλήθηκε διά ροπάλου η απενεργοποίηση των κινητών τηλεφώνων. Εδώ όμως δεν μιλάμε για μουρμουρητά, βηχαλάκια και φτερνίσματα. Εδώ μιλάμε για φωνές στα ίδια ντεσιμπέλ με τις φωνές στη σκηνή. «Ω, στα νιάτα μου προκαλούσα αρκετό θαυμασμό», δηλώνει η Μπλας ντι Μπουά, «αλλά κοίταξέ με τώρα…». «Σκατογέρασε η Ταμπέλα», ακούγεται καθαρά μια φωνή από την πλατεία, «πάλι πήγε να της τραβήξουν τα κρέατα». «Δεν έχω ανταμώσει γυναίκα που να μη φαντάζεται πως είναι κούκλα», σαρκάζει ο Κοβάλσκι, «αλλά θέλει να της το λένε κιόλας!». «Ο Μπουρμπούλης θα ψηφίσει Χρυσή Αυγή», ακούγεται πάλι καθαρά μια άλλη φωνή, «βγήκε ο μαλάκας το πρωί και το είπε στην εκπομπή του Παπαδάκη». «Δεν μπορώ να φανταστώ καμιά μάγισσα που θα κατόρθωνε να σε σαγηνεύσει», επιμένει η Μπλανς ντι Μπουά. «Θα έχει να γαμηθεί αιώνες», ακούγεται η οικεία φωνή από την πλατεία. «Τώρα, ας αφήσουμε τις παρλαπίπες!», μουγκρίζει ο Κοβάλσκι. «Ποιος ξέρει και αυτόν ποιος Πακιστανός θα τον πηδάει», τον χαβά της και η άλλη φωνή. Και πάει λέγοντας, ένας διάλογος κουφών, έως ότου πέσει η αυλαία.

Δεν γνωρίζω πόσες πιθανότητες υφίστανται για να ανέβει κάποτε μια ανάλογη διασκευή του Λεωφορείον ο Πόθος, ούτε και είμαι σε θέση να εγγυηθώ ότι θα προξενούσε πλέον την παραμικρή αίσθηση. Οτιδήποτε φαντάζει ακόμη ως εκκεντρικότητα στη σκηνή είναι ήδη αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Κάθε ανάρτησή μας στο Διαδίκτυο, κάθε είδηση, κάθε φωτογραφία ή κάθε βίντεο συνοδεύεται με το στανιό από χολερικά σχόλια ατόμων που, στην καλύτερη περίπτωση, κωλοβαράνε και, στη χειρότερη, βρίσκονται σε εντεταλμένη υπηρεσία, δεν είναι καν υπαρκτά πρόσωπα, είναι ρεπλίκες κάποιας ρεπλίκας, εικονικά προφίλ φτιαγμένα επί τούτου για να μολύνουν, να λοιδορήσουν κι εν τέλει να αχρηστεύσουν –έναν άνθρωπο ή μια άποψη –με όχημά τους μια ακατάσχετη, ακαταπόνητη εκστρατεία εικοσιτετράωρου εξευτελισμού. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι πια σε αυτού του είδους την τοξικότητα, ώστε να μας ξενίζουν περισσότερο οι αναρτήσεις με τη ξενέρωτη μνεία από κάτω «τα σχόλια έχουν απενεργοποιηθεί», παρά τα κάθε μορφής και διαστάσεων βοθρολύματα από άτομα με σαφώς διαταραγμένη προσωπικότητα, θλιβερές υπάρξεις που στερούνταν οιασδήποτε φιλοδοξίας μέχρις ότου εμφανιστεί ο κύριος Μαρκ Ζάκερμπεργκ από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και τους προσφέρει μία με το αζημίωτο, δίχως να τους υποχρεώσει να σηκωθούν καν από την καρέκλα τους.

Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι θα καταφέρουμε να χώσουμε πάλι το τζίνι μέσα στο μπουκάλι, να γυρίσουμε τους δείκτες στο καλοκαίρι του 1966, στον τακτοποιημένο comme il faut κόσμο πριν από την έλευση του Χάντκε. Ακόμη και αν σηκώσουμε τα πιο ψηλά, τα πιο αδιαπέραστα ηλεκτρονικά τείχη για να μην έρθουμε σε επαφή με την τοξικότητα, στο τέλος της ημέρας θα διαπιστώσουμε ότι δεν είμαστε λιγότερο φυλακισμένοι από εκείνους που κλείσαμε απ’ έξω. Την τοξικότητα δεν την νικάς ποτέ. Μαθαίνεις να ζεις μαζί της, όπως μαθαίνουν τα μικρά παιδιά, στις φαβέλας του Ρίο, να ζουν μέσα στους σκουπιδότοπους. Τουλάχιστον ας μην εκπαιδευτείς και να μην την σιχαίνεσαι. Μην εθιστείς να σου αρέσει. Ποιος ξέρει; Σε μία, δύο δεκαετίες από σήμερα μπορεί να ξεχωρίζουμε τους περαστικούς στον δρόμο ανάμεσα σ’ εκείνους που δεν κλείνουν πια τη μύτη τους και σ’ εκείνους που, σε πείσμα των καιρών, εξακολουθούν να την κλείνουν.