Στον εγχώριο δημόσιο διάλογο συζητείται το κατά πόσο είναι πιθανόν να φορέσει ο κ. Τσίπρας τη γραβάτα με τα χρώματα της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο φόβος δεν είναι η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Μακάρι να μπορούσε να γίνει αυτό, αλλά δεν. Ο φόβος είναι μήπως βγάλουν τη σοσιαλδημοκρατική τους γραβάτα οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και φορέσουν το ποσέτ του κ. Τσίπρα.

Το πρόβλημα είναι η ραγδαία συριζοποίηση σοσιαλδημοκρατών ηγετών όπως ο Αμόν και ο Κόρμπιν. Από εκεί ως τη γελοιοποίηση της Σοσιαλδημοκρατίας μια γραβάτα ή ένα ποσέτ δρόμος

Εν συντομία αναφέρω πέντε λόγους που οδήγησαν τη σημερινή Σοσιαλδημοκρατία στην «αριστερή» στροφή της. Πρώτον, ενώ στην περίοδο 1950-75 η Σοσιαλδημοκρατία θεωρούσε ορθώς ότι η προϋπόθεση για την αναδιανομή ήταν η ανάπτυξη του παραγωγικού κεφαλαίου, από το ’90 και μετά θεώρησε ότι η ανεξέλεγκτη ροή των χρηματοοικονομικών προϊόντων, μεγαλώνει την πίτα της αναδιανομής περισσότερο απ’ όσο η στηριζόμενη στο παραγωγικό κεφάλαιο ανάπτυξη.

Δεύτερον, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 υποχώρησε ιδεολογικά στη λογική του «ελάχιστου» αντί του ποιοτικού κράτους υπηρεσιών.

Τρίτον, όσο και να φαίνεται παράξενο, η Σοσιαλδημοκρατία, αντί να αισθανθεί δικαιωμένη από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», του πιο καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος, που μιλούσε εξ ονόματος των ιδανικών της ισότητας και της ελευθερίας, κατάφερε, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να προσχωρήσει στη λογική ότι δεν χρειάζονται μεγάλες αφηγήσεις.

Αντιθέτως την ίδια περίοδο οι συντηρητικές δυνάμεις προωθούσαν τις δικές τους μεγάλες αφηγήσεις. Η Θάτσερ αυτή του Ελάχιστου Κράτους και αργότερα ο Κάμερον αυτή της «Μεγάλης Κοινωνίας».

Τέταρτον η Σοσιαλδημοκρατία, φοβούμενη να μη υποκύψει στον ευρωσκεπτικισμό, απέφυγε να ασκήσει οποιαδήποτε κριτική στην τεχνοκρατική δομή των Βρυξελλών και σε ορισμένες νεοφιλελεύθερες πλευρές της Συνθήκης της Λισσαβόνας, η οποία όμως κατά βάση ήταν μάλλον σοσιαλδημοκρατική.

Η πέμπτη και πιο σοβαρή μετατόπιση αφορά την προσχώρηση της Σοσιαλδημοκρατίας στην αντίληψη ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να γίνει μόνο με τη μείωση των εισοδημάτων, μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας.

Για την αύξηση όμως της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας υπάρχει και άλλος δρόμος. Αυτός περνά μέσα από την αύξηση των πολιτικών για την έρευνα, τη δίκαιη και προοδευτική φορολογική πολιτική, την ύπαρξη κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που διευκολύνει την υγιή λειτουργία της επιχειρηματικότητας, το διαρκώς εξειδικευόμενο και καταρτιζόμενο ανθρώπινο δυναμικό. Κάτι σαν αυτά που υποστηρίζει ο σημερινός οικονομικός σύμβουλος του Μακρόν, ο Ζαν Πιζανί Φερί και ο Γερμανός Πέτερ Μπόφινγκερ.

Παρόλα αυτά όμως η Σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν «νέο- φιλελευθεροποιήθηκε».

Η αναδιανομή και η άρση των ανισοτήτων σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό παρέμεναν και μετά το 80 το κεντρικό πρόταγμα της Σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα όμως «συριζοποιείται». Αντί να εξετάσουν πως θα μπορέσουν να εντάξουν τις πολιτικές τους σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πολιτικής ανάγνωσης των εξελίξεων της παγκοσμιοποίησης οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες αναζητούν σανίδα σωτηρίας στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ανατρίχιασα όταν σε ημερίδα του Πολιτικού Εργαστηρίου για τη Σοσιαλδημοκρατία της ΔΗΜΑΡ ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης ανέφερε ότι την περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015, πολλά από τα ηγετικά στελέχη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος υποστήριζαν ότι οι Έλληνες σοσιαλιστές έπρεπε να ταχθούν με το Όχι. Φρίκη!

Και έτσι επειδή σκάλωσαν στα παραπάνω πέντε ή και σε άλλα σημεία οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες, εμφανίζονται σήμερα ως «καλοί λαϊκιστές» και προστάτες των φτωχών. Αλλά Σοσιαλδημοκρατία ήταν πάντα η έκφραση μιας συμμαχίας μεσαίων, εργατικών και παραγωγικών επιχειρηματικών στρωμάτων που οδηγούσε στην ανάπτυξη.

Ήταν υπέρ της αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της Παγκοσμιοποίησης με περισσότερη Παγκοσμιοποίηση και όχι με αναδίπλωση στο έθνος κράτος. Ήταν κατά της φτώχειας και όχι υπέρ των φτωχών. Υπέρ της υπέρβασης και όχι υπέρ της επιδότησης της φτώχειας.

Το είχε εκφράσει άλλωστε αυτό πάρα πολύ καλά, ο καλύτερος μεταπολεμικός Πρωθυπουργός της χώρας ο Κώστας Σημίτης και ένας πραγματικός Έλληνας σοσιαλδημοκράτης, όταν αναφέρθηκε στη κινέζικη ρήση ότι πρέπει να μαθαίνεις τους ανθρώπους να πιάνουν ψάρια και όχι να τους τα πετάς

Οι Αμόν και Κόρμπιν εστιάζοντας σε πολιτικές για τα φτωχά στρώματα – με το πρόσχημα να μην τα πάρει η Ακροδεξιά- αναπαραγάγουν τη φτώχεια τους, τα στέλνουν ακόμη περισσότερο στην Ακροδεξιά και το κυριότερο διακόπτουν τους δεσμούς τους με τη ραχοκοκαλιά τους, τα μεσαία στρώματα και τους εργάτες.

Αντιθέτως ο Μακρόν ουσιαστικά επαναφέρει τα προτάγματα της λεγόμενης Δεύτερης Γαλλικής Αριστεράς. Αυτής της Αριστεράς των Πιέρ Μαντές Φρανς, Ζυλ Μαρτινέ, Μισέλ Ροκάρ και Ζακ Ζυλιάρ. Κατά τον τελευταίο ( Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις, μτφ: Χριστιάννα Σαμαρά) η πρώτη Αριστερά, του Μιτεράν έδινε τα πρωτεία στην πολιτική, στον εθνοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Η Δεύτερη, στην ηθική, στην αποκέντρωση, στα ατομικά δικαιώματα, στην εργασία, στην Παγκοσμιοποίηση.

Μια τέτοια Αριστερά έχει σήμερα ανάγκη η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και όχι μια συριζοποιημένη Σοσιαλδημοκρατία.

Ούτε μια Αριστερά του μεσαίου χώρου και άλλες τέτοιες πομφόλυγες, ούτε πάλι μια Αριστερά των φτωχών, αλλά μια Αριστερά που ασκεί πολιτικές στο κέντρο των κοινωνιών.

Με άλλα λόγια μια Αριστερά πολλαπλών κοινωνικών συμμαχιών στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του αιτήματος για Κοινωνική Δικαιοσύνη και Αλληλεγγύη. Μια Αριστερά της ατομικότητας και όχι της κομματικότητας, του πλουραλιστικού Διαφωτισμού και όχι του αρχηγικού μονισμού.

(*) Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος